του Μάκη Μαλαφέκα

 

Αύγουστος του ’05. Ημέρες Κατρίνα. Δεν είχε φύγει ποτέ απ’ τη γειτονιά. Σαράντα τυφώνες και βάλε απ’ το ’28. Εκεί. Φτώχια, ανέχεια, ρατσισμός, επιτυχία, φήμη, λεφτά… Όχι. Εκεί. Πάντα επέστρεφε εκεί, στο παλιό καλό Lower Ninth Ward, την εργατική μαύρη συνοικία της Νέας Ορλεάνης, με την αγαπημένη του τη Ρόουζμαρι, και τ’ αδέρφια του και τους θείους του και τους φίλους του και τους γείτονες… Με τη ροζ Κάντιλλακ, ναι, με τα ακριβά κοστούμια και τα φράγκα, ναι –γιατί στο κάτω κάτω αυτός κι άλλα δυο-τρία τέτοια ατομάκια το έκαναν το πρώτο άλμα απ’ τα μπλουζ στο ροκ εν ρολ–, κι όταν οι λευκοί ατζέντηδες τον έκλεβαν στα ίσια γιατί ήταν ο πιο ευαίσθητος και συνεσταλμένος μπλουζίστας στη Λουιζιάνα και δεν αντιδρούσε, κι έμενε ξαφνικά τελείως ρέστος, ναι, πάλι εκεί, και πάλι καλά δηλαδή, μέχρι να ξανακάτσει στο πιάνο και να κάνει άλλον έναν δίσκο, έναν χρυσό για το δρόμο, και μια τουρνέ, ένα μεγάλο κόλπο, και τα ξαναπάρει πίσω, εκεί, πάντα πίσω, στη γειτονιά.

Κι ήρθε η Κατρίνα. Κι ο Φατς έκατσε. Παρότι μπορούσε να φύγει, έκατσε. Κι έσπασαν τα φράγματα, και μπήκε ο ωκεανός στην πόλη.

Ήταν οι μέρες που ο Μπους έφερνε πίσω μονάδες πεζοναυτών απ’ το Ιράκ και τους έστελνε στη Νέα Ορλεάνη για να «ελέγξουν την κατάσταση» με τη «βία» και τις «κλοπές» ενώ οι άλλοι πνιγόντουσαν. Δύο χιλιάδες νεκροί. Ήταν οι μέρες που ξεκινούσε το βράδυ εκτάκτως πομπή λεωφορείων με τους πιο διαλυμένους για Μπατόν Ρουζ που είναι μέσα, ορεινά, κι οι κάτοικοι εκεί έβγαιναν με τις πιτζάμες κι έκαναν ουρές στα οπλοπωλεία γιατί έρχονται οι ζουλού.

Το ‘ξεραν ότι είχε μείνει, αλλά δεν τον έβρισκαν πουθενά. Αγνοούμενος. Μέρες μετά, αγνοούμενος. Κομμένα τηλέφωνα, ηλεκτρικό, τα πάντα. Κυκλοφόρησε μια φήμη ότι πέθανε, βγήκαν διάφορα RIP, το ‘πε το CNN, τέλος. Ο Φατς Ντόμινο, ο χοντρός, ο θρύλος του Ain’t That a Shame και του Blueberry Hill, νεκρός, πνιγμένος στα 76 του.

Και τελικά τον βρήκαν. Ζωντανό, μια χαρά. Ένας τοπικός μύθος του Lower Ninth τον θέλει να ήταν ταμπουρωμένος με φίλους του και γείτονες σ’ ένα μπαρ, με καρφωμένα σανίδια σε παράθυρα και πόρτες, να παίζουν και να πίνουν το στοκ του μπαρ μέχρι να περάσει η μπόρα.

Γι’ αυτό και τώρα, που λένε ότι πέθανε τελικά ο Φατς, στα 89 του, δεν πιστεύουμε σε φήμες και καταστροφές και φόρους τιμής του διαδικτύου, μόνο στους τοπικούς μύθους της γειτονιάς με τις ροζ Κάντιλλακ και τους λόφους με τις μυρτιές.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!