Της Μαρίας Πετρίτση. Πογκρόμ, επιθέσεις, τραυματισμοί, απειλές… Από τη στιγμή που ο τραμπουκισμός νομιμοποιήθηκε αποκτώντας βουλευτική υπόσταση, τα φαινόμενα αυτά έχουν ενταχθεί στην ημερήσια διάταξη του κοινωνικού γίγνεσθαι.
Μας αφορούν όλους. Από τη στιγμή που ο κανιβαλισμός συνανθρώπων έπαψε να αποτελεί ποινικό αδίκημα, στη ζούγκλα των πόλεων και των λιμανιών ο ρατσισμός και ο σαδισμός εξαπλώνονται σαν επιδημία. Κάτω από ένα παρεξηγημένο σύμβολο που ανεμίζει περήφανα την ώρα της επίθεσης υπενθυμίζοντας, δήθεν, τα ιερά και τα όσια που υποτίθεται πως προασπίζονται οι υπέρμαχοί τους, κυματίζει ελεύθερα η τρέλα, η οργή και το τυφλό μίσος.
Είναι εύκολο να υποστηρίζει κάποιος πως εξολοθρεύοντας ομάδες αδυνάμων μπορεί να πάρει εκδίκηση για την κατάντια της χώρας του, όπως εύκολη είναι σε κάθε περίπτωση η μετατόπιση ευθυνών σε τρίτους. Η θρασυδειλία αυτής της πράξης δεν μπορεί, όμως, να παραπλανήσει για πολύ. Όταν η παραφροσύνη καταντά υπόθεση ρουτίνας, ο άνθρωπος έρχεται αντιμέτωπος με τη στοιχειώδη λογική και οι αυτονόητες άμυνές του θεριεύουν. Όταν οι ταινίες τρόμου μεταφέρονται στο δρόμο και αρχίζουν να γίνονται πραγματική ζωή, τότε προκαλούν την αγανάκτηση και την αντίδραση της κοινωνίας. Πέφτουν σε τοίχο. Εισπράττουν δυσαρέσκεια. Και είναι βέβαιο πως -αργά ή γρήγορα- αυτή η αντίδραση καθίσταται σαφής και παίρνει το πάνω χέρι.
Ο μέσος Έλληνας μπορεί να είναι πολλά, ανθρωποφάγος όμως δεν είναι. Δεν βρίσκει διασκεδαστικό τον ήχο της σιδερογροθιάς ή του σουγιά την ώρα που βυθίζεται σε ένα ανθρώπινο στομάχι. Δεν ανακουφίζεται στη θέα του αίματος που ρέει στην άσφαλτο δίπλα από ένα άψυχο κατακρεουργημένο κορμί. Δεν νιώθει περήφανος αντικρίζοντας εικόνες φρικωδίας όπου ένα ένδοξο σπαθί διαπερνά το σώμα ενός ανθρώπου την ώρα που προσπαθεί να κρατηθεί στη ζωή τρώγοντας ένα σουβλάκι. Δεν αγαλλιάζει όταν ακούει τις κραυγές πόνου ενός περαστικού που τρέχει αιμόφυρτος να σωθεί σέρνοντας πίσω του ένα σπασμένο πόδι. Δεν νιώθει περηφάνια όταν δίπλα του παρελαύνουν ορδές τεράτων με καλυμμένα πρόσωπα που γεμίζουν τον αέρα που ανασαίνει με πολεμικές ιαχές, απέχθεια και τρόμο. Δεν ικανοποιείται ούτε δικαιώνεται στη θέα επαγγελματιών δολοφόνων, σχιζοφρενών διωκτών μιας φανταστικής ενοχής και αδίστακτων χασάπηδων των δρόμων. Ο μέσος Έλληνας θαυμάζει και σέβεται άλλου είδους αντάρτικα και όχι το μαύρο αντάρτικο των κρανοφόρων που χτυπάνε στα τυφλά άοπλους, ανθρώπους σε ομηρία.
Η Ελληνίδα μάνα δεν χαίρεται στο άκουσμα ενός χτυπημένου ανθρώπου που καλεί τη μάνα του σε μια ξένη γλώσσα. Ο Έλληνας πατέρας δεν ικανοποιείται βλέποντας ένα μελαμψό κορίτσι στην ηλικία του δικού του παιδιού να εκμαυλίζεται σε ένα υπαίθριο πάρκινγκ, κραυγάζοντας ήχους που δεν θυμίζουν ελληνικά. Ο Έλληνας έφηβος δεν εκτονώνεται κυνηγώντας αλλοδαπούς που θα μπορούσαν να είναι συμπαίκτες του σε ένα γήπεδο, και ας πανηγύριζαν μετά ο καθένας με τις δικές του θριαμβευτικές λέξεις για μια κοινή νίκη. Τα Eλληνόπουλα δεν χαμογελάνε βλέποντας τους μεγάλους γύρω τους να παραδίνονται σε ένα σχιζοφρενικό παραλήρημα, δείχνοντάς τους ζωντανά τι κόσμος τα περιμένει αύριο. Ο μέσος Έλληνας δεν τρέφεται με αίμα. Έχει αξίες, αρχές και σεβασμό για την ανθρώπινη ζωή. Πιστεύει στη δικαιοσύνη.
Στην πλειοψηφία του, ο μέσος Έλληνας δεν είναι αυτός που νομιμοποίησε την παρανομία. Δεν είναι αυτός που ανέτρεψε τα αυτονόητα. Δεν είναι αυτός που έχει σαν όραμα την όποια κοινωνική ή πολιτική εξυγίανση διά μέσου φόνων και βασανιστηρίων γιατί γνωρίζει πως η βία δεν είναι ανεπάγγελτη και πως γεννά Ιστορία. Δεν είναι αυτός που καταφεύγει σε ιδεολογίες και πράξεις φρίκης πρεσβεύοντας το όποιο δίκαιο. Εκπροσωπεί ένα λαό που έχει υποφέρει από όλα αυτά.
Η κατάσταση έφτασε στο απροχώρητο εξαιτίας της ευπιστίας, της εσφαλμένης αντίληψης περί εκδίκησης, της αναποφασιστικότητας και της άγνοιας κάποιων ανθρώπων που χρησιμοποίησαν τα δικαιώματά τους με λάθος τρόπο, παρεξηγώντας τα νοήματα και φέρνοντας στο απυρόβλητο της δικαιοσύνης τους επαγγελματίες δολοφόνους της εποχής. Ο μέσος Έλληνας όμως, στο σύνολό του, δεν σκέφτεται έτσι. Τον θίγουν όσα συμβαίνουν γύρω του, τον ενοχλούν και τον απογοητεύουν και αυτό είναι σαφές. Μπροστά σε κάθε σκηνή θηριωδίας που προβάλλεται στην τηλεόραση ή συμβαίνει στο απέναντι πεζοδρόμιο, ο μέσος Έλληνας νιώθει φρίκη. Θέλει να σπεύσει για βοήθεια και όχι να αποτελειώσει με κλοτσιές το δύστυχο θύμα. Ο θάνατος δεν είναι λύση στα προβλήματα ενός λαού που οφείλουν να λυθούν με εντελώς διαφορετικό τρόπο. Ο μέσος Έλληνας γνωρίζει καλά πως αν επιτρέψει στην τυφλή βία να εξαπλωθεί, μετά τους μετανάστες και τις όποιες μειονότητες, θα έρθει αναμφίβολα και η δική του σειρά.
Αυτός ο Έλληνας είναι που στις 17 Ιουνίου θα αποδείξει ποιος πραγματικά είναι: εκείνος που δεν θα διστάσει να ορθώσει ανάστημα και να πει ένα τρανταχτό και σίγουρο «όχι» στον καιάδα των αξιών, των ανθρώπινων δικαιωμάτων και της αδιαπραγμάτευτης προσωπικής του τιμής.
Είναι εύκολο να υποστηρίζει κάποιος πως εξολοθρεύοντας ομάδες αδυνάμων μπορεί να πάρει εκδίκηση για την κατάντια της χώρας του, όπως εύκολη είναι σε κάθε περίπτωση η μετατόπιση ευθυνών σε τρίτους. Η θρασυδειλία αυτής της πράξης δεν μπορεί, όμως, να παραπλανήσει για πολύ. Όταν η παραφροσύνη καταντά υπόθεση ρουτίνας, ο άνθρωπος έρχεται αντιμέτωπος με τη στοιχειώδη λογική και οι αυτονόητες άμυνές του θεριεύουν. Όταν οι ταινίες τρόμου μεταφέρονται στο δρόμο και αρχίζουν να γίνονται πραγματική ζωή, τότε προκαλούν την αγανάκτηση και την αντίδραση της κοινωνίας. Πέφτουν σε τοίχο. Εισπράττουν δυσαρέσκεια. Και είναι βέβαιο πως -αργά ή γρήγορα- αυτή η αντίδραση καθίσταται σαφής και παίρνει το πάνω χέρι.
Ο μέσος Έλληνας μπορεί να είναι πολλά, ανθρωποφάγος όμως δεν είναι. Δεν βρίσκει διασκεδαστικό τον ήχο της σιδερογροθιάς ή του σουγιά την ώρα που βυθίζεται σε ένα ανθρώπινο στομάχι. Δεν ανακουφίζεται στη θέα του αίματος που ρέει στην άσφαλτο δίπλα από ένα άψυχο κατακρεουργημένο κορμί. Δεν νιώθει περήφανος αντικρίζοντας εικόνες φρικωδίας όπου ένα ένδοξο σπαθί διαπερνά το σώμα ενός ανθρώπου την ώρα που προσπαθεί να κρατηθεί στη ζωή τρώγοντας ένα σουβλάκι. Δεν αγαλλιάζει όταν ακούει τις κραυγές πόνου ενός περαστικού που τρέχει αιμόφυρτος να σωθεί σέρνοντας πίσω του ένα σπασμένο πόδι. Δεν νιώθει περηφάνια όταν δίπλα του παρελαύνουν ορδές τεράτων με καλυμμένα πρόσωπα που γεμίζουν τον αέρα που ανασαίνει με πολεμικές ιαχές, απέχθεια και τρόμο. Δεν ικανοποιείται ούτε δικαιώνεται στη θέα επαγγελματιών δολοφόνων, σχιζοφρενών διωκτών μιας φανταστικής ενοχής και αδίστακτων χασάπηδων των δρόμων. Ο μέσος Έλληνας θαυμάζει και σέβεται άλλου είδους αντάρτικα και όχι το μαύρο αντάρτικο των κρανοφόρων που χτυπάνε στα τυφλά άοπλους, ανθρώπους σε ομηρία.
Η Ελληνίδα μάνα δεν χαίρεται στο άκουσμα ενός χτυπημένου ανθρώπου που καλεί τη μάνα του σε μια ξένη γλώσσα. Ο Έλληνας πατέρας δεν ικανοποιείται βλέποντας ένα μελαμψό κορίτσι στην ηλικία του δικού του παιδιού να εκμαυλίζεται σε ένα υπαίθριο πάρκινγκ, κραυγάζοντας ήχους που δεν θυμίζουν ελληνικά. Ο Έλληνας έφηβος δεν εκτονώνεται κυνηγώντας αλλοδαπούς που θα μπορούσαν να είναι συμπαίκτες του σε ένα γήπεδο, και ας πανηγύριζαν μετά ο καθένας με τις δικές του θριαμβευτικές λέξεις για μια κοινή νίκη. Τα Eλληνόπουλα δεν χαμογελάνε βλέποντας τους μεγάλους γύρω τους να παραδίνονται σε ένα σχιζοφρενικό παραλήρημα, δείχνοντάς τους ζωντανά τι κόσμος τα περιμένει αύριο. Ο μέσος Έλληνας δεν τρέφεται με αίμα. Έχει αξίες, αρχές και σεβασμό για την ανθρώπινη ζωή. Πιστεύει στη δικαιοσύνη.
Στην πλειοψηφία του, ο μέσος Έλληνας δεν είναι αυτός που νομιμοποίησε την παρανομία. Δεν είναι αυτός που ανέτρεψε τα αυτονόητα. Δεν είναι αυτός που έχει σαν όραμα την όποια κοινωνική ή πολιτική εξυγίανση διά μέσου φόνων και βασανιστηρίων γιατί γνωρίζει πως η βία δεν είναι ανεπάγγελτη και πως γεννά Ιστορία. Δεν είναι αυτός που καταφεύγει σε ιδεολογίες και πράξεις φρίκης πρεσβεύοντας το όποιο δίκαιο. Εκπροσωπεί ένα λαό που έχει υποφέρει από όλα αυτά.
Η κατάσταση έφτασε στο απροχώρητο εξαιτίας της ευπιστίας, της εσφαλμένης αντίληψης περί εκδίκησης, της αναποφασιστικότητας και της άγνοιας κάποιων ανθρώπων που χρησιμοποίησαν τα δικαιώματά τους με λάθος τρόπο, παρεξηγώντας τα νοήματα και φέρνοντας στο απυρόβλητο της δικαιοσύνης τους επαγγελματίες δολοφόνους της εποχής. Ο μέσος Έλληνας όμως, στο σύνολό του, δεν σκέφτεται έτσι. Τον θίγουν όσα συμβαίνουν γύρω του, τον ενοχλούν και τον απογοητεύουν και αυτό είναι σαφές. Μπροστά σε κάθε σκηνή θηριωδίας που προβάλλεται στην τηλεόραση ή συμβαίνει στο απέναντι πεζοδρόμιο, ο μέσος Έλληνας νιώθει φρίκη. Θέλει να σπεύσει για βοήθεια και όχι να αποτελειώσει με κλοτσιές το δύστυχο θύμα. Ο θάνατος δεν είναι λύση στα προβλήματα ενός λαού που οφείλουν να λυθούν με εντελώς διαφορετικό τρόπο. Ο μέσος Έλληνας γνωρίζει καλά πως αν επιτρέψει στην τυφλή βία να εξαπλωθεί, μετά τους μετανάστες και τις όποιες μειονότητες, θα έρθει αναμφίβολα και η δική του σειρά.
Αυτός ο Έλληνας είναι που στις 17 Ιουνίου θα αποδείξει ποιος πραγματικά είναι: εκείνος που δεν θα διστάσει να ορθώσει ανάστημα και να πει ένα τρανταχτό και σίγουρο «όχι» στον καιάδα των αξιών, των ανθρώπινων δικαιωμάτων και της αδιαπραγμάτευτης προσωπικής του τιμής.
* Η Μαρία Πετρίτση είναι συγγραφέας
Σχόλια