Αν κανείς κοιτάξει πίσω από το νέφος που δημιουργούν οι επικοινωνιακοί καβγάδες ανάμεσα στα δύο μεγάλα κόμματα, θα διακρίνει μια σημαντική παράμετρο: Ενώ οι περισσότερες χώρες της Δύσης, και ειδικά της Ευρώπης, έχουν μπει σε περίοδο αναταράξεων και «διχασμού» απέναντι σε κορυφαία ζητήματα, στην Ελλάδα όλος ο πολιτικός κόσμος είναι επί της ουσίας δεμένος στο άρμα της παγκοσμιοποίησης. Τα βασικά κόμματα, και ιδιαίτερα τα δυο μεγαλύτερα, έχουν πάρει σαφή θέση εντός της μεγάλης διεθνούς παράταξης που αντιμάχεται τον «εθνολαϊκισμό». Γιατί συμβαίνει αυτό;
Η διχασμένη Δύση
Ας δούμε, όμως, πρώτα τι γίνεται σήμερα στον Δυτικό κόσμο. Το σκηνικό είναι εντελώς διαφορετικό, όχι μόνο από εκείνο που υπήρχε στις αρχές του 21ου αιώνα, αλλά και από αυτό που παρουσιαζόταν μόλις πριν 2-3 χρόνια. Η «μπελ επόκ» της παγκοσμιοποίησης, όπως αναφέραμε και στο προηγούμενο φύλλο του Δρόμου, έχει πλέον τελειώσει. Δεν ζούμε, δηλαδή, στην εποχή της απόλυτης ομοφωνίας των ελίτ, αλλά και ευρύτερων κοινωνικών στρωμάτων, για την ενιαία πορεία του κόσμου υπό τη διεύθυνση των «αγορών» με τα ιδεολογήματα που την συνόδευαν.
Φτάνει να ρίξει κανείς μια ματιά στην πολιτική ζωή της Ευρώπης. Πριν λίγα μόνο χρόνια, δύο «πολιτικές οικογένειες» σε όλες τις χώρες, η δεξιά και η σοσιαλδημοκρατική, διαχειρίζονταν μονοπωλιακά την κρατική εξουσία. Εναλλάσσονταν σε αυτήν χωρίς εκπλήξεις και παρατράγουδα. Στις εκλογές συγκέντρωναν μαζί, σχεδόν παντού, ένα 70-80% των ψηφοφόρων που συμπληρώνονταν συνήθως από 2-3 αριστερά, πράσινα ή άλλα κόμματα.
Τα κόμματα των δύο «οικογενειών» ήταν πλήρως ευθυγραμμισμένα με τις συνταγές τις παγκοσμιοποίησης. Στον ευρωπαϊκό χώρο, και οι δύο παρατάξεις αποδέχονταν με θέρμη τις πολιτικές της Ε.Ε. και τη γερμανική ηγεμονία στο εσωτερικό της.
Η εικόνα σήμερα είναι εντελώς διαφορετική. Η σοσιαλδημοκρατία βρίσκεται μεταξύ φθοράς και εξαφάνισης στις περισσότερες χώρες (Γαλλία, Ιταλία, Γερμανία, Ελλάδα, Ολλανδία κ.λπ.). Η Δεξιά διχάζεται ανάμεσα σε «ευρωπαϊσμό» και «λαϊκισμό». Μια σειρά από «περιθωριακά» μέχρι πρότινος κόμματα, αναδεικνύονται σε ρυθμιστές του πολιτικού τοπίου. Τέλος, η χθεσινή πολιτική γεωγραφία έχει ανατιναχθεί, αλλού από εκλογικές ανατροπές (π.χ. Ιταλία) και αλλού από νέους διαχωρισμούς (Μ. Βρετανία).
Στην άλλη μεριά του Ατλαντικού, μόνο οι δαιδαλώδεις κανόνες του ιδιόμορφου κομματικού και εκλογικού συστήματος διατηρούν στη ζωή το κέλυφος του δικομματισμού. Στην πραγματικότητα, όπως όλοι γνωρίζουν, το «κόμμα του Τραμπ» έχει διχάσει το πολιτικό σκηνικό, με τις νέες διαχωριστικές γραμμές να το διατρέχουν οριζόντια, πέρα από το δίπολο Δημοκρατικών-Ρεπουμπλικάνων.
Δύο είναι τα καθοριστικά στοιχεία για αυτές τις εξελίξεις. Από τη μια, η ογκούμενη λαϊκή δυσαρέσκεια για τις κυρίαρχες πολιτικές και το περιβάλλον που έχουν διαμορφώσει σε κοινωνικό και διεθνικό επίπεδο. Από την άλλη, ο διχασμός στο εσωτερικό των ελίτ υπό το βάρος των γεωπολιτικών και «γεωοικονομικών» εξελίξεων. Τα δύο αυτά στοιχεία δεν είναι ασύνδετα μεταξύ τους, αλλά αλληλοτροφοδοτούνται διαρκώς.
Σήμερα, στο φόντο της μεγάλης υποβάθμισης της οικονομικής ισχύος και της διεθνούς θέσης της χώρας, οικονομικές και πολιτικές ελίτ δεν βλέπουν σε καμιά περίπτωση τον εαυτό τους έξω από έναν ρόλο υπηρετικό προς τις μεγάλες δυνάμεις, και ειδικά τις ΗΠΑ και τη Γερμανία
Λαϊκισμός και ομοφωνία
Η πραγματικότητα στη χώρα μας είναι, χωρίς αμφιβολία, πολύ διαφορετική. Τα δυο μεγαλύτερα κόμματα συστρατεύονται φανατικά στο στρατόπεδο της παγκοσμιοποίησης. Μαζί με τα περισσότερα από τα υπόλοιπα κοινοβουλευτικά κόμματα, διαμορφώνουν ένα πολύ μεγάλο ποσοστό το οποίο πρόσκειται στην παράταξη των «αγορών» που αντιμάχεται τον λαϊκισμό. ΣΥΡΙΖΑ και Ν.Δ. εκτοξεύουν αλληλοκατηγορίες με κάθε ευκαιρία για όλα τα θέματα, αλλά τα επίδικα της έντασης που πυροδοτούν, είναι παντελώς διαφορετικά από τις μεγάλες αντιπαραθέσεις που «παίζονται» σήμερα.
Ας μην ξεχνάμε, παρ’ όλο που διάγουμε τη «μεταμνημονιακή» περίοδο, ότι ήταν 70% το ποσοστό των βουλευτών (222 στους 300) οι οποίοι υπερψήφισαν το τρίτο μνημόνιο, δίνοντας ένα δείγμα της ομοφωνίας στις οικονομικές και κοινωνικές συνταγές που ακολουθήθηκαν τα τελευταία χρόνια. Δείγμα πολύ πιο πραγματικό από τις συγκρούσεις που σήμερα σκηνοθετούνται για να συσπειρώσουν μέσα από το σχήμα (κεντρο)Αριστερά-Δεξιά τα ακροατήριά τους.
Μπορεί ο Κ. Μητσοτάκης να δηλώνει ότι «θα νικήσει τον λαϊκισμό στη χώρα που γεννήθηκε», γνωρίζει όμως κι αυτός ότι δεν πρόκειται περί αυτού. Ο «λαϊκισμός» απείλησε τη συστημική σταθερότητα στην Ελλάδα, ειδικά στα χρόνια 2010-12, αλλά η άνοδος και εδραίωση του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία ήταν διαδικασία όχι «δικαίωσης» αλλά απορρόφησής του. Δεν αναφερόμαστε βέβαια στον λαϊκισμό με την έννοια των υποσχέσεων, του καλοπιάσματος ή του χειρισμού των πολιτών (σε αυτά πρωταγωνιστούν και οι δύο), αλλά στη διαμόρφωση «ετερόκλητων» μπλοκ αμφισβήτησης των κυρίαρχων πολιτικών.
Σε ρόλο υπηρετικό
Αν όμως μπορούμε να εξηγήσουμε πώς η μία «συνιστώσα», αυτή του λαϊκού ριζοσπαστισμού, οδηγήθηκε μέσα από μια διεργασία σε «αφλογιστία» και έλλειψη πολιτικής έκφρασης, τι συμβαίνει με την άλλη, με εκείνη δηλαδή της σύγκρουσης στο εσωτερικό των ελίτ; Η απάντηση δεν μπορεί να δοθεί χωρίς μια ματιά στην ιστορία, τόσο των κύκλων που θα ονομάζαμε ελλαδική αστική τάξη, όσο και του πολιτικού προσωπικού της.
Η διαμόρφωση της οικονομικής ελίτ, των μεγάλων τζακιών, στον ελληνικό χώρο έγινε, όπως είναι γνωστό, σε συνθήκες απόλυτης εξάρτησης από τον ξένο παράγοντα. Με ρόλο συμπληρωματικό και μεταπρατικό, αναδείχθηκαν συμφέροντα και οικογένειες που έπαιξαν πρωταγωνιστικό ρόλο στην οικονομική ζωή του τόπου.
Δίπλα στα συμφέροντα αυτά, και σε σύμφυση μαζί τους, το πολιτικό σύστημα υπήρξε ακραία ξενόδουλο, μαθαίνοντας να λειτουργεί μόνο με παραγγελίες από τους ισχυρούς. Συγκρίνοντας βέβαια με το σημερινό αναλώσιμο και πλήρως ευτελισμένο προσωπικό, υπήρξαν προσωπικότητες που σε ορισμένες στιγμές απέκτησαν μια σχετική αυτονομία και έπαιξαν έναν ρόλο, ισορροπώντας πάντα πάνω στις αντιθέσεις των μεγάλων «παικτών».
Σήμερα, στο φόντο της μεγάλης υποβάθμισης της οικονομικής ισχύος και της διεθνούς θέσης της χώρας, οικονομικές και πολιτικές ελίτ δεν βλέπουν σε καμιά περίπτωση τον εαυτό τους έξω από έναν ρόλο υπηρετικό προς τις μεγάλες δυνάμεις, και ειδικά τις ΗΠΑ και τη Γερμανία.
Έτσι, στην Ελλάδα δεν αναπτύσσεται κάποια αντιπαράθεση στο εσωτερικό των κυρίαρχων στρωμάτων για την προοπτική της χώρας. Οι πολιτικές κόντρες αγκαλιάζουν μια σειρά δευτερεύουσες πλευρές, αλλά κανείς δεν διανοείται να θέσει σε αμφισβήτηση το διεθνές πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης, ούτε τη θέση της χώρας απέναντι ή μέσα στη διαδικασία αυτή.
Αυτοκτονία της σκέψης;
Η «ηγεμονία» των ελίτ έχει τα δικά της στηρίγματα. Ακουμπά κυρίως στη θεωρία της «ψωροκώσταινας» και των μοντέρνων ή μεταμοντέρνων παραλλαγών της. Ο πυρήνας της παραμένει ο ίδιος, η εντατική καλλιέργεια της ιδέας ότι η Ελλάδα δεν μπορεί «μόνη της» και πρέπει να κουρνιάζει μονίμως στις φτερούγες των ισχυρών.
Η ιδέα αυτή δεν είναι άτρωτη. Η τιμωρητική στάση των «ισχυρών φίλων» ράγισε το γυαλί και προκάλεσε σοκ με πολλές –μέχρι και «ψυχοκοινωνικές»–, αλλά όχι ευθύγραμμες, προεκτάσεις στην «κοινή γνώμη». Ακόμα, η πολύπλευρη ευρωπαϊκή κρίση πλήττει τις λογικές των «μονόδρομων» των Βρυξελλών.
Ένας διαφορετικός δρόμος φαίνεται σήμερα ομιχλώδης. Ισοδυναμεί όμως με «αυτοκτονία της σκέψης» να καταλήξει κανείς ότι δεν υφίσταται. Η ανίχνευσή του προϋποθέτει να συγκεντρωθεί πολιτική ισχύ γύρω από τον ίδιο τον λαό, τον οποίο όλοι σνομπάρουν ως υποκείμενο εξελίξεων. Το ξερίζωμα των στοιχείων ραγιαδισμού που παραδοσιακά εμφυσείται στα «υποτελή στρώματα», είναι σημαντική υπόθεση αλλά δεν έρχεται με εύκολες λύσεις, ποσοστά και μικροπολιτική. Χρειάζονται άλλου τύπου ιδέες και διεργασίες.