Κάνοντας λόγο, πριν ένα μήνα, για τη «στρατηγική πυξίδα» του ευρωατλαντικού τόξου, είχαμε τονίσει ότι οποιοδήποτε υποκείμενο (χώρα, λαός, έθνος, κοινωνικοπολιτικό μπλοκ δυνάμεων κ.λπ.) πρέπει να διαμορφώσει τη δική του «στρατηγική πυξίδα» – εφόσον θελήσει να πορευτεί σχετικά ανεξάρτητο και σχετικά κυρίαρχο, και μάλλον σε αντίθεση με τις δυνάμεις που κυριαρχούν, ή ακόμα και με τις δυνάμεις που ανταγωνίζονται για την παγκόσμια ηγεμονία, ή με τον ξεχωριστό επεκτατισμό περιφερειακών δυνάμεων.
Τελούμε σε συνθήκες «ελεύθερης πτώσης», πλεύσης χωρίς πηδάλιου, χωρίς πυξίδα και πανιά, με την αίσθηση ότι αρμενίζουμε υπό τις διαρκείς επιθέσεις των κρίσεων που μας περιβάλλουν: πανδημική, υγειονομική, οικολογική, ενεργειακή, διατροφική, πολιτιστική. Καλούμαστε επομένως να ορίσουμε μια στάση. Εύκολο να το λες, δύσκολο να το πραγματοποιείς, ιδίως σε σκοτεινούς καιρούς…
Με ποιους όρους και ποιες προϋποθέσεις μπορεί να επιβιώσει και να βρει διέξοδο η χώρα; Τα στοιχεία της ελληνικότητας (πνεύμα, πολιτισμός, ήθη, έθιμα, ριζοσπαστισμός, εθνική και λαϊκή ιστορία) και της ελλαδικότητας (κρατικός σχηματισμός, κυριαρχία και θέση στον σύγχρονο κόσμο) θα πρέπει να συντεθούν έτσι που να εκφράζεται και το εθνικό και το κοινωνικό στοιχείο, και σε εναρμόνιση με τα καθήκοντα που βρίσκονται στην ημερήσια διάταξη σε παγκόσμιο επίπεδο. Η Ελλάδα ως χώρα, λαός, έθνος και κοινωνία, ως οντότητα σύγχρονη, οφείλει να βρει τη θέση της στις μεγάλες ανακατωσούρες που έρχονται. Συμπερασματικά, υπάρχουν δύο στόχοι που πρέπει να ορίζουν την κεντρική πολιτική μας: Να μην κουρελιαστεί η χώρα, ο πρώτος. Να μην διαλυθεί η κοινωνία και το φρόνημα του λαού, ο δεύτερος.
Οι μεγάλες ανακατωσούρες που έρχονται –εν μέρει έχουν έρθει και τις έχουμε γευτεί με τη μορφή των μνημονίων και της διετούς πανδημίας– δεν έχουν ως εστία τους την ελληνικότητα και την ελλαδικότητα (ενώ τις απειλούν σφόδρα). Έρχονται κυρίως «απ’ έξω» με διττό τρόπο: από την ίδια την εξέλιξη και κρίση του καπιταλισμού ως συστήματος κοινωνικών σχέσεων, και από τον ανταγωνισμό που μαίνεται ανάμεσα σε μεγάλες και περιφερειακές δυνάμεις οι οποίες εμπλέκονται σε έναν αναδασμό χωρίς όρια σε βάρος χωρών και λαών. Η Ελλάδα, μάλιστα, βρίσκεται στο επίκεντρο τέτοιων αναμετρήσεων και στοχεύσεων.
Η πορεία της κρίσης και το βάρος των γεωπολιτικών και περιφερειακών αναμετρήσεων
Πόση σημασία πρέπει να δίνουμε στους διεθνείς όρους, στον γεωπολιτικό παράγοντα, στην πορεία της κρίσης, στις εξελίξεις σε μακρινές έστω περιοχές; Πολλές φορές στο παρελθόν η γενική διεθνολογία απομάκρυνε και αποσπούσε την προσοχή από όσα γίνονταν στον τόπο μας, ή ακόμα διαθλούσε την οπτική και επέβαλλε στερεότυπα. Άλλωστε οι ιθύνουσες ελίτ, ραγιάδικες, σε ένα κρεσέντο μιμητικού κοσμοπολιτισμού, ήθελαν και πάσχιζαν για έναν «εξευρωπαϊσμό» που θα αφαιρούσε κάθε πρωτοτυπία στην αναγκαία σύζευξη της ελληνικότητας και της ελλαδικότητας με τους νέους ορίζοντες. Ούτε καν μπορούσαν να διανοηθούν μια απαλλαγή από τις συνθήκες εξάρτησης και υπεργολαβίας προς τις «προστάτιδες» μεγάλες δυνάμεις. Φλερτάρουν ακόμα με μια μεγαλύτερη προσκόλληση, και τμήμα τους δεν έχει κανένα πρόβλημα με το αν θα δορυφοροποιηθεί η χώρα μας από την Τουρκία – φτάνει να προχωρούν καλώς οι μπίζνες.
Μ’ αυτά και μ’ αυτά η ελληνικότητα και η ελλαδικότητα μετατρέπονται σε φραγμούς που πρέπει να γκρεμιστούν, και ήδη έχει διανυθεί πολύς δρόμος στην κατεύθυνση αυτή. Η ελληνικότητα και η ελλαδικότητα έχουν ανάγκη από μια στρατηγική πυξίδα εν πρώτοις, και βεβαίως έχουν ανάγκη από την Πολιτική, με την προωθητική-συγκολλητική δύναμη που αυτή έχει όταν είναι εμπνευσμένη και στηριγμένη σε πραγματικές δυνάμεις που πασχίζουν για μια μεγάλη αλλαγή. Υποστηρίζω τα ακόλουθα:
Α. Χωρίς μια οπτική για την πορεία της διεθνούς κρίσης, των βασικών της κρίκων και των «θεραπειών» που δοκιμάζονται, χωρίς μία οπτική για τον γεωπολιτικό ανταγωνισμό των βασικών δυνάμεων (ΗΠΑ, Ε.Ε., Ρωσία, Κίνα) και τις απειλές από επεκτατικές γειτονικές δυνάμεις, δεν είναι δυνατόν να συνταχθεί μια βιώσιμη στρατηγική πυξίδα, μια ενεργητική πολιτική. Γιατί έτσι κι αλλιώς η διεθνικότητα των φαινομένων και η σχεδόν παγκόσμια διασύνδεση – διάδοση – πολλαπλασιασμός τους είναι μια πραγματικότητα που κάθε χώρα πρέπει να υπολογίσει σοβαρά.
Β. Η ελληνικότητα και η ελλαδικότητα σκέτες, χωρίς μια ορισμένη οπτική για το τι γίνεται στα Βαλκάνια, στη Μεσόγειο, στην Ευρώπη, στον κόσμο ολόκληρο, είναι ανίσχυρες να συγκροτήσουν πολιτική δύναμη και αντίσταση. Οφείλουν λοιπόν να θωρακιστούν με μια βαθιά και ουσιαστική οπτική για τον σύγχρονο κόσμο και την πορεία του, ώστε να ανακαλύψουν δυνατότητες, όπου αυτές υπάρχουν, και να οραματιστούν μια θέση στον σύγχρονο κόσμο. Χωρίς αυτό δεν μπορεί να στηριχτεί μια αναγκαία και κρίσιμη Ενεργή Εξωτερική Πολιτική που θα στοχεύει στην ανάκτηση βαθμών κυριαρχίας της χώρας και θα επαγγέλλεται μια Ουδετερότητα απέναντι στα μπλοκ που ακονίζουν τα όπλα τους.
Γ. Μέχρι στιγμής η Ελλάδα «λιγοστεύει», κουρελιάζεται ως οντότητα, φιλετάρεται ως ορεκτικό στις Μεγάλες Δυνάμεις – με τη σύμπραξη των εγχώριων ελίτ. Δέκα και πλέον χρόνια δεν μπόρεσε να συμπηχθεί ένα εθνικό και κοινωνικό μέτωπο σωτηρίας, διεξόδου και ανόρθωσης της χώρας.
Υπάρχουν δύο στόχοι που πρέπει να ορίζουν την κεντρική πολιτική μας: Να μην κουρελιαστεί η χώρα, ο πρώτος. Να μην διαλυθεί η κοινωνία και το φρόνημα του λαού, ο δεύτερος.
Ορισμένες εικόνες
1: Η Ελλάδα συνδράμει τη Γαλλία στο Σαχέλ (μακρινό και άγνωστο) ως τίμημα για την απόκτηση των Ραφάλ (που ίσως να είναι αναγκαία). Παράλληλα διευρύνει τις «διευκολύνσεις» για τα στρατεύματα των ΗΠΑ από Κρήτη έως Αλεξανδρούπολη, κτίζει στρατόπεδα-πολιτείες μουσουλμάνων μεταναστών σε ευαίσθητες περιοχές που διεκδικεί θρασύτατα η Τουρκία, ψηφίζει όλες τις αποφάσεις του ΝΑΤΟ και της Ε.Ε. ενάντια στη Ρωσία, και νομίζει ότι θα βγει ανέγγιχτη από όσα έρχονται.
2: Οι ΗΠΑ ξεγράφουν τον EastMed, και κλείνουν το μάτι στην Τουρκία ότι θα πάρει μέρος στη μοιρασιά των υδρογονανθράκων της περιοχής. Η Τουρκία σαν να μαζεύεται ολίγον στο δυτικό μαντρί, προετοιμάζεται επίσκεψη του ισραηλινού πρωθυπουργού στην Άγκυρα, και για άλλη μια φορά η Ελλάδα και η Κύπρος βρίσκονται εκτεθειμένες στους ανέμους. Βέβαια οι ελίτ της Ελλάδας θα πανηγυρίζουν πως ο νέος πρέσβης των ΗΠΑ είναι ελληνοαμερικανός…
3: Καναδάς και Αυστραλία, χώρες που ούτε καν συνορεύουν με τη Ρωσία, ζητούν να παρθούν σκληρά μέτρα εναντίον της. Βαλτικές χώρες ψάλλουν πολεμικά εμβατήρια, η Ουκρανία ζητά βοήθεια απέναντι στη ρώσικη αρκούδα, η Αγγλία της στέλνει μεγάλες ποσότητες εξοπλισμών, και στρατεύματα του ΝΑΤΟ απλώνονται σε Ρουμανία και Βουλγαρία. Η Ρωσία είναι αναγκασμένη να δείξει αποφασιστικότητα. Υπάρχουν πάντα οι εμπρηστές του πολέμου, και ο πόλεμος πάντα ήταν μια γερή επιχείρηση και μια διέξοδος από την κρίση.
4: Η Ρωσία ζητά να επανέλθουμε στην κατάσταση που υπήρχε στην Ευρώπη το 1997 (χωρίς δηλαδή επέκταση του ΝΑΤΟ στην κεντρική και ανατολική Ευρώπη), να μην ενταχθεί η Ουκρανία στο ΝΑΤΟ, και γραπτή δήλωση ότι δεν θα χρησιμοποιηθούν οι χώρες αυτές ενάντια στη Ρωσία. Οι ΗΠΑ απαντούν ότι δεν υπάρχουν μέλη του ΝΑΤΟ με διπλή ιδιότητα, άρα χώρες όπως Ρουμανία και Βουλγαρία θα είναι κανονικά μέλη, με ό,τι σημαίνει αυτό. Κι ότι μια κυρίαρχη χώρα, όπως η Ουκρανία, μπορεί όποτε θέλει να γίνει μέλος του ΝΑΤΟ. Το αστείο είναι πως ενώ γίνεται λόγος για την Ευρώπη, η Ε.Ε. δεν καλείται στις συνομιλίες αυτές.
Ερωτήματα: Έχει κάποια σχέση η πανδημία, η διαχείρισή της, τα λοκντάουν, ο βιοπολιτικός έλεγχος, το παγκόσμιο πείραμα εγκλεισμού, η τεχνολογία mRNA κι άλλες έρευνες, με τα σχέδια πολεμικών αναμετρήσεων, με την απάντηση στην οικονομική κρίση και τη μετακύλιση των επιπτώσεων στους λαούς; Έχουμε λόγους να ανησυχούμε με τη χαοτική διάσταση και τη διαχείρισή της από «ηγεσίες» τύπου Μπάιντεν, Τζόνσον, Σολτς, Τριντό κ.λπ.; Γιατί να είμαστε καταδικασμένοι να ακολουθήσουμε την αποδρομή του Δυτικού μπλοκ;
Για να μην λέμε μεγάλες κουβέντες, ας επιτρέψουμε μια αφαίρεση: Ας υποθέσουμε πως με έναν μαγικό τρόπο δεν υπάρχουν οι πολιτικές και οικονομικές ελίτ, και καλούμαστε να διευθύνουμε εμείς (ποιοι «εμείς»; τέλος πάντων, όσοι αντιτίθενται στη σημερινή τάξη πραγμάτων). Τι θα κάναμε σε όλα τα πεδία, ώστε να υπάρχει η χώρα; Χρειαζόμαστε, λοιπόν, μια ηγεσία, έναν φορέα, που να συμπυκνώνει μια ρεαλιστική οραματική πρόταση και να μπορεί να ασκήσει μια ενεργητική πολιτική, τέτοια που να δημιουργεί κάθε στιγμή προϋποθέσεις διεξόδου. Σήμερα αυτά δεν υπάρχουν. Χτίζοντας όμως μια «νέα συνείδηση», δημιουργούμε τις προϋποθέσεις τους!