Συνέντευξη στον Σταμάτη Μαυροειδή
Τα εργασιακά δικαιώματα έχουν απαξιωθεί πλήρως, ο κοινωνικός διάλογος καταργήθηκε διά νόμου, η ανεργία καλπάζει με απίστευτους ρυθμούς. Πρόκειται για κατόρθωμα του μνημονιακού καθεστώτος που επεβλήθη στην Ελλάδα από τους δανειστές, με απώτερη επιδίωξη να αποτελέσει πρότυπο εργασίας για ολόκληρη την Ευρώπη. Σ’ αυτό το ασφυκτικό πλαίσιο εντάσσονται οι νομοθετικές πρωτοβουλίες του υπουργείου Εργασίας με στόχο να περισωθεί ό,τι απόμεινε από τις ανθρώπινες συλλογικότητες, να αποκατασταθεί -κατά το μέτρο του δυνατού- η εύρυθμη λειτουργία της αγοράς εργασίας. Αυτή την οπτική υπηρετεί και η συνέντευξη με τον Γιάννη Κουζή σύμβουλο του υπουργού Εργασίας και καθηγητή Εργασιακών Σχέσεων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.
Πριν λίγες μέρες, αντιπροσωπεία υπό τον υπουργό Εργασίας, Π. Σκουρλέτη, συναντήθηκε στη Γενεύη με το γενικό διευθυντή του Διεθνούς Ινστιτούτου Εργασίας (ILO) κ. Ράιντερ. Ποιος ο λόγος της επίσκεψης και ποιο το απόσταγμα των συνομιλιών σας, κ. Κουζή;
Αυτή η συνάντηση είχε ως στόχο την επίσημη δήλωση, από την πλευρά του Διεθνούς Ινστιτούτου Εργασίας(ILO), ότι το νομοσχέδιο που έχει επεξεργαστεί το υπουργείο, σχετικά με τις συλλογικές διαπραγματεύσεις, ανταποκρίνεται πλήρως στις διεθνείς συμβάσεις εργασίας μετά από τις σοβαρές παραβιάσεις θεμελιωδών διατάξεων του Διεθνούς Δικαίου, κατά την περίοδο του Μνημονίου. Αυτό που, τελικά, επετεύχθη ήταν η εξασφάλιση θετικής δήλωσης για τη συμβατότητα του νομοσχεδίου με τις διεθνείς συμβάσεις εργασίας.
Η θετική πολιτική δήλωση είναι σημαντική. Είναι όμως επαρκής, ώστε να δικαιώσει τις νομοθετικές πρωτοβουλίες του υπουργείου για την επαναφορά του θεσμού των συλλογικών διαπραγματεύσεων;
Η συγκεκριμένη πρωτοβουλία του υπουργείου Εργασίας έχει δύο στόχους: Πρώτον, την αποκατάσταση των συλλογικών συμβάσεων και των μισθών ως αναγκαία προϋπόθεση και προτεραιότητα για την ουσιαστική επαναφορά της έννοιας της εργασίας στην Ελλάδα. Δεύτερον, ως μήνυμα ανατροπής των μνημονιακών πολιτικών, υπεύθυνων για την αποδιάρθρωση των συλλογικών διαπραγματεύσεων και την ισοπέδωση των μισθών. Ως προς την τύχη του νομοσχεδίου θεωρώ ότι θα πρέπει να ψηφιστεί άμεσα. Η ψήφισή του δεν δημιουργεί κανένα δημοσιονομικό κόστος. Αντιθέτως, αποκαθιστά την εύρυθμη λειτουργία της αγοράς εργασίας καταπολεμώντας φαινόμενα αθέμιτου ανταγωνισμού και, κυρίως, διασφαλίζοντας τα αναγκαία εργαλεία παρέμβασης στην πλευρά των εργαζομένων και των συνδικαλιστικών τους οργανώσεων.
Θεωρείτε ότι οι δανειστές είναι διατεθειμένοι να δεχθούν αυτή την αλλαγή όρων;
Στη διαπραγμάτευση οι δανειστές πιέζουν για ακόμη πιο σκληρά μέτρα, όπως είναι η αύξηση του ορίου στις ομαδικές απολύσεις, προσδοκώντας έτσι να μας αποτρέψουν να θέσουμε το θέμα των συλλογικών διαπραγματεύσεων. Αυτά, όμως, έχουν να κάνουν με τις κόκκινες γραμμές, που σημαίνει ότι όχι μόνο δεν πρέπει να γίνουν δεκτά δυσμενέστερα μέτρα στην αγορά εργασίας, αλλά απαιτείται η έναρξη της αποκατάστασης των εργασιακών σχέσεων μέσα από αυτό το νομοσχέδιο για να ακολουθήσει σειρά άλλων μέτρων. Και αυτό γιατί η διατήρηση της υπάρχουσας κατάστασης στο πεδίο της εργασίας διαιωνίζει απαράδεκτες καταστάσεις που δεν συμβαδίζουν με τις αξίες της αριστεράς. Και μην ξεχνάμε ότι εργασιακά δικαιώματα και Αριστερά είναι έννοιες αλληλένδετες.
Όταν το ILO αξιώνει προσήλωση στα «διεθνή πρότυπα εργασίας», τι να υποθέσουμε ότι εννοεί; Διεθνές πρότυπο σύμφωνα με το αποτέλεσμα πρόσφατης έρευνας του ίδιου του Οργανισμού αποδεικνύει ότι το 75% το παγκόσμιου πληθυσμού απασχολείται με ευτελισμένες σχέσεις εργασίας, αδιανόητες μέχρι πρότινος για τις αναπτυγμένες χώρες.
Πρέπει να έχουμε υπ’ όψιν μας ότι ο ILO είναι ένας παγκόσμιος οργανισμός που έχει ως μέλη του 190 συνολικά χώρες. Η συγκεκριμένη έρευνα αναφέρεται σε παγκόσμιο επίπεδο όπου, όντως, μόνο το 25% απασχολείται με πλήρη και σταθερή εργασία. Στην Ευρώπη η τυπική εργασία είναι γύρω στο 65%. Αυτό σημαίνει ότι είναι διαφορετικά τα ποσοστά στον ευρωπαϊκό χώρο που βεβαίως λειτουργεί με άλλα δεδομένα σε σχέση με τις παραδόσεις του Τρίτου Κόσμου και του εργασιακού προτύπου της Αμερικής ή της Ιαπωνίας. Ωστόσο, και στην Ευρώπη έχουμε μια εντονότατη τάση συνεχούς αμφισβήτησης του ρόλου της πλήρους και σταθερής εργασίας, με την ανάπτυξη ποικιλίας ευέλικτων μορφών. Έτσι, λοιπόν, η αναφορά σε διεθνή εργασιακά πρότυπα δεν είναι σαφής προκαλώντας εύλογα ερωτήματα.
Η κοινή δήλωση Γιούνγκερ-Τσίπρα περί «ευρωπαϊκών μοντέρνων δεδομένων» στις εργασιακές σχέσεις, μήπως μέσα στη «δημιουργική» ασάφειά της υποκρύπτει κάποια νέα παγίδα;
Η αλήθεια είναι ότι η αναφορά στα ευρωπαϊκά πρότυπα, όπως λειτουργούν σήμερα, δημιουργεί αμφισημίες. Για κάποιους τα θετικά ευρωπαϊκά πρότυπα απαιτούν ευελιξίες και φθηνή εργασία χάριν της ανταγωνιστικότητας. Για άλλους το εργασιακό πρότυπο συμβαδίζει με τον σεβασμό της αξιοπρέπειας του εργαζόμενου ως βιοποριζόμενου αλλά και ως βασικού παραγωγού του πλούτου. Σε προηγούμενες δεκαετίες η τυπική εργασία στην Ευρώπη ήταν στο 85%. Σήμερα είναι στο 65% με τάσεις συνεχούς υποχώρησης. Δεν αμφισβητείται απλά το πρότυπο της τυπικής εργασίας, δεν έχουμε μόνο ευέλικτες μορφές. Έχουμε ευέλικτα ωράρια, ευέλικτο τρόπο διαμόρφωσης των μισθών, ευέλικτα συστήματα απολύσεων κ.ά. Όλα αυτά σημαίνουν ότι η ευελιξία διευρύνεται διότι και η πλήρης και σταθερή απασχόληση έχει υποστεί πάρα πολύ σοβαρές αλλοιώσεις στο περιεχόμενό της.
Για ποιο λόγο συμβαίνει μια τέτοια απαξίωση της εργασίας και στον ευρωπαϊκό χώρο;
Το μεταπολεμικό ευρωπαϊκό εργασιακό πρότυπο έχει μπει στο στόχαστρο των κυρίαρχων κύκλων της Ε.Ε. Αυτό δεν είναι καινούργιο. Έχει ξεκινήσει από τη δεκαετία του ’90 με το περίφημο λευκό βιβλίο της Κομισιόν «Για την ανάπτυξη, την ανταγωνιστικότητα και την απασχόληση». Μέσα από τις σελίδες του δόθηκε το έναυσμα για ριζική μεταρρύθμιση στην αγορά εργασίας: Με λίγα λόγια, να μειωθεί το κόστος εργασίας, να μειωθούν οι υποχρεωτικοί φόροι των επιχειρήσεων προς το κράτος πρόνοιας. Ο βασικός λόγος είναι ότι ο νεοφιλευθερισμός, ως η επιθετικότερη έκφραση του καπιταλισμού, αντιμετωπίζει την εργασία ως επαχθές κόστος επιφέροντας τη σταδιακή της απορρύθμιση και υποβάθμιση. Το ακραίο παράδειγμα για τον ευρωπαϊκό χώρο είναι η Ελλάδα, που χρησιμοποιήθηκε σαν πείραμα ώστε αυτό σταδιακά να επεκταθεί και ευρύτερα.
Το συνδικαλιστικό κίνημα έχει συνειδητοποιήσει ότι η απαξίωση της εργασίας δημιουργεί νέους όρους, προκλήσεις αλλά και καθήκοντα για το ίδιο;
Δυστυχώς η εργασιακή ισοπέδωση δεν έχει κατανοηθεί στην πραγματική της διάσταση. Η ύπαρξη υψηλής ανεργίας, εφεδρικού στρατού ανέργων, υψηλού ποσοστού ευέλικτης εργασίας, δεύτερης και τρίτης ταχύτητας σε αμοιβές και σε δικαιώματα, είναι σοβαρά εργαλεία ώστε να συμπιέζεται συνολικά η εργασία ακόμα και η τυπική μορφή της. Αυτό δεν έχει συνειδητοποιηθεί στον βαθμό που θα έπρεπε ούτε από τα πολιτικά αριστερά κόμματα ούτε από την πλευρά των συνδικάτων τα οποία παρακολουθούν παθητικά τις εξελίξεις. Όταν αποδιαρθρώνεται το σύστημα των συλλογικών συμβάσεων τα υποκείμενα που υπογράφουν, τα συνδικάτα δηλαδή, χάνουν το ρόλο τους. Και είναι ένα πρώτο βήμα στο στόχο του νεοφιλελευθερισμού ώστε να ακολουθήσει το επόμενο που δεν είναι άλλο από την πλήρη εξατομίκευση των εργασιακών σχέσεων. Θα πρέπει να ξαναδούμε έμπρακτα ως αριστερά το νόημα της εργασίας. Τα συνδικάτα, με τη σειρά τους οφείλουν την επάνοδο σε παραδοσιακές αξίες, προσαρμοσμένες στο σήμερα, που σε μεγάλο βαθμό έχουν απεμποληθεί. Αξίες που παραπέμπουν στην αλληλεγγύη, στην ενότητα δράσης στην διεθνοποίηση των παρεμβάσεών τους.
Πάντως, το μοντέλο που περιγράφετε προσομοιάζει απολύτως σε μια νέα δουλεία…
Ακριβώς! Αν παρακολουθήσει κανείς την σημερινή εξέλιξη θα δει να επανέρχονται καταστάσεις των πρώτων καπιταλιστικών χρόνων. Δείτε με ποια επιχειρήματα αντιμετωπίζεται η απεργία: Ότι είναι ανασταλτικός παράγοντας που δημιουργεί βλάβες στην οικονομία και συμπιέζει ανθρώπινα δικαιώματα. Αν γυρίσουμε στις πρωτοκαπιταλιστικές νομοθεσίες θα δούμε ότι αυτές ποινικοποιούσαν τη συνδικαλιστική δράση και τις απεργίες, ακόμα και με την ποινή του θανάτου γιατί έθεταν σε αμφισβήτηση την ελευθερία του «επιχειρείν». Το πιο σημαντικό είναι ότι σήμερα υπάρχει κρίση αξιών. Η κρίση αξιών με την επέλαση του νεοφιλελευθερισμού τα τελευταία 30 χρόνια έχει σαν αποτέλεσμα να εφαρμόζονται και να υλοποιούνται μέτρα τα οποία πριν από τριάντα χρόνια θα ήταν αδιανόητα να υιοθετηθούν. Ζούμε την πιο ακραία έκφραση του καπιταλισμού που επιχειρεί την μεγάλη ιστορική ρεβάνς από όσες παραχωρήσεις αναγκάστηκε να κάνει το κεφάλαιο μέσα από την πίεση του εργατικού κινήματος. Όμως, δεν ήλθε το τέλος της ιστορίας και οι κοινωνίες εξακολουθούν να υπάρχουν για να αποδεικνύουν ότι η ιστορία γράφεται από τις ίδιες όταν δεν ωθούνται έντεχνα στο περιθώριο…