Η κρίσιμη – διπλή ευθύνη του ΣΥΡΙΖΑ. Του Κώστα Δημητριάδη
Σε τέτοιους καιρούς σαν τους σημερινούς, με έναν αντίπαλο που έχει την πρωτοβουλία, που δεν αφήνει περιθώριο για μια ανάσα, αλλά και με τις δυνάμεις της προόδου και της αναγέννησης (κοινωνικές και πολιτικές) να ξεμυτίζουν ντυμένες ακόμα με τα παλιά ρούχα, μετά από μία μακριά περίοδο αποδιοργανωτικής ενσωμάτωσης, είναι συνηθισμένη η καταφυγή στην «πεπατημένη», στη «δράση» ή στις «δράσεις» σαν μια εκ των ενόντων και συχνά προσχηματική απάντηση στο αγωνιώδες ερώτημα «τι να κάνουμε;». Κι ας αναπαράγει τις περισσότερες φορές αυτή η «πεπατημένη» τρόπους και σχήματα που ’χουν από καιρό αδειάσει από περιεχόμενο. Σε τέτοιους καιρούς η προσπάθεια για μία κριτική γίνεται ίσως πιο αναγκαία παρά ποτέ κι ας βρίσκεται σχεδόν πάντα εκτεθειμένη στη μομφή ότι αποσπά την προσοχή από τα πρακτικά καθήκοντα της στιγμής.
Σήμερα ζούμε μία κατάσταση στρατηγικής αμηχανίας. Οι από πάνω με την πολιτική τους εγκλωβίζονται σε όλο και πιο δυσεπίλυτα αδιέξοδα, μα και ο τρόπος των από κάτω δεν φαίνεται για την ώρα ικανός για να ανατρέψει την κατάσταση, για να δώσει διέξοδο. Ας εντοπίσουμε το ενδιαφέρον μας στη δική μας πλευρά των από κάτω, κι ας δούμε ειδικότερα κάποιες πλευρές της πολιτικής συμπεριφοράς του ΣΥΡΙΖΑ, αφού συνεχίζει να είναι εκείνη η δύναμη που βρίσκεται κοντύτερα στο να εκφράσει πολιτικά το κοινωνικό αίτημα για απεγκλωβισμό από την πορεία καταστροφής που βιώνουμε.
Αν προσπαθήσουμε να αποτιμήσουμε την πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ από τις εκλογές μέχρι σήμερα, το πρώτο ίσως πράγμα που πρέπει να μας απασχολήσει ως πρόβλημα, είναι η αδυναμία του να προβάλει μια ριζική κριτική και να επιβάλει ένα διαφορετικό ευδιάκριτο πειστικό αξιακό πρότυπο απέναντι στο πολιτικό σύστημα και στον τρόπο που αυτό ασκεί πολιτική.
Επικοινωνία και εκλογές
Σε ένα πρώτο επίπεδο η επικέντρωση του ΣΥΡΙΖΑ στην άσκηση μιας πολιτικής επικοινωνιακού τύπου διαμεσολαβούμενης από τα ΜΜΕ, τον εμπλέκει όλο και περισσότερο σε μια πολιτική σύγκρουση-διάλογο που με τον τρόπο της καταλήγει να συμβάλει στη σχετικοποίηση των αντιθέσεων και τελικά στη νομιμοποίηση των βασικών αντιλήψεων του αντιπάλου.
Υπάρχει, όμως, και μια άλλη πιο έμμεση πλευρά. Η απεύθυνση στην κοινωνία μέσω αυτής της οδού γίνεται με τους όρους που συγκροτούν μια παθητική κοινή γνώμη. Σ’ αυτό το πλαίσιο, η προβολή του αιτήματος των εκλογών δεν μπορεί παρά να παίρνει τα χαρακτηριστικά μιας συνηθισμένης κυβερνητικής εναλλαγής που κάθε άλλο παρά κινητοποιεί, απεναντίας καθησυχάζει και με τον τρόπο της βεβαιώνει ότι οι προτεινόμενες αλλαγές δεν απαιτούν συνειδησιακό ξεβόλεμα. Δεν είναι, λοιπόν, τυχαίο που τα ψιλά γράμματα των δημοσκοπήσεων δείχνουν μια ποιοτική μεταβολή στην υποστήριξη του ΣΥΡΙΖΑ, που όλο και συχνότερα αξιολογείται ως το «μη χείρον βέλτιστον».
Σχετικά πρόσφατα ο ΣΥΡΙΖΑ έφερε στο κέντρο της προσοχής του τη διαπίστωση ότι, στις παρούσες συνθήκες, επιμέρους μέτωπα αγώνων στο βαθμό που δεν συγκεντρώνουν γύρω τους ευρύτερη κοινωνική στήριξη δεν μπορούν παρά να οδηγούνται σε αδιέξοδο και σε αναδίπλωση. Σωστή βέβαια η διαπίστωση, αλλά μπορεί να οδηγήσει σε πολύ διαφορετικά πολιτικά συμπεράσματα. Ο ΣΥΡΙΖΑ οφείλει να αναγνωρίσει ότι από τη θέση που έχει αποκτήσει, εκ των πραγμάτων έχει γίνει ο αποφασιστικός κρίκος για την οικοδόμηση μιας πολιτικής που θα συγκροτεί τους κοινωνικούς χώρους και θα συντονίζει τους επιμέρους αγώνες σε ένα πολυσχιδές ενιαίο κίνημα με προοπτική νίκης. Μιας πολιτικής που δεν θα παραπέμπει τα πάντα στις εκλογές, αλλά θα προάγει τη δυνατότητα της κοινωνίας να αμύνεται, να διεκδικεί αλλά και να οργανώνει τη ζωή της.
Και ίσως στο σημείο αυτό να αξίζει προσοχής και μια επιπλέον διαπίστωση. Η σαφήνεια των πολιτικών αιτημάτων που έθεσε ο λαός από το 2010 και ιδιαίτερα με το κατασυκοφαντημένο κίνημα των πλατειών το 2011, η καθολική αντίθεση στα μνημόνια και το πολιτικό σύστημα που εκφράστηκε τότε παρά τον εμμονικό αυτοπεριορισμό της Αριστεράς στην προβολή επιμέρους διεκδικητικών αγώνων, έχει δώσει τη θέση της, σήμερα, σε μια πολύ πιο δυσανάγνωστη κατάσταση. Τα πολιτικά αιτήματα συνεχίζουν να είναι παρόντα, όμως με χαμηλότερη αυτοπεποίθηση, πιο σκόρπια, έτσι που σήμερα η έκβαση των επιμέρους αντιστάσεων να αποκτά καθοριστική σημασία.
Αναγκαία η αντιστοίχηση
Έτσι, λοιπόν, έχει σήμερα διπλή ευθύνη ο ΣΥΡΙΖΑ να προβεί σε μια μεγάλη στροφή, παραμερίζοντας αποφασιστικά την προσχηματική επίκληση της αυτονομίας των κινημάτων. Αναγνωρίζοντας θαρρετά και έντιμα την καθυστέρησή του να οικοδομήσει μια άλλης αμεσότητας σχέση με την αγωνιζόμενη κοινωνία και πρώτα απ’ όλα να την υπερασπιστεί επί της ουσίας απέναντι στην υλική και ηθική επίθεση που δέχεται. Η έκφραση μιας συμπάθειας και αλληλεγγύης που σβήνει και χάνεται μαζί με το επόμενο μεγάλο συμβάν (ασχολείται, άραγε, κανείς με το τι απέγιναν οι εργάτες της ΒΙΟΜΕ ή της Χαλυβουργίας;) καταλήγει προκλητικά ανεπαρκής στις σημερινές συνθήκες, το ίδιο και ο τρόπος με τον οποίο φαίνεται όλα να αλέθονται μέσα στη χοάνη της προσπάθειας για κυβερνητική αλλαγή.
Πριν από ενάμισι χρόνο, μία σύνθετη διεργασία που τροφοδοτήθηκε από το ριζοσπαστισμό του κινήματος των πλατειών ώθησε τον ΣΥΡΙΖΑ να καταθέσει μία ρεαλιστική πρόταση διεξόδου. Και ήταν ο πρακτικός και συγκεκριμένος χαρακτήρας αυτής της πρότασης που κέρδισε την επιδοκιμασία ενός μεγάλου κομματιού της κοινωνίας.
Σήμερα χρειάζεται να πάρει την πρωτοβουλία ένα κίνημα των μελών και των φίλων του ΣΥΡΙΖΑ που θα απαιτήσει μία ριζική στροφή, με σκοπό την αντιστοίχιση των διακηρύξεων του ΣΥΡΙΖΑ με πολιτικές που να τις υποστηρίζουν.