Του Σωκράτη Μαντζουράνη

 

Από μικρός η «αγορά» ήταν για μένα κάτι γνωστό και πολύμορφο.
Κατ’ αρχήν, «αγορά» ήταν για μένα το «μπας φανάρι» στη Μυτιλήνη, εκεί που είχαμε το μπακάλικό μας.
Ό,τι μας τάιζε και μας συντηρούσε, δηλαδή.
Ό,τι κράταγε τον πατέρα μου ολημερίς μακριά από το σπίτι, εμένα τα Σάββατα μακριά από το νυφοπάζαρο στην προκυμαία και τη μάννα μου στη σκάφη να πλένει λαδωμένες ποδιές.

Μια άλλη «αγορά», ήταν αυτή με τις φωτεινές βιτρίνες, τα όμορφα ρούχα, τα ολοκαίνουργια παπούτσια, τα αστραφτερά παιχνίδια κι’ εκείνο το κατακόκκινο ποδήλατο που ποτέ μου δεν απόκτησα.
Η «αγορά» κάποιων άλλων δηλαδή κι ίσως γι’ αυτό τη λέγανε κεντρική.
Αργότερα σαν μεγάλωσα, έμαθα και μια άλλη «αγορά».
Απρόσωπη και παντοδύναμη, μοχθηρή και ανελέητη, που άλλους τους καταβρόχθιζε και άλλους τους γέμιζε λεφτά και δύναμη.
Χρόνια τώρα αυτή η δουλειά!

Είχε δικιά της ηθική και νόμους, και τη δική της αόρατη «κυβέρνηση».
Ήταν ζωντανό πράγμα.
Μιλούσε, απειλούσε, ανέβαζε και κατέβαζε άτομα και φαμίλιες.
Κατά ένα περίεργο λόγο, που μας τον εξήγησε αργότερα ο θείος – Κάρολος, πάντα είχε μια προκλητική συμπάθεια στους πλούσιους και μια μόνιμη εχθρότητα στους φτωχούς.
Ίσως γι’ αυτό ο πατέρας μου, συνεχώς μουρμούριζε.

– Η «αγορά», δεν με θέλει.
Όταν, λοιπόν, άκουσα πως «θα βγούμε στις αγορές», αναρωτήθηκα για πού έχουμε άραγε βάλει πλώρη.
Για το «μπας-Φανάρι» που ταΐζει το λαουτζίκο, ή για την «κεντρική αγορά» που τον καταπίνει αμάσητο;
Να βγούμε στις Αγορές!
Το σύγχρονο εθνικό όραμα.
Κάτι σαν την ιστορική φαντασίωση, «πάλι με χρόνια με καιρούς, πάλι δικιά μας θα ’ναι…».

Στις αγορές…
Μια πανεθνική απαίτηση, στην οποία συμφωνεί και η κυρά-Ματούλα του 5ου.
– Να βγούμε Σωκράτη μου στις αγορές. Τρία χρόνια έχω να πάρω ένα φόρεμα. Να βγούμε πια. Να ξανανοίξουν και τα μαγαζιά της γειτονιάς που τα έκλεισε αυτή η έρμη η κρίση, να βρει και ο ανιψιός μου δουλειά, τρία χρόνια άνεργος.
– Βρε κυρά-Ματούλα, ξέρεις δε θα είναι ακριβώς έτσι…
– Σωκράτη μου, σ’ αγαπώ, σ’ εκτιμώ, αλλά σταμάτα αυτά τα κομμουνιστικά. Το είπε καθαρά το παιδί. Θα ξαναγίνουμε κανονική χώρα. Θ’ ανοίξουν οι δουλειές, θα φτιάξουν πάλι τα μεροκάματα και οι συντάξεις, άσε που θα παίρνουμε όσα λεφτά θέλουμε από τα μηχανήματα.
– Έχεις να παίρνεις;
– Όχι, αλλά…
Δεν ξέρω γιατί, αλλά σκέφτηκα πως τις ομιλίες του πρωθυπουργού για την «κανονικότητα» και την «ανάπτυξη», τις έγραφε η κυρά-Ματούλα.
Οι απανταχού «Ματούλες» της άγνοιας, της απαντοχής και της αδικαίωτης ελπίδας.
Δε τόλμησα βέβαια να της υπενθυμίσω τα χρωστούμενα κοινόχρηστα.
Την έχει ανάγκη τούτη την ψευδαίσθηση.
Ίσως περισσότερο από το φόρεμα.

Νομίζω πως όποιος ενδιαφέρεται να αποκωδικοποιήσει τις πολιτικές ενέργειες της «αριστερής» μας κυβέρνησης, πρέπει να ακούει καλά τον σοβαρό Δραγασάκη:
– Δεν είναι ούτε το ποσό, ούτε το ύψος του επιτοκίου που έχει σημασία για το «άνοιγμα στις αγορές», μας λέει. Είναι το «μήνυμα» που στέλνουμε στους «επενδυτές».
Έχει δίκιο.
Είναι η επικύρωση του «αριστερού» success story από τους διεθνείς κερδοσκόπους, η επιβράβευση της πολιτικής πειθάρχησης μιας «αριστερής» κυβέρνησης στις πιο απίθανες απαιτήσεις των πιο ακραίων καπιταλιστικών δυνάμεων.
Είναι η βαθμολόγηση των εξετάσεων που έδωσαν και η υπενθύμιση στον «Κούλη» ότι για το σύστημα υπάρχει ακόμα πιο «άριστος» απ’ αυτόν.

Ο Γιούνκερ ήταν σαφέστατος:
«Σήμερα η εμπιστοσύνη, η σταθερότητα και η ανάπτυξη έχουν επιστρέψει. Εφ’ όσον βέβαια Αλέξη, συνεχίσεις την ίδια πολιτική».
Τις «αγορές» που μας έφεραν σε τούτη τη κατάντια, αυτές που θα χόρευαν στον αριστερό χαβά μας, αυτές παρακαλάμε τώρα να μας φέρουν ανάπτυξη.
Καλή μου κυρά-Ματούλα που χρωστάς ενός χρόνου κοινόχρηστα και χαρτζιλικώνεις και τον άνεργο ανιψιό, δεν μας βγάζουν στις «αγορές» γιατί χρειάζεσαι καινούργιο φόρεμα, αλλά γιατί «αυτοί» χρειάζονται την ελπίδα σου και την ψυχή σου.
Θα τους αφήσεις;

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!