Με το φετινό έργο Ποίηση χωρίς τέλος ολοκληρώνει το βιογραφικό κινηματογραφικό του δίπτυχο

Της Ιφιγένειας Καλαντζή

 

hodorofskiΠολυσχιδής καλλιτέχνης ο 88χρονος σήμερα Χιλιανός σουρεαλιστής Αλεχάνδρο Χοδορόφσκι έχει υπάρξει ποιητής, μίμος, μαριονετίστας, κλόουν, αλλά και σεναριογράφος γνωστών κόμικς, όπως οι Μεταβαρώνοι, ενώ έχει αποσιωπηθεί ότι τα περίφημα φωτόσπαθα στον Πόλεμο των ΄Αστρων (1977) ήταν δικής του έμπνευσης, από το 1974, για μια φιλόδοξη υπερπαραγωγή επιστημονικής φαντασίας, που δεν πραγματοποιήθηκε.

Στο «ψυχομαγικό» όπως το χαρακτηρίζει σινεμά του, ανάμεσα στο σπλάτερ γκροτέσκο και στο μυστικισμό, οι ταινίες του διακατέχονται από τη μπαρόκ ψυχεδέλεια του ’70, με το αριστουργηματικό Santa Sangre/1989, να αναδεικνύει ψυχαναλυτικά μέσα από συμβολισμούς λατινοαμερικάνικου θρησκευτικού φανατισμού το αδιέξοδο ενός ήρωα-δολοφόνου. Μετά από πολύχρονη απουσία, επέστρεψε με ένα βιογραφικό κινηματογραφικό δίπτυχο, τον Χορό της Πραγματικότητας/2013, για την οδύσσεια του αυταρχικού και κυνηγημένου κομμουνιστή πατέρα του, που ολοκληρώνεται με το φετινό Ποίηση χωρίς τέλος, για τα νεανικά βήματα της στροφής του στο σουρεαλισμό, το ρηξικέλευθο ευρωπαϊκό κίνημα του 1920, χαοτικό σχόλιο ενάντια στην υποκρισία της μπουρζουαζίας και της θρησκείας, που αποθέωσε τη φαντασία στη ζωγραφική και στη λογοτεχνία και προσέγγισε απεικονιστικά το νεότευκτο φροϋδικό υποσυνείδητο. Στο σινεμά, την κατεξοχήν τέχνη που επιτρέπει πειραματισμούς αιχμαλωτίζοντας τον αληθινό κόσμο με ονειρικό τρόπο, ο σουρεαλισμός αναπτύχθηκε με χρήση συμβολισμών για το παράλογο, συχνά συγκαλύπτοντας πολιτικούς στοχασμούς, ιδίως στα λατινοαμερικάνικα ολοκληρωτικά καθεστώτα.

Μέσα από πολυποίκιλες όψεις του θεάματος, κουκλοθέατρο, παντομίμα, καμπαρέ και λυρική ερμηνεία, ο Χοδορόφσκι επιχειρεί να αφηγηθεί βιογραφικά του στιγμιότυπα. Στα χνάρια του πρωτότυπου σουρεαλιστικού σινεμά του Φεντερίκο Φελίνι, όπου επανεπινοούνται αυτοβιογραφικά στοιχεία και εμμονές, με νοσταλγικές αναφορές στην παιδική ηλικία, μέσα από το μαγικό κόσμο του τσίρκου, με την ψυχαναλυτική διάσταση των ονείρων και καρικατουρίστικους χαρακτήρες, ο Χοδορόφσκι μας ξεναγεί στη γενέτειρά του, αναπολώντας τη μαγεία της παιδικής ηλικίας. Πάνω στο μώβ καραβάκι του Αχέροντα, ο σκηνοθέτης απαθανατίζει μαγικά τον ηλικιωμένο πλέον εαυτό του, πίσω από τον μικρό Αλεχανδρίτο, τον νεαρό εαυτό του στην προηγούμενη ταινία, ενώ οι παιδικές αναμνήσεις, που έκαναν την παιδική γειτονιά  να φαντάζει παραμυθένια, με παλ χρωματισμούς ζαχαρωτών, χάνονται στην Ποίηση χωρίς τέλος, όταν ο ήρωας μεγαλώνει, με τις προσόψεις του δρόμου και το μαγαζί των γονιών του να απεικονίζονται μέσα από κολλημένες ασπρόμαυρες φωτοτυπίες σαν ταπετσαρία. Επιμένοντας να γίνει ποιητής, σε πείσμα του βάναυσου πατέρα που τον θέλει γιατρό, ο ήρωας απομακρύνεται από την εβραϊκή οικογένειά του, βρίσκοντας καταφύγιο στο γεμάτο κλόουν και νάνους σπίτι μιας γλύπτριας, εκκολαπτήριο καλλιτεχνικής αβάν γκαρντ και ανδρώνεται στον μποέμ περίγυρο του Σαντιάγκο, τέλη του ’40, ανακαλύπτοντας τους εγχώριους σουρεαλιστές, σε ρήξη με την ποίηση του Νερούδα, που οργανώνουν ντανταϊστικά δρώμενα, επιχειρώντας να διασχίσουν την πόλη σε ευθεία, δρασκελίζοντας κάθε εμπόδιο. Στο καλλιτεχνικό στέκι Ίρις, ο 20χρονος Αλεχάνδρο γνωρίζει και ερωτεύεται την φλογερή ποιήτρια Στέλλα Ντίαζ, μια πληθωρική θηλυκή παρουσία, με κατακκόκινα μαλλιά και πρώιμη πανκ αμφίεση, με την αισθησιακή σοπράνο Πάμελα Φλόρες στο ρόλο, που ενσαρκώνει καθόλου τυχαία και τη μητέρα του.

Ως άλλος Φελίνι, ο Χοδορόφσκι χρησιμοποιεί αισθησιακές ογκώδεις γυναικείες σιλουέτες, κόντρα στα καθιερωμένα πρότυπα, ενώ η ξαπλωμένη Στέλλα που κοιτιέται φιλήδονα γυμνή στον καθρέφτη, με τα ζουμερά της οπίσθια σε πρώτο πλάνο, ανακαλεί την αναγεννησιακή εικονογραφία με τις Αφροδίτες. Ανάμεσα στην ένταση των βιωματικών αναμνήσεων και στο φανταστικό, ο σκηνοθέτης μαριονετίστας κατασκευάζει πρόσωπα στις κούκλες, ίδια με των ηθοποιών. Οι εκτός κάδρου στίχοι, σοφά αποφθέγματα του ποιητή, προχωράνε χρονολογικά την ποιητική αφηγηματική ροή, μέχρι την κατάληψη εξουσίας από τον δικτάτορα Ιμπάνιεθ, λίγο πριν ο ήρωας αναχωρήσει για το Παρίσι, αρχές του ’50.

Η κωμική διάσταση της ομιλίας της μητέρας, με φωνή λυρικής αοιδού, εμποτίζει και τη νέα ταινία με οπερετική μελοδραματικότητα, δημιουργώντας μαζί με τις αλλόκοτες φυσιογνωμίες και τους αντιθετικούς χρωματισμούς, σε σκηνογραφικές λεπτομέρειες και κοστούμια, ένα πλουμιστό συνονθύλευμα, με εικόνες από τον κόσμο του τσίρκου και τη λατινοαμερικάνικη εικονογραφία. Στην απίθανη καρναβαλίστικη πομπή στους δρόμους της πόλης, η συμβολική μορφή του αγνού Ποιητή, ως λευκοντυμένου Πιερότου με φτερά αγγέλου, μεταφέρεται στα χέρια, πάνω από μια λαοθάλασσα από κατακόκκινους διαβόλους και μαυρόασπρους σκελετούς.

Κλείνοντας τους λογαριασμούς του, ο Χοδορόφσκι μας αποχαιρετάει μαζί με τη γενιά σουρεαλιστών που χάνεται, επιχειρώντας, εκτός από μια αναπόληση στη νεότητά του, και μια νοητή, ψυχοσωματική συμφιλίωση με τον πατέρα του, καθώς και στις δύο ταινίες η καταπιεστική πατρική φιγούρα ενσαρκώνεται απ’ τον μεγάλο γιο του Μπρόντις, ενώ τον ίδιο τον σκηνοθέτη υποδύεται στη νεότητά του ο μικρότερος γιος Άδαν, συνθέτης της μουσικής της ταινίας. Για τον Χοδορόφσκι το σινεμά δεν αποτελεί μόνο οικογενειακή υπόθεση, αλλά πρωτίστως ψυχοθεραπευτική διαδικασία.

Βασισμένος στις σουρεαλιστικές καρναβαλίστικες παραδόσεις, κάτω από τη βία της αποικιοκρατίας και του καθολικισμού, ο Χοδορόφσκι καθιερώνει την Περφόρμανς στο σινεμά, αντλώντας κωμικοτραγικά στοιχεία από τον κόσμο του τσίρκου, όπως και ο Τσάρλι Τσάπλιν, για να αναδείξει μέσα από το γκροτέσκο την «παράλογη πράξη που είναι η ζωή», γιατί «πρέπει να μάθεις να γελάς με ΌΛΑ».

Ακριβώς επειδή «Η ποίηση σαν σκιά αετού πετά και χάνεται», αφηρημένες έννοιες όπως ζωή, έρωτας, ματαιότητα, τέχνη και θάνατος αναδύονται μέσα από αυτόνομες εικόνες-σύμβολα ενός συναισθηματικού φαντασιακού, με κομβική την κύκνεια ρήση του «Ποίηση είναι να μαθαίνεις να πεθαίνεις με χαρά».

 

* Η Ιφιγένεια Καλαντζή είναι θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου
[email protected]

 

info:  Απόψε Παρασκευή 30/12/2016 στις 20:30 στην Κατάληψη Στρούγκα, Δεκελείας 116 (σταθμός ΗΣΑΠ Περισσού), προβάλλεται με ελεύθερη είσοδο η σπάνια ταινία Κάνουμε κύκλους μέσα στη νύχτα και η φωτιά μας καταβροχθίζει (In girum imus nocte et consumimur igni/1978) του Γκi Ντεμπόρ.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!