Της Ιφιγένειας Καλαντζή*
Την κινηματογραφική απεικόνιση της ένδοξης ιδέας του Αμερικανικού Εμφύλιου εξέφραζαν, μέχρι τον Μεσοπόλεμο, ταινίες όπως το ρομαντικό Όσα Παίρνει ο Ανέμος/1939. Αντίθετα, η ταινία με τον απλουστευμένο ελληνικό τίτλο Ο Επαναστάτης, του Γκάρι Ρος, βασισμένη στην ιστορία ενός υπαρκτού προσώπου, του αγρότη Νιούτον Νάιτ, αντιμετωπίζεται με σύγχρονη σκηνοθετική αντίληψη μυθοπλαστικού ρεαλισμού, σε μια επαναπροσέγγιση του αμερικανικού εμφυλίου.
Ικανός στρατιώτης των Νοτίων στην πρώτη γραμμή και έμπειρος νοσοκόμος, ο Νιούτον Νάιτ (Μάθιου ΜακΚόναχι) παρατάει το πεδίο της μάχης για να παραδώσει τη σωρό του αμούστακου ανιψιού του στην οικογένειά του, στο Μισισιπί. Εξαγριωμένος από την εξαθλίωση των αγροτών στα μετόπισθεν, λόγω της αναγκαστικής με νόμο λεηλασίας τους, για τις ανάγκες του πολέμου, αποφασίζει να παραμείνει εκεί, για να τους στηρίξει. Επικηρυγμένος ως λιποτάκτης, καταφεύγει στους βάλτους του Μισισιπί, με τη βοήθεια μιας Κρεολής υπηρέτριας, που την ερωτεύεται. Εκεί συναντά άλλους λιποτάκτες και δραπέτες σκλάβους, με τους οποίους οργανώνει ένοπλη αντίσταση, με οδοφράγματα στις πόλεις, κατά τα πρότυπα της Παρισινής Κομμούνας. Η κήρυξη ως ανεξάρτητου Ελεύθερου Κράτους της κομητείας Τζόουνς, εξού και ο πρωτότυπος τίτλος Free State of Jones, βασίζεται στη μεικτή κοινότητα λευκών και μαύρων, που υπερασπίζουν με όπλα την περιουσία τους. Ως άλλος Ρομπέν των Δασών, ο Νιούτον Νάιτ μοιράζει ό,τι αρπάζει σε όσους έχουν ανάγκη.
Η συναρπαστική αφήγηση της ηρωικής μορφής του Νιούτον, που αγωνίζεται πεισματικά ενάντια στις φυλετικές διακρίσεις και μετά το τέλος του πολέμου, με τους αγώνες για δικαίωμα ψήφου στους μαύρους, με αναφορές και στην Κου-Κλουξ-Κλαν, συμπληρώνεται με μελλοντικές σκηνές, στη δεκαετία του ’50, με τους μιγάδες απογόνους του να διεκδικούν στο δικαστήριο, 85 χρόνια μετά, το απαγορευμένο ακόμη δικαίωμα μεικτών γάμων.
Η κατάπτυστη έννοια του λιποτάκτη, σε σύγκρουση με την έννοια του πατριώτη, στις χολιγουντιανές ταινίες, εδώ συγχέεται με τα ιδανικά ενός επαναστάτη. Σε ένα συνονθύλευμα παλιών και σύγχρονων εννοιών, με ρεπουμπλικάνικη οπτική, μπλέκονται σκόπιμα ο αγώνας κατά των διακρίσεων με τις έννοιες της ελευθερίας και της δημοκρατίας. Στο πορτρέτο του ήρωα συμπυκνώνονται τα συνταγματικά κατοχυρωμένα αμερικανικά πατριωτικά ιδεώδη για ελευθερία, φυλετική ισότητα, οπλοχρησία και οπλοκατοχή για την υπεράσπιση της ιδιοκτησίας, με πρότυπο Αμερικανού πολίτη τον αυτόνομο ανεξάρτητο αγρότη.
Θέτοντας ενδιαφέροντα ζητήματα στο προσκήνιο, η ταινία καταφέρνει να αποστασιοποιηθεί από την αντιπαράθεση Νοτίων-Βορείων του Αμερικανικού Εμφύλιου, όπου συγκρούστηκαν το παλιό δουλοκτητικό σύστημα των μεγαλογαιοκτημόνων του Νότου, με τον νεοσύστατο καπιταλιστικό εκβιομηχανισμό του Βορρά, που αντλούσε φθηνό προλεταριάτο από τους μαύρους του Νότου.
Στο πρόσωπο του πρωταγωνιστή προβάλλονται οι αγώνες για την κατάργηση της δουλείας και το δικαίωμα ψήφου των μαύρων, μετά τη Διακήρυξη της Χειραφέτησης του Λίνκολν, που για άλλη μια φορά παρουσιάζεται άσπιλος, φτάνοντας μέχρι και την εποχή του ’50. Η αντιηρωική αίσθηση ματαιότητας, με έντονη «μυρωδιά» θανάτου, στις ευρωπαϊκές κυρίως παραγωγές για τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, βρίσκει ανάλογο στις αμερικανικές παραγωγές, για την εποχή του Αμερικανικού εμφυλίου. Τα αρχικά πλάνα της εκτεταμένης συμφοράς από τον εμφύλιο, με εξαθλιωμένους στρατιώτες στα χαρακώματα και σφαγιασμένους τραυματίες που χαροπαλεύουν, φέρνουν στο νου το αντιπολεμικό κλίμα του πασιφιστικού Χορεύοντας με τους Λύκους/1990, δίχως ωστόσο την παραμικρή αναφορά στο ζήτημα των αυτοχθόνων ινδιάνων.
Η διαδεδομένη σύγχρονη ρεαλιστική σκηνοθετική αντίληψη τυλίγει το ιστορικό εγχείρημα με μεγαλύτερη αληθοφάνεια, με κουνημένη κάμερα και σωστή αποτύπωση της εποχής τόσο στα σκηνικά, όσο και στα βρώμικα ρούχα και νύχια και στα λασπωμένα χαρακώματα, σε γενικά πλάνα από ψηλά, με εστιάσεις στα βλέμματα τρόμου. Το κλίμα συμπληρώνει η διακριτική χρήση πρωτότυπης μουσικής εγχόρδων φυσικής ακουστικής, σε λιτή ενορχήστρωση, με βιολί και κιθάρα σε μελαγχολικές μελωδίες αλλοτινής εποχής. Οι φολκ μελωδίες ιρλανδικής παράδοσης αποδίδουν τον Βαθύ Νότο, ανάγοντας πειστικότερα τα μυθοπλαστικά συμπεράσματα σε αληθινά τεκταινόμενα. Διαχωρισμένη σε άτυπα κεφάλαια, με τις αναγραφόμενες χρονολογίες, η ταινία χρησιμοποιεί και σπάνιες αληθινές φωτογραφίες από τον αμερικάνικο εμφύλιο, με νεκρούς στα πεδία των μαχών. Τη μεγάλη διάρκεια σώζει η αξιόλογη ερμηνεία του Μάθιου ΜακΚόναχι.
Μετά τον Λίνκολν/2012 του Σπίλμπεργκ, που τον εγκωμιάζει ως εθνάρχη και υπέρμαχο(!) της κατάργησης της δουλείας αλλά και το υπερεκτιμημένο οσκαρικό 12 Χρόνια Σκλάβος/2013 του Άγγλου Στιβ ΜακΚουίν, επί προεδρίας του Αφροαμερικανού Ομπάμα σφραγίζεται η νέα ιστορική γραμμή του Χόλιγουντ, γύρω από την εποχή του Αμερικανικού Εμφυλίου και τα πολιτικά δικαιώματα των μαύρων, σε μια σημερινή α-ταξική ανάγνωση, χωρίς καμία αναφορά στην επίδραση των αρχών του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού και της Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου της Γαλλικής Επανάστασης, που κατάργησε την αριστοκρατία, σε αντίθεση με το ανατρεπτικό πνεύμα και τους ευφυείς χιουμοριστικούς χειρισμούς του Ταραντίνο, στο απολαυστικό Τζάνγκο, ο τιμωρός/2012, ύμνο στα σπαγγέτι γουέστερν, που μέσα από το φετιχισμό ενός σινεφιλικού παροξυσμού καταφέρνει να καλύψει ευρύτερη γκάμα πολιτικών ζητημάτων, χλευάζοντας τη λαμπερή ιδέα του αμερικάνικου έθνους.
* Η Ιφιγένεια Καλαντζή, είναι θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου
Ifigenia.kalantzi@gmail.com