Με καταγωγή από την Κρήτη και σπουδές στην ΑΣΚΤ, ο εμβληματικός σκηνοθέτης του περίφημου «Δράκου» (1956) Νίκος Κούνδουρος (1926-2017) υπήρξε ενεργό μέλος του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, πολέμησε στα Δεκεμβριανά -στο λόχο σπουδαστών «Λόρδος Βύρων»- και έζησε την μεταπολεμική πίκρα του εμφυλίου, πριν εκτοπιστεί στο κολαστήριο της Μακρονήσου. Στην ταινία του «Μπάυρον, η μπαλάντα ενός δαιμονισμένου» (1992), μια αγγλόφωνη διεθνή συμπαραγωγή με Ρώσους ηθοποιούς, καταθέτει το δικό του όραμα για τον σπουδαίο Άγγλο ποιητή, γνήσιο εκπρόσωπο του ρομαντισμού και αρχέτυπο ρομαντικού επαναστάτη Λόρδο Μπάυρον (1788-1824) και αποσπά πολλά βραβεία, ανάμεσά τους και φωτογραφίας, χάρη στην εμπνευσμένη χρήση μαύρων καπνογόνων του ρώσικου στρατού από τον Νίκο Καβουκίδη, προκειμένου να δαμάσει τον ήλιο, δημιουργώντας την απαραίτητη χαρακτηριστική ομίχλη του Μεσολογγίου. Τα γυρίσματα έγιναν στην Κριμαία, κατά την περίοδο της πτώσης της ΕΣΣΔ, ενώ για το στήσιμο της πολιτείας του Μεσολογγίου, ο Κούνδουρος επέλεξε τη Γιάλτα, περιοχή φορτισμένη ιστορικά με την περίφημη Διάσκεψη για το μοίρασμα του κόσμου, το 1945, από τη νικηφόρα τριανδρία του Β΄ Π.Π.
Μακριά από τις ένδοξες επικές ταινίες «της φουστανέλας», του εμπορικού ελληνικού κινηματογράφου, με τους πομπώδεις υπερ-ήρωες του 1821, ο θρυλικός Λόρδος Μπάυρον του Κούνδουρου, τραγικός αντι-ήρωας σε υπαρξιακό τέλμα, οδεύει σε άδοξο θάνατο, περιμένοντας μια επανάσταση που δεν διαφαίνεται.
Αναζητώντας την ηλιόλουστη Ελλάδα των ονείρων του, ο Λόρδος Μπάυρον (Μάνος Βακούσης/βραβείο Α΄ανδρικού ρόλου), φτάνει στο Μεσολόγγι το 1824, μαζί με ένα σεντούκι με χρυσό, για τη στήριξη της επανάστασης και μια κουστωδία πιστών συντρόφων, τον βοηθό του Φλέτσερ (Βασίλης Λάγγος), τον Ιταλό καρμπονάρο φίλο Πιέτρο (Άκης Σακελαρίου) και τον μελαχρινό έφηβο Έλληνα Λουκά (Φαρχάντ Μαχμούντοβ). Σύντομα απογοητεύεται με τη γενική ανοργανωσιά και αντιλαμβάνεται πως είναι «Στρατηγός χωρίς στρατό», ενώ την παρακμιακή ατμόσφαιρα σιγοντάρει και ο υγρός καιρός. Πυκνή ομίχλη και καταρρακτώδεις βροχές βυθίζουν στις λάσπες τα πάντα. Ο Μπάυρον που λαχταράει να πολεμήσει για την ελευθερία των Ελλήνων, υποφέρει από πονοκεφάλους, βήχει ακατάπαυστα και διολισθαίνει στην τρέλα. Χαμένος σε παραισθήσεις, στοιχειώνεται από την οπτασία της πεντάμορφης ετεροθαλούς αδερφής του Ογκάστα (Βέρα Σοτνίκοβα). Με την αγωνία θανάτου στο βλέμμα, παραγγέλλει να τον «θάψουν σε μια γωνιά, χωρίς φανφάρες», ενώ μονολογεί πως «δε θα προλάβει τη μεγάλη παγκόσμια επανάσταση».
Παρακάμπτοντας την ιστορική ορθότητα, ο Κούνδουρος επικεντρώνεται στην κάθοδο του φιλέλληνα ποιητή προς την Κόλαση, δίνοντας έμφαση στην ανθρώπινη διάστασή του –όπως και στον πρωταγωνιστικό χαρακτήρα στο «Δράκο»‒ ακολουθώντας τη συγκρουσιακή σχέση Ιστορίας-ατόμου, άξονας που διατρέχει τις ταινίες του, ήδη από τους απαγορευμένους για χρόνια «Παράνομους» (1958).
Μακριά από την νεοκλασικιστική εξιδανίκευση του πίνακα «Η υποδοχή του Λόρδου Βύρωνα στο Μεσολόγγι» (1861), του Έλληνα ζωγράφου και θεμελιωτή της Σχολής του Μονάχου Θεόδωρου Βρυζάκη, ο Κούνδουρος βαστά τη φιγούρα του ποιητή τυλιγμένη με χιτώνα, ενώ η κίνησή του να τυλίγεται με κάπα παραπέμπει περισσότερο στην εξπρεσιονιστική φιγούρα του αγάλματος του Μπαλζάκ (1892-1897), του Ροντέν. Ο Μπάυρον παρουσιάζεται εξαρχής συνοφρυωμένος, δίπλα σε άσπρο άλογο, που συνυπάρχει ως εικαστική φιγούρα, δίχως να απεικονίζεται ως αντρειωμένος έφιππος, θυμίζοντας τις «Μικρές Αφροδίτες» (1963), αλλά και τα χαρακτικά της Μεσολογγίτισσας Βάσως Κατράκη. Δεινός στην ανάδειξη φυσιογνωμιών, ο Κούνδουρος επέλεξε ως πρωταγωνιστή έναν γνήσιο ηθοποιό, με δαιμόνιο βλέμμα, ώστε να αποφευχθεί η παγίδευση του θεατή στην εικόνα του Μπάυρον, ωθώντας τον να επικεντρωθεί στο πνεύμα και στην ψυχή ενός ετοιμοθάνατου επαναστάτη. Μέσα από το όραμα της δικής του γενιάς της χαμένης επανάστασης, σκιαγραφείται η φλογερή ψυχή ενός ασυμβίβαστου ποιητή στο πάθος του έρωτα και στη φωτιά της επανάστασης.
Βρεγμένος ως το κόκκαλο ή μουσκεμένος από πυρετό, ο Μπάυρον τρέμει και παραμιλάει σε υπερένταση, ενώ ξεχωρίζουν οι εκλεπτυσμένες κινήσεις του, καθώς βάζει χρυσοκέντητη ρόμπα ή καταστρώνει στρατηγικό σχέδιο επίθεσης. Το άγγιγμά του στον ώμο των άλλων, σύμβολο συντροφικότητας, παραπέμπει και στο «Αλονζανφάν» (1979/αδερφοί Ταβιάνι), όπου αποτυπώνεται εξίσου η ήττα των επαναστατικών ομάδων της εποχής και η συντριβή της ουτοπίας.
Ο Μπάυρον του Κούνδουρου, ως άλλος «Δαντών» (1983/Αντρέι Βάιντα), ρητορεύει ακατάπαυστα, με λόγια υπαρξιακής αγωνίας, τρέμοντας από ρίγη στο όραμα της επανάστασης, «τη μεγαλύτερη από όλες τις πλάνες», που μοιάζει να τον συνθλίβει. Τραγικός σαιξπηρικός ήρωας σε υπερδιέγερση, μετακινείται διαρκώς στο χώρο, ενώ στα όρια ναρκισσισμού καθρεφτίζεται σαρκάζοντας το «σάπιο πόδι του και ένα κορμί, φυλακή της ψυχής, που τον εγκαταλείπει μέρα με τη μέρα». Φοράει την αρχαία ομηρική περικεφαλαία του, όπως έχει απαθανατιστεί σε γνωστή γκραβούρα εποχής. Είναι γνωστό ότι και ο Κολοκοτρώνης φορούσε περικεφαλαία τότε, επηρεασμένος από τη μυθική προσωπικότητα του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Η φιγούρα του Μπάυρον εδώ συνδιαλέγεται και με τον «Μεγαλέξανδρο» (1980/Θ.Αγγελόπουλος), παρά τη διαφορετική προσέγγιση μπρεχτικής αποστασιοποίησης. Η αγγελοπουλική φιγούρα του μυθικού κατακτητή απεικονίζεται στον αντίποδα του Μπάυρον, αμίλητη και στατική, καθώς πραγματεύεται μια αλληγορία της εξουσίας, αμφισβητώντας το ριζοσπαστικό δογματισμό και κατ’ επέκταση το όραμα του σοσιαλισμού του 19ου αιώνα, που συντρίβεται στον 20ο αιώνα, πτυχή της ήττας που σχολιάζεται έμμεσα και στον Κούνδουρο. Συγγένειες όμως χαράσσονται και με την ελληνοκεντρική αποτύπωση σε λαογραφικές στολές και παραδοσιακές μουσικές με νταούλι και ζουρνά. Οι Έλληνες στον «Μπάυρον» απεικονίζονται με φουστανέλες και προβιές, εντείνοντας πρωτογονισμό και βουκολικό χαρακτήρα, ενίοτε με γραφικές φυσιογνωμίες που θυμίζουν βουβές ταινίες του Ντοβζένκο. Εξαιρετική και η τελετουργική σκηνή χορού, υπό ήχους κλαρίνου, ανάμεσα στον Λουκά που κρατά δρεπάνι, αντικριστά με τον Λοχαγό Βάγια (Ηλίας Τσέχος), που βαστά μαχαίρι, σε μια αναπαράσταση φονικού, σκηνή που ανακαλεί το συμβολισμό του χορού στο «Δράκο».
Ο ίδιος ο σκηνοθέτης ισχυριζόταν πως επέλεξε την αφήγηση της σιωπής, δημιούργημα του Ντράγιερ, του Μουρνάου και των πρώτων σκηνοθετών του βωβού κινηματογράφου, αναπτύσσοντας πλάνα με έκδηλη θεατρικότητα που οφείλονται στη ζωγραφική κουλτούρα του. Παρότι έγχρωμη, η ταινία «Μπάυρον» παρουσιάζεται σχεδόν σαν ασπρόμαυρη. Στον «Μπάυρον», εντυπωσιάζουν τα προσεγμένα σκηνικά, αλλά και οι εικαστικές σκηνές. Στο κάδρο που αποτυπώνει τον χλωμό σαν φάντασμα ποιητή, πίσω από τον Φλέτσερ και τον νεαρό Λουκά, αναδύεται περιρρέουσα ερωτική έλξη, ενώ κοιτά τον φακό, σαν να κοιτάει κατάματα το τέλος του. Η τεταμένη σχέση εξάρτησης-μίσους του Μπάιρον με τον Φλέτσερ ανακαλεί και τον «Υπηρέτη» (1963/ Τζόζεφ Λόουζι), αφήνοντας υπόνοιες για την ομοφυλοφιλική υπόσταση του φιλήδονου ποιητή. Αναφορά στην απαγορευμένη σχέση αγάπης-μίσους με την αδερφή του Ογκάστα συντελείται πότε με αποσπάσματα, εκτός κάδρου, της αλληλογραφίας τους, πότε μέσα από οπτικοποιημένες παραισθήσεις που ξετυλίγουν τη διττή πλευρά του Μπάυρον, με τον Κούνδουρο να παίζει με τη ματαιότητα και το μακάβριο, πλάι στον άκρατο ερωτισμό. Η πρώτη ανάμνηση ως παραίσθηση εισάγεται με βιολί, καθώς μπαίνει ένα κόλεϊ, πριν εμφανιστεί κόντρα φως η κομψή φιγούρα της Ογκάστα, οπτασία από παραμύθι του Πούσκιν, με γούνινο καπέλο. Ο Μπάιρον σε ξύλινο θρόνο, με την Ογκάστα ανάμεσα σε πέτρινες σκαλιστές κολώνες γοτθικής αισθητικής, ανακαλεί τον σαιξπηρικό Άμλετ, μεταξύ ηδονής και θανάτου.
Στη μουσική των τίτλων αρχής, το απόσπασμα της «Συμφωνίας αρ.1» του Βασίλι Καλίννικοφ, που πέθανε στην Γιάλτα, συνδέει την περιοχή των γυρισμάτων με την εποχή του Μπάυρον. Ο ποιητής εισάγεται μέσα από την πυκνή ομίχλη, με το άκουσμα παραδοσιακού σκοπού από γκάιντα, ως αναγνωριστικό των Αγγλικών δυνάμεων. Αργότερα, ως ένδειξη της καλλιεργημένης παρουσίας ξένων αξιωματούχων, ερμηνεύεται ζωντανά το περίφημο «Μινουέτο» του Μποκερίνι. Η μουσική για την ταινία του Γιάννη Μαρκόπουλου περιορίζεται σε μικρές μελωδίες από σόλο όργανα, βιολί, κλαρινέτο, κιθάρα, πιάνο, υπογραμμίζοντας στιγμές μοναξιάς και νοσταλγίας του ποιητή. Στο τέλος δεσπόζει μια μεσαιωνικής έμπνευσης σύνθεση, ενώ αναγράφεται το ρητό του Μπάυρον «Ακόμα και αν έζησα εις μάτην, κάτι εντός μου θα υπερβεί τον χρόνο. Κι ένα δάκρυ θα κρατώ για σε, Ελλάδα».
* Η Ιφιγένεια Καλαντζή είναι θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου,
[email protected]
INFO
Το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Ολυμπίας παρουσιάζει το αφιέρωμα «Ροβήρος Μανθούλης, μια τρίτη ματιά» (27/3-11/4/2021), σε επιμέλεια του Ν. Θεοδοσίου, με δωρεάν διαδικτυακές προβολές ταινιών και ντοκιμαντέρ στην ψηφιακή πλατφόρμα https://online.olympiafestival.gr/ , παρουσίαση ανέκδοτων ντοκουμέντων και επανέκδοση δυο δυσεύρετων βιβλίων του, αλλά και μια συζήτηση που θα μεταδοθεί διαδικτυακά ζωντανά στις 3/4/2021 στις 6 μ.μ.