Στις 25 Φεβρουαρίου ο Ονίκ Γκασπαριάν, επικεφαλής των Ενόπλων Δυνάμεων της Αρμενίας, μαζί με δεκάδες ακόμη εν ενεργεία ανώτατους αξιωματικούς, απαίτησε την παραίτηση του πρωθυπουργού της χώρας Νικόλ Πασινιάν. Έτσι κορυφώθηκε η αντιπαράθεση που ξεκίνησε μετά την οδυνηρή συνθηκολόγηση της Αρμενίας στον άνισο πόλεμο με το Αζερμπαϊτζάν, που υποστηριζόταν ενεργητικά από την Τουρκία και το Ισραήλ. Πριν μπουν μπροστά οι στρατιωτικοί, το ίδιο είχαν ζητήσει η εκκλησιαστική και δικαστική ηγεσία, καθώς και μεγάλο τμήμα της αντιπολίτευσης…
Όπως ήταν αναμενόμενο, ο Πασινιάν χαρακτήρισε την κίνηση της ηγεσίας του στρατού ως απόπειρα πραξικοπήματος, και διέταξε την αποστράτευση του Γκασπαριάν και άλλων αξιωματικών. Χωρίς αποτέλεσμα: ο πρόεδρος της χώρας Αρμέν Σαρκισιάν, που προέρχεται από την αντιπολίτευση, αρνείται να υπογράψει το σχετικό διάταγμα! Έτσι συνεχίζεται η ισορροπία τρόμου, ενώ η χώρα ακόμη προσπαθεί να επουλώσει τις πληγές της και ψάχνει αιχμαλώτους και αγνοούμενους που δεν επέστρεψαν ποτέ στην Αρμενία μετά τη λήξη των εχθροπραξιών…
Η μάχη του πεζοδρομίου
Η αντιπαράθεση έχει μεταφερθεί στους δρόμους, με τους πολέμιους και τους υποστηρικτές του Πασινιάν να εναλλάσσονται σε καθημερινές σχεδόν κινητοποιήσεις. Εκεί φαίνεται ότι, παρά το στρατιωτικό στραπάτσο, ο Πασινιάν εξακολουθεί να διατηρεί ικανό τμήμα της υποστήριξής του από την κοινωνική πλειοψηφία – που τον είχε αναδείξει πρωθυπουργό το 2018 με συντριπτικό για τα άλλα κόμματα ποσοστό (70,4%). Πράγματι ο Πασινιάν κατέβασε, ως απάντηση στις κινητοποιήσεις εναντίον του, δεκάδες χιλιάδες υποστηρικτές του στην Πλατεία Δημοκρατίας του Ερεβάν, την οποία αποφεύγουν –λόγω της μεγάλης έκτασής της– οι εμφανώς λιγότεροι αντιπολιτευόμενοι διαδηλωτές.
Όμως αυτό δεν θα αρκέσει για να εκτονωθεί η κόντρα, καθώς πίσω από την αντιπολίτευση βρίσκονται ισχυρές εσωτερικές και εξωτερικές δυνάμεις, οι οποίες επιμένουν στην προσπάθεια απαλλαγής από τον Πασινιάν. Στις δυνάμεις αυτές περιλαμβάνεται όλο σχεδόν το παλιό πολιτικό στρατόπεδο, που παραμένει αντιδημοφιλές λόγω της εμπλοκής του σε ακραία και χρόνια διαφθορά. Σε αυτή την αντιδημοφιλία οφείλεται ίσως και το γεγονός ότι οι στρατιωτικοί περιορίστηκαν στην αύξηση της πίεσης μέσα από ένα «δημόσιο διάβημα» αντί να πραγματοποιήσουν, όπως πολλοί φοβούνταν, ένα «κανονικό» πραξικόπημα – το οποίο μπορεί να οδηγούσε σε βαθύ διχασμό και γενικευμένη αιματοχυσία…
Η ρωσική «ουδετερότητα»
Έτσι προκρίνεται η στρατηγική της διαρκούς πίεσης, ιδίως αφού αυτή ευνοείται από τη σιωπηρή στήριξη και της Μόσχας. Που κι αυτή βλέπει με καλό μάτι την αντικατάσταση του «ανεξέλεγκτου» και θεωρούμενου πιο φιλοδυτικού Πασινιάν από την παλιά αρμενική πολιτική και επιχειρηματική ελίτ, η οποία έχει ιδιαίτερες σχέσεις με τη ρωσική ολιγαρχία και θεωρείται πιο «εύπλαστη». Για κάποιες μέρες η διελκυστίνδα Ερεβάν-Μόσχας έγινε κραυγαλέα, καθώς ο στριμωγμένος Πασινιάν έφτασε να κατηγορήσει τα ρωσικά οπλικά συστήματα ως αναποτελεσματικά. Η ρωσική απάντηση ήταν κατευναστική, και η «παρεξήγηση» λύθηκε με αμοιβαίες συμβιβαστικές δηλώσεις…
Έτσι τώρα η Μόσχα επαναλαμβάνει τις πάγιες διαβεβαιώσεις της ότι η αντιπαράθεση γύρω από την παραίτηση ή όχι του Πασινιάν αποτελεί «εσωτερική υπόθεση της Αρμενίας», δίχως να χρεώνεται οποιαδήποτε απόπειρα ανατροπής. Τελικά, αυτό που φαίνεται να κρατά μέχρι στιγμής στη θέση του τον Αρμένιο πρωθυπουργό είναι η εμφανής άρνηση της πλειοψηφίας των πολιτών να επιστρέψουν στην προ 2018 κατάσταση, όπου η Αρμενία κυβερνιόταν από αλληλοσπαρασσόμενες κλίκες διαπλεκόμενων πολιτικών και επιχειρηματικών οικογενειών. Την ίδια στιγμή, η θλίψη για τις βαριές απώλειες σε εδάφη και ανθρώπους εξακολουθεί να κυριαρχεί στη χώρα. Η εγκατάλειψή της από όλες τις πτέρυγες της λεγόμενης διεθνούς κοινότητας, οι οποίες έχουν καταστήσει σαφές ότι δεν θα χαλάσουν τις σχέσεις τους με τον Ερντογάν και τον Νετανιάχου για χάρη της απόκληρης Αρμενίας, βαραίνει κι άλλο την κατάσταση…