Πολιτικές αιχμές δοσμένες με σκηνοθετική δεινότητα
Της Ιφιγένειας Καλαντζή*
Στο 26ο Πανόραμα Ευρωπαϊκού κινηματογράφου, προβλήθηκαν ξεχασμένες ελληνικές ταινίες της δεκαετίας του ’60 που διακρίνονται από σκηνοθετική δεινότητα, με πολιτικές αιχμές.
Δεν είναι τυχαίο πως ένας ΕΑΜίτης, ο Άδωνις Κύρου, μελετητής του σουρεαλισμού, είχε σκηνοθετήσει τη συγκλονιστική, νεορεαλιστική ταινία, Το μπλόκο (1965), βασισμένη στα πραγματικά γεγονότα του μπλόκου της Κοκκινιάς, με τις ανατριχιαστικές σκηνές δωσίλογων να καταδίδουν πίσω από μαύρες κουκούλες. Η πρωτότυπη μουσική του Μίκη Θεοδωράκη, με τύμπανα και κρουστά, δίνει ρυθμό στην αγωνιώδη καταδίωξη ένοπλων αντιστασιακών, ενώ συγκινητική είναι και η αρχή της ασπρόμαυρης αυτής ταινίας, όπου στο γαμήλιο δείπνο σιγοτραγουδούν, πίσω από κλειστά πατζούρια, τη θλιμμένη μπαλάντα Ο ίσκιος έπεσε βαρύς.
Οι νωπές ακόμα μνήμες του πολέμου είχαν καταγραφεί και στην αντιπολεμική ταινία Ουρανός (1962), του Τάκη Κανελλόπουλου, με εξαιρετική ασπρόμαυρη φωτογραφία, που βραβεύτηκε στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Μια παρέα φαντάρων χωρίζεται όταν ξεσπάει ο πόλεμος. Κάποιοι απ’ αυτούς θα σκοτωθούν, ενώ μερικοί δεν αντέχουν και αυτοκτονούν. Το παράλογο του πολέμου αναδύεται μέσα από κοντινά πλάνα, ανιχνεύοντας τη ματαιότητα στις εκφράσεις. Τα κινηματογραφημένα από χαμηλά, πρόσωπα ανυψώνονται, καθώς ξεπροβάλλουν με φόντο τον ουρανό, στην καταγραφή της υποχώρησης στο αλβανικό μέτωπο, μιας λιγότερο καταγεγραμμένης στο σινεμά, ιστορικής στιγμής. Εστιάζοντας στη δίχως τίποτα το ηρωικό πεζοπορία των ηττημένων, η υπαρξιακή υπόσταση βαραίνει σιωπές και βλέμματα, ενώ κάποιες χειρονομίες συντροφικότητας υπογραμμίζουν τη συλλογικότητα της ομάδας.
Με γυρίσματα σε Κοζάνη και Καστοριά, αναδεικνύεται η ορεινή ομορφιά της ελληνικής φύσης, διαχέοντας ένα νατουραλιστικό λυρισμό, που θυμίζει ιαπωνικό κινηματογράφο, ενώ η θλιμμένη κιθαριστική μουσική του Αργύρη Κουνάδη, που ερμηνεύει ο Δημήτρης Φάμπας, συνοδεύει το πένθιμο κλίμα.
Τα ελληνικά βουνά, σε αντίθεση με το αστικό τοπίο που επικρατεί στις σύγχρονες ταινίες, κυριαρχούν και στην ταινία Οι Βοσκοί, (1967), του σημαντικού σκηνοθέτη της διασποράς Νίκου Παπατάκη. Η μάνα ενός φτωχού βοσκού, πρώην μετανάστη στη Γερμανία, προσπαθεί να τον προξενέψει με την κόρη του πλούσιου τσέλιγκα, ο οποίος την προορίζει για έναν αστό. Η ερωτική έλξη, όμως, ανάμεσα στο βοσκό και την όμορφη κόρη, ανατρέπει τα πάντα. Το βράδυ της Ανάστασης, το ζευγάρι το σκάει, με τη Χωροφυλακή στο κατόπι τους.
Συναρπαστική ταινία, με μια σαρκαστική σεξουαλικότητα που εκπλήσσει, μέσα από μια ταξική διάθεση σχέσεων εξουσίας και υποταγής, με φόντο τη φτώχεια στην ελληνική επαρχία, επί χούντας.
Το πορτρέτο της νεολαίας, στη μετάλλαξη του αστικού τρόπου ζωής, αποτυπώνεται εξαιρετικά στο Πρόσωπο με Πρόσωπο (1966), του Ροβήρου Μανθούλη, που κέρδισε Βραβείο Σκηνοθεσίας στη Θεσσαλονίκη. Η συμπτωματική προβολή της ταινίας, σε φεστιβάλ στη Νότια Γαλλία, ανήμερα την 21η Απριλίου του ’67, εξανάγκασε τον σκηνοθέτη να παραμείνει στη Γαλλία, ως «άπατρις». Ένας εύπορος εργολάβος προσλαμβάνει έναν καθηγητή Αγγλικών, ταπεινής καταγωγής, για εντατικά μαθήματα στην κακομαθημένη κόρη του, που την προξενεύει με Άγγλο επιχειρηματία, ενώ αυτή πολιορκεί ερωτικά τον νεαρό καθηγητή.
Ο Μανθούλης ξεδιπλώνει με σκηνοθετική μαεστρία ένα καυστικό σχόλιο για την ανερχόμενη τάξη των νεόπλουτων. Υπηρέτριες, τεντιμπόιδες, χαρτοπαιξία και βαρετά πάρτι στιγματίζουν το καρικατουρίστικο σύμπαν των επιτήδειων εργολάβων, που πλούτισαν μετατρέποντας την Αθήνα σε τερατόμορφη τσιμεντούπουλη.
Επηρεασμένος από τη γαλλική νουβέλ βαγκ και το σινεμά βεριτέ, στην καταγραφή της μοντέρνας ζωής στις μητροπόλεις, ο Μανθούλης συνδυάζει τον κοινωνικό στοχασμό του ιταλικού νεορεαλισμού, με την αστικοποίηση της εξαθλιωμένης μετεμφυλιακής Ελλάδας. Η ταξική διαστρωμάτωση σηματοδοτείται με την αρχιτεκτονική. Νεόκτιστες πολυκατοικίες στην Κυψέλη εναλλάσσονται με εικόνες παλιών μονοκατοικιών του κέντρου, το γραφείο του εργολάβου κοσμούν αρχιτεκτονικές φωτογραφίες και μακέτες, ενώ το φλερτ εκτυλίσσεται στο μοντέρνο διαμέρισμα νεόδμητης πολυκατοικίας.
Με πρωτοποριακή χρήση του μοντάζ, ο σκηνοθέτης αναφέρεται στην πολιτική επικαιρότητα. Εμβόλιμα πλάνα στη μυθοπλαστική αφηγηματική ροή, με πραγματικές εικόνες διαδηλώσεων από τα Ιουλιανά, υποδηλώνουν την εισβολή του έξω κόσμου, στο κλειστοφοβικό περιβάλλον των πλουσίων. Η αίσθηση νεωτερικότητας τονίζεται απ’ τις τζαζ ενορχηστρώσεις και τις ατονικές προσεγγίσεις με σοπράνο, του Νίκου Μαμαγκάκη.
Οι πολιτικοποιημένοι σκηνοθέτες της γενιάς του ’60 αφουγκράστηκαν και αποτύπωσαν κινηματογραφικά τη μεταστροφή της ελληνικής κοινωνίας, βάζοντας τα θεμέλια του Νέου Ελληνικού Κινηματογράφου. Σήμερα, όμως, μια μεγάλη μερίδα νέων κινηματογραφιστών μοιάζει εγκλωβισμένη σε μια ομφαλοσκόπηση, αδυνατώντας, προς το παρόν, να αντιμετωπίσει το πισωγύρισμα που συντελείται.
* Η Ιφιγένεια Καλαντζή είναι κριτικός κινηματογράφου