Του Μάκη Μαλαφέκα
Κι απορούσαν, γιατί τους είχε φανεί εύκολο την ώρα που το έκαναν, και γιατί τώρα δεν ένιωθαν την παραμικρή τύψη. Αντίθετα! Αν το στομάχι τους ήταν βαρύ, η καρδιά τους ήταν ελαφριά. Το σκοτάδι της ψυχής τους το είχε φωτίσει η χαρά κι η ευχαρίστηση. Ίσως μάλιστα γι’ αυτό να ντρέπονταν και να μην μπορούσαν να κοιταχτούν στα μάτια. Όταν τελικά τόλμησαν και είδαν ο ένας τον άλλον, στην αρχή δειλά κι ύστερα στα ίσια, χαμογέλασαν. Ένιωθαν αφάνταστη περηφάνια. Για πρώτη φορά στη ζωή τους είχαν κάνει κάτι από αγάπη.
Πάτρικ Ζίσκιντ, «Το Άρωμα».
Ένα πράγμα υπήρχε μόνο στο μυαλό του, ένα όνομα. Βόλφγκανγκ Σόιμπλε. Τίποτε άλλο δεν μετρούσε πια.
Οι πόρτες άνοιγαν μπροστά του σχεδόν αυτόματα, σαν επιστημονική φαντασία. Όλα είχαν τελειώσει. Σχεδόν.
Ο Παππάς βάδιζε στο πλάι του από τη δεξιά μεριά, μισό μέτρο πίσω. Το υπόλοιπο επιτελείο λίγο πιο μακριά. Κι άνοιγαν οι πόρτες. Πρώτος ο Ντάισελμπλουμ, αυτό το χαμόγελο σαν σαμιαμίδι. Σκέφτηκε τον Βαρουφάκη να φοράει το κράνος, να ανεβαίνει ωραίος στη Yamaha, να βάζει μπρος και να φεύγει. Ο Παππάς βάδιζε στο πλάι του.
Ένα όνομα μόνο στο κεφάλι του, ο Σόιμπλε, μόνο αυτό.
Ο Σαπέν, ο Μοσκοβισί, να κι ο Σουλτς, αυτός ο άθλιος… Όλοι πάνω του, με χαμόγελα, με αγάπη. Με δεκτικότητα. Ναι, όλο ναι. Και προχωρούσε. Και χαμογελούσε.
Οι αίθουσες διαδέχονταν η μία την άλλη. Επιτελεία, γραμματείς, διερμηνείς, κλιμάκια επί κλιμακίων, ομάδες τεχνοκρατών, άπειρα φλας των φωτογράφων, πιο πολλά από ποτέ, μα αυτός δεν άκουγε, σκεφτόταν το Πολυκλαδικό, το Brothers In Arms, σκεφτόταν άλλα, και προχωρούσε. Κι ένα όνομα στο κεφάλι του, και μια μορφή πάνω στην καρέκλα: στο τέλος είναι ο Σόιμπλε.
Άνοιξε κι η επόμενη πόρτα. Αρχηγοί κρατών και κυβερνήσεων. Ο Ραχόι, ο Ολάντ, ως κι η Μέρκελ, όλοι με το κείμενο στα χέρια, όλοι με κατάφαση, με συγκατάβαση, να εγκρίνουν, να χαιρετούν, να χαιρετίζουν. Τα ήξερε όμως όλα αυτά, δεν υπήρχε θέμα, όλα τα ήξερε. Είχαν όλα χαθεί, είχαν όλα κερδηθεί, δεν υπήρχε πρόβλημα. Ο Σόιμπλε όμως;
Σηκώνεται ο Ρέντσι σκυθρωπός και τρέχει προς το μέρος του. Μοιάζει με πολλά παιδικά καρτούν ταυτόχρονα, του θυμίζει όλες αυτές τις παιδικές εκπομπές, τα παιδικά χρόνια, τα καλοκαίρια. «Αλέξι, μη στεναχωριέσαι… το ξέρω ότι στεναχωριέσαι. Κι εγώ, κάποτε, ξέρεις…». Ο Τσίπρας δεν μιλάει. Μόνο τού χαμογελάει. Με φιλία, με αγάπη σχεδόν, στ’ αλήθεια. Είμαστε ίδιοι, εμείς οι Νότιοι. Φιλιούνται σταυρωτά. Βγάζει λίγο από την τσέπη του την κραβάτα ιταλιάνα και του την δείχνει, ένα ωραίο μπλε σκούρο, σχεδόν γκρι, γυαλιστερό. Μα δεν την φοράει ακόμα. Κάτι μέσα του δεν θέλει. Και υπάρχει και ο Σόιμπλε. Ίσως αυτός να δώσει λύση. Πράγματι μια λύση. Αυτός μας μισεί. Στ’ αλήθεια μας μισεί. Οντολογικά, βαθιά, αληθινά. Ίσως η αδιαλλαξία του να είναι η λύση. Ίσως να πρέπει να γίνει έτσι.
Μια άλλη πόρτα ανοίγει. Το ΔΝΤ. Οι Γάλλοι. Είναι όλα γύρω του μια αργή κίνηση. Ήδη σαν μια μακρινή ανάμνηση. Περπατάει. Το χαμόγελο σίγουρο. Ο Παππάς εκεί.
Η Κριστίν Λαγκάρντ τον αγκαλιάζει. Πάρα πολύ δυνατό άρωμα, του σπάει τα ρουθούνια. Δόντια άσπρα σαν νιπτήρες. Μαλλιά σαν κοκαΐνη. Έχει κι αυτό το κυανό φουλάρι, πάντα. «Νικήσαμε Αλέξη. Είναι πολύ καλό. Είναι πραγματικά πάρα πολύ καλό. Μην ανησυχείς, εμείς θα σας στηρίξουμε». Δεν ανησυχώ. Δεν ανησυχεί, σχεδόν καθόλου. Ο Σόιμπλε; Μήπως ο Σόιμπλε. Ναι, μόνο ο Σόιμπλε. Μόνο αυτός μπορεί, κατ’ ουσίαν, τώρα πια.
Οι άλλοι των θεσμών είναι στην επόμενη αίθουσα. Γραμματείς, γραμματείς… Πάντα σ’ αυτές τις αίθουσες έλεγε στον εαυτό του ότι αν κάτσεις πολύ εδώ φτάνεις να πιστεύεις ότι όλοι οι άνθρωποι στον κόσμο είναι γραμματείς. Δεν σταματάει. Συνεχίζει. Σηκώνονται ο Ντράγκι και ο Γιούνκερ με τις φωτοτυπίες στο χέρι. Ο Γιούνκερ του ζουπάει τα μάγουλα, ο Ντράγκι είναι ανέκφραστος. Μετά από λίγο όμως σηκώνει το βλέμμα χαμογελώντας κι αυτός. Οι προτάσεις είναι μια χαρά. Δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα. Αυτό το ξέρει. Το ξέρει και για τον Ντράγκι. Είναι σαφές αυτό. Πρέπει να προχωρήσει. Τώρα πρέπει να το κάνει. Τώρα είναι η τελευταία στιγμή. Το τελευταίο λεπτό. Ίσως όλα σε λίγο να λυθούν, να τελειώσουν.
Την τελευταία πόρτα ανοίγει ο Ντόναλντ Τουσκ. Αυτή δεν είναι αυτόματη. Έχει και πόμολο. «Περάστε. Πέρασε». Περνάει μέσα. Μόνος. Ο Παππάς μένει στην είσοδο με τον Τουσκ.
Στο βάθος, στο τέρμα, ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε. Αυτός ο πανάθλιος μισάνθρωπος, αυτός, τώρα, μπορεί να φέρει τα πάνω κάτω, μπορεί να αρνηθεί κάλλιστα τα πάντα, έτσι, με μια κίνηση. Τώρα, όντως, συμβαίνει κάτι.
Γύρω του σαν δαιμόνια οι υπασπιστές, ο Φινλανδός, ο Λετονός, στα πόδια του σχεδόν ο Σλοβάκος. Πλησιάζει. Τώρα τα γόνατά του σαν να τρέμουν.
Ναι, είναι φριχτοί. Και σε λίγο θα είναι ελεύθερος. Δεν μπορεί. Τα έχουν διαβάσει χίλιες φορές. Τα ξέρουν. Θα αρνηθεί. Το βλέπει στο πρόσωπό του. Είναι πέτρα, είναι πάντα ο ίδιος, τίποτα δεν έχει αλλάξει. Θέλει να μας πετάξει έξω. Το θέλει. Θα φύγουμε. Θα νικήσουμε.
Χαμογελάει πάντα, πάντα, αυτό δεν αλλάζει, το είχε αποφασίσει από την αρχή. Κοιτάζει τον Σόιμπλε που είναι σκυφτός πάνω απ’ τις φωτοτυπίες. Το δάχτυλό του διασχίζει τις γραμμές του νέου κειμένου μία μία με έναν ελαφρύ θόρυβο. Το δέρμα πάνω στο χαρτί. Τίποτε άλλο δεν κινείται. Οι υπόλοιποι κοιτούν τον Σόιμπλε στα μάτια με χαλαρωμένα σαγόνια. Ύστερα από πολλή ώρα, ξαφνικά, τα σαγόνια τους σφίγγουν ταυτόχρονα σαν πρόδρομο φαινόμενο, ο Σόιμπλε σηκώνει το βλέμμα. Το ήξεραν μια στιγμή πριν γίνει.
Για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου σκέφτεται τη Μπέτυ. Κάτι που του ‘χε πει πριν από χρόνια, μια φράση, ένα μεσημέρι που ‘κανε ζέστη. Χαμογελάει αδιάκοπα, λίγο πιο σοβαρά τώρα. Έρχεται κοντά. Πρέπει να σκύψει, ο Σόιμπλε είναι καθηλωμένος σ’ αυτά τα λάστιχα εικοσιπέντε χρόνια. Κοιτάζονται στα μάτια. Σιωπή. Θα πει όχι, θα αρνηθεί. Θα μας στείλει πίσω. Ο Σόιμπλε ανοίγει το στόμα του. Το ξανακλείνει για να χαμογελάσει. Και χαμογελάει. Στ’ αλήθεια. Και μιλάει. «Γενικά, είναι καλά. Θα κάνουμε κάποιες μικρές αλλαγές. Αλλά είναι καλά». Και του δίνει το χέρι. Και του δίνει και το άλλο. Και σφίγγουν τα χέρια. Κι εκείνη τη στιγμή, σε κάποιο μέρος μέσα του, έκλεισε για πάντα τα μάτια του ο Αλέξης Τσίπρας.
Πηγή: www.toportal.gr