Δείτε τα προηγούμενα (Μέρος Α’. Μέρος Β’, Μέρος Γ’)

 

Στο νησί Σαχαλίνη υπήρχαν αρκετές φυλακές· Αλεξάντροφσκι, Κόρσακοφσκι, Ντούε, Βογεβόντσκι, Ντερμπίνσκι, Ρίκοφσκι… Στο Αλεξάντροφσκι, όπου βρίσκεται μία από τις μεγαλύτερες φυλακές, οι εγγεγραμμένοι κατάδικοι είναι περίπου 2.000 σε σύνολο 3.000, από τους οποίους οι 500 είναι στρατιώτες. Οι κατάδικοι κατασκευάζουν γέφυρες, χτίζουν σπίτια, φτιάχνουν δρόμους, κόβουν δέντρα, δουλεύουν στα ανθρακωρυχεία, είναι αμαξάδες, ξυλοκόποι, σιδεράδες, μεταφορείς, μάγειροι, φύλακες, ακόμα και νταντάδες και υπηρέτες. Μερικοί οπλοφορούν. Οι περισσότεροι κυκλοφορούν χωρίς αλυσίδες, χωρίς συνοδεία, έξω από τη φυλακή. Κάνουν αποψίλωση δασών, υλοτομία, εκχέρσωση, αποξήρανση ελών, ψάρεμα, θέρισμα χόρτων, φόρτωση ατμόπλοιων. «[Δούλευαν] βουτηγμένοι μέχρι τη μέση στο νερό των βάλτων», παρατηρεί ο Τσέχοφ. Το ωράριο εργασίας είναι από 7 μέχρι 12,5 ώρες, ανάλογα με την εποχή. Οι συνηθισμένες θερμοκρασίες είναι από 17 τον Αύγουστο μέχρι -20 τον Ιανουάριο. Για έξι τουλάχιστον μήνες τα νερά των ποταμών είναι παγωμένα και φυσάει παγερός αέρας.

Η περιγραφή των συνθηκών μέσα στις φυλακές σε παραπέμπει σε περιβάλλον που ζουν μόνο ψείρες, κοριοί και κατσαρίδες. Η βρόμα, η μπόχα και η αηδία δεν περιγράφονται. Αναρωτιέται κανείς πώς μπορεί ο άνθρωπος να φτάσει σ’ αυτό το σημείο. Σε κάθε τεράστιο θάλαμο κοιμούνται σε ένα ενιαίο σανιδοκρέβατο από 70 έως 170 άνθρωποι, απευθείας στο σκληρό σανίδι. Μέχρι το 1888, που δεν υπήρχαν οι φυλακές, οι κατάδικοι ζούσαν σε υπόγειες καλύβες με τις γυναίκες και τα παιδιά τους, σε ενάμισι μέτρο βάθος. Συχνά ανέβαινε η στάθμη του νερού και τους έπνιγαν οι ακαθαρσίες…

Ο Τσέχοφ κάνει κι ένα ιδιαίτερο σχόλιο για τα αποχωρητήρια, που δεν αφορά μόνο την κατάστασή τους στις φυλακές: «Όπως είναι γνωστό, το μεγαλύτερο ποσοστό του ρωσικού πληθυσμού περιφρονεί αυτή την άνεση. Στα χωριά δεν υπάρχουν καθόλου αποχωρητήρια. Στα μοναστήρια, στις εμπορικές εκθέσεις, στα χάνια και στους διάφορους επαγγελματικούς χώρους, όπου ακόμα δεν είναι επιβεβλημένος ο υγειονομικός έλεγχος, τα αποχωρητήρια είναι φοβερά αηδιαστικά. Την αδιαφορία του γι’ αυτά ο Ρώσος την κουβαλάει μαζί του και στη Σιβηρία». Κι αυτό είναι κάτι που παρατήρησα κι εγώ στα ταξίδια μου στη Ρωσία και την Ουκρανία, ως κατάλοιπο, στη δεκαετία του 1990! Είναι φανερό ότι τόσο τα καλά όσο και τα κακά στοιχεία μιας κουλτούρας έχουν μεγάλο βάθος χρόνου, ισχυρή αντίσταση στην αλλαγή και διαβρωτική προέκταση στο μέλλον.

Στη χαράδρα του Βογεβόντσκι περιγράφει άλλη μια τρομερή κατάσταση: «Λυπάσαι όχι μόνο τους ανθρώπους, αλλά και τα φυτά που φυτρώνουν εδώ», γράφει ο Τσέχοφ για την «τρομερή ομώνυμη φυλακή, στην οποία βρίσκονται οι βαρυποινίτες, μεταξύ αυτών και οι αλυσοδεμένοι στα καροτσάκια… οι καθ’ υποτροπήν εγκληματίες». Ο καθένας απ’ αυτούς έχει αλυσίδες στα χέρια και τα πόδια. «Από το μέσο της αλυσίδας των χεριών ξεκινάει μια άλλη μακριά αλυσίδα με μήκος δύο-δυόμισι μέτρα, που στερεώνεται στον πάτο ενός μικρού καροτσιού». Όλο το εικοσιτετράωρο, επί μήνες ή επί χρόνια αλυσοδεμένοι. Δεν έχουν καμία αίσθηση του χρόνου. Για τους κατάδικους «είναι εντελώς αδιάφορο εάν είναι Τετάρτη ή Πέμπτη…».

Στη φυλακή Ντούε, σε ένα θάλαμο συζούν κατάδικοι κάθε ηλικίας, κατάδικοι με τις γυναίκες τους, κατάδικοι με τα παιδιά τους, κι όλοι κοιμούνται δίπλα-δίπλα σε ένα ενιαίο ξυλοκρέβατο… «Κοπελίτσες δεκαπέντε και δεκαέξι χρονών είναι υποχρεωμένες να κοιμούνται κοντά σε κατάδικους». Μαζί με κοριούς και μικρά ζώα, γουρουνάκια κ.ά. Και παντού ακούγεται ο ρυθμικός κρότος των αλυσίδων. Φρίκη!

Τους 700 κατάδικους που δουλεύουν στα ορυχεία τούς εκμεταλλεύεται μια ιδιωτική εταιρεία με έδρα στην Πετρούπολη. «Οι πλούσιοι πίνουν τσάι, οι φτωχοί δουλεύουν… Μαλώνουν οι τσιφλικάδες, σκοτώνονται τα παλικάρια».

Το 1890, ο Τσέχοφ υπολόγισε τους κατάδικους σε 5.905 άτομα, εκ των οποίων οι 1.332 (23%) ζούσαν έξω από τη φυλακή. Στην εξορία μπορεί να είναι πολλοί για φόνο, αλλά υπάρχουν και περιπτώσεις που δεν δικαιολογούν μια τόσο βαριά ποινή, όπως του ανθρώπου που στάλθηκε στην εξορία για ιεροσυλία, επειδή έκλεψε μια εκκλησία, ή του ναύτη που επιτέθηκε με γροθιές σ’ έναν αξιωματικό. Και είναι άνθρωποι απ’ όλες τις φυλές, τα έθνη και τις θρησκείες: Ρώσοι, Ουκρανοί, Τάταροι, Γεωργιανοί, Κιργίζιοι, Τσετσένοι, Φινλανδοί και Πολωνοί, Τσιγγάνοι, ορθόδοξοι, καθολικοί, μουσουλμάνοι, Εβραίοι, λουθηρανοί… Κι απ’ αυτούς οι γυναίκες κατάδικοι ήταν το 11,5%, κυρίως νέες που καταδικάστηκαν για εγκλήματα πάθους.

 

Πορνεία, τζόγος, αλκοόλ

Οι γυναίκες ταξινομούνται με την άφιξή τους στη Σαχαλίνη και οι αξιωματούχοι κρατάνε τις καλύτερες. Όταν φτάνει μια καινούρια ομάδα γυναικών στο Αλεξάντροφκσι, γίνεται μοιρασιά των γυναικών στους τρεις νομούς από τους υπαλλήλους, που παίρνουν τη μερίδα του λέοντος σε ποιότητα και σε αριθμό, τις μικρότερες και τις ομορφότερες. Ορισμένες «παραχωρούνται για υπηρέτριες στους υπαλλήλους… Ένα άλλο μέρος γυναικών περνάει στα χαρέμια του γραμματέα και του επόπτη, και το τελευταίο, το μεγαλύτερο, στα σπίτια των αποίκων που έχουν μέσο στους επόπτες και είναι πλουσιότεροι από τους υπόλοιπους… η γυναίκα δεν είναι άνθρωπος, δεν είναι οικοδέσποινα, δεν είναι πλάσμα, είναι παρακάτω κι από οικόσιτο ζώο». Κι αυτή την «τύχη» έχουν και οι γυναίκες που δεν είναι κατάδικοι. Αυτές που ακολούθησαν εθελοντικά τους άντρες τους στο κάτεργο από αγάπη, για θρησκευτικούς λόγους ή από ντροπή. Περίπου 700 ήταν οι ελεύθερες γυναίκες που κατέγραψε ο Τσέχοφ.

«Η ελεύθερη γυναίκα, όταν φτάνει στη Σαχαλίνη, τα χάνει… η πραγματικότητα ξεπερνάει κάθε φαντασία… Κλαίει μέρα νύχτα με λυγμούς». Τρώει ξύλο, αρχίζει η πείνα, βγαίνει στην πορνεία… «Μόλις οι κόρες φτάσουν στα δεκατέσσερα με δεκαπέντε, θα μπούνε κι αυτές στη δουλειά. Η μητέρα τους τις εκδίδει στο σπίτι ή τις δίνει ως συγκατοίκους σ’ έναν πλούσιο άποικο ή σ’ έναν επόπτη… Η κατάσταση υποτέλειας στην οποία βρίσκονται οι γυναίκες, η φτώχεια και η ταπείνωση εξυπηρετούν την ανάπτυξη της πορνείας. Εξαιτίας της τεράστιας ζήτησης, η πορνεία δεν εμποδίζεται ούτε από τα γεράματα, ούτε από την ασχήμια, ούτε ακόμα και από τη σύφιλη σε προχωρημένο στάδιο… Σ’ ένα δρόμο του Αλεξάντροφσκι συνάντησα μια κοπέλα δεκαέξι χρονών η οποία, σύμφωνα με τα λεγόμενά της, άρχισε να ασχολείται με την πορνεία στα εννιά της χρόνια».

Αλλά δεν είναι μόνο η πορνεία που «ανθεί». Το λαθρεμπόριο οινοπνεύματος, ο τζόγος και η τοκογλυφία κυριαρχούν. Οι κατάδικοι πουλάνε τα ρούχα τους και την τροφή τους, ακόμα και τα παιδιά τους, για να ξεπληρώσουν τα χρέη τους. «Οι τοκογλύφοι των φυλακών παίρνουν 10% την ημέρα ή ακόμα και την ώρα… Οι εξόριστοι τσιφλικάδες, με το λαθρεμπόριο του οινοπνεύματος και της βότκας, κάνουν περιουσία… Το χαρτοπαίγνιο έχει καταλάβει σαν επιδημική αρρώστια όλες τις φυλακές, οι οποίες είναι τεράστια καζίνα που έχουν για παραρτήματα τα χωριά και τα φρούρια».

 

(Από τον πρόλογο στο βιβλίο του Αντόν Τσέχοφ «Νήσος Σαχαλίνη», εκδ. Λέμβος)

 

Στέλιος Ελληνιάδης

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!