Ήδη από τον τίτλο, αλλά και από την πρώτη σελίδα του, η ανάγνωση του βιβλίου του Σταύρου Ζουμπουλάκη Στ’ αμπέλι» που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Πόλις, όχι μόνο με είχε κατακτήσει, αλλά με έκανε να ταξιδεύω πίσω σε δικά μου βιώματα.
Τα όσα θυμάμαι από μια εποχή που με φιλοξενούσε η αδερφή του πατέρα μου στο χωριό, σε πολλά σημεία τέμνονται με τα όσα γλαφυρά αποτυπώνει στο κείμενό του ο συγγραφέας.
Η δεκαετία του ’60 στην ελληνική επαρχία μοιάζει βγαλμένη από μυθιστόρημα. Έτη φωτός πίσω. Το ψυγείο πάγου -πολυτέλεια, τα τρόφιμα στο φανάρι, το σίδερο με κάρβουνα, το νερό μόνο από βρύσες απ’ όπου έπρεπε να το κουβαλάς, πλύσιμο ρούχων στο ποτάμι, ανύπαρκτες τουαλέτες και λουτρά…
Και τα αμπέλια. Στο χωριό μου ακόμη έτσι λέγεται μια περιοχή, παρ’ ότι τα αμπέλια που έχουν απομείνει είναι λιγοστά…
Ο Σταύρος Ζουμπουλάκης, στο ολιγοσέλιδο αφήγημά του, ζωντανεύει με μοναδικό τρόπο μια ολόκληρη εποχή, χωρίς ίχνος νοσταλγίας. Η οπτική του είναι εντελώς διαφορετική από τα συνήθη αφηγήματα προσωπικών αναμνήσεων, τα οποία είθισται να εξωραΐζουν καταστάσεις.
Αν ψάχνετε για τις «παλιές καλές εποχές» δεν θα τις βρείτε. Κι όμως. Θα νιώσετε μια γνήσια συγκίνηση. Με την εξαιρετική γραφή του, ο συγγραφέας μας κάνει να νιώσουμε τον τόπο, την υφή, τις μυρωδιές του…
Ο επίλογος του βιβλίου μάς δίνει και την βαθύτατα πολιτική διάσταση του αφηγήματος, όταν γράφει ότι σε εκείνα τα εννιά καλοκαίρια που πέρασε στα αμπέλια «έχει τη ρίζα της μια ηθική επιλογή, που κάποτε πήρε και πολιτικά χαρακτηριστικά, ότι θα είμαι πάντα με τη μεριά των φτωχών και των αδικημένων»… Θα μπορούσε το κείμενο να χαρακτηρισθεί και ως ένα μανιφέστο διαφορετικής προσέγγισης του Χριστιανισμού, κόντρα στην ιδεολογία που κυριαρχεί σήμερα στον χώρο της εκκλησίας.
Όπως κι αν έχουν τα πράγματα, αυτό το βιβλίο το διαβάζεις και το ξαναδιαβάζεις με αναγνωστική απόλαυση και κάθε φορά γίνεσαι πιο πλούσιος…
Συνέντευξη στον Κώστα Στοφόρο
Γιατί ένα βιβλίο σαν αυτό σήμερα; Πιστεύτε πως μπορεί να αγγίξει νεότερο κοινό;
Δεν είχα κανέναν σκοπό και καμιά επιδίωξη, είχα μόνο την ανάγκη να το γράψω. Όσο τώρα για το αν μπορεί να αγγίξει νεότερους ανθρώπους που αγνοούν εντελώς αυτόν τον κόσμο, δεν ξέρω. Δεν το αποκλείω πάντως.
Θυμάστε εκείνα τα χρόνια με συγκίνηση, αλλά όχι με νοσταλγία. Θα θέλατε να μας το εξηγήσετε περισσότερο;
Ναι. Δεν αλγώ, δεν πονάω για αυτόν τον κόσμο που χάθηκε, ούτε θα ήθελα να επιστρέψουμε εκεί. Δεν νοσταλγώ έναν κόσμο στον οποίο κάθε οικογένεια είχε χάσει δυο τρία μικρά παιδιά της. Βρίσκω αφόρητη κάθε νοσταλγική, εξωραϊστική αποτύπωση αυτού του κόσμου. Από την άλλη, ναι, με συγκινεί πολύ. Δεν αρκεί το γεγονός ότι ήταν ο κόσμος των παιδικών μου χρόνων για να εξηγήσει, σε εμένα τον ίδιο πρώτα-πρώτα, αυτή τη συγκίνηση. Πηγή της είναι –σήμερα είμαι βέβαιος για αυτό– η αγάπη που έλαβα εκεί. Έζησα εννιά καλοκαίρια βουτηγμένος μέσα στην αγάπη των ανθρώπων αυτών για τους οποίους μιλάω. Αν τα χρόνια αυτά ήταν χρόνια ταλαιπωρίας, δεν θα τα θυμόμουν ασφαλώς με συγκίνηση. Πιστεύω ότι τούτο το βιβλιαράκι μιλάει για αυτόν τον αιωνόβιο, χτεσινό μα οριστικά καταποντισμένο κόσμο, με ακρίβεια, χωρίς αφελείς εξιδανικεύσεις, αλλά ταυτόχρονα με θέρμη, όχι ψυχρά και ουδέτερα.
Τι θα θέλατε να υπάρχει ακόμη από εκείνα τα χρόνια;
Πώς να υπάρχει κάτι που πέρασε για πάντα; Η ερώτηση μάς οδηγεί στη περιοχή του αλόγου, και μου δίνει έτσι το δικαίωμα να σας πω ότι θα ήθελα πολύ να ζούσε ο πατέρας μου και να διάβαζε αυτό το βιβλιαράκι που μιλάει και για κείνον και για το χωριό του.
Όταν επιστρέφετε στον τόπο αναζητάτε κάποια ίχνη του παρελθόντος;
Δεν πηγαίνω συχνά στο χωριό που γεννήθηκα γιατί δεν έχω σπίτι εκεί. Ο πατέρας μου, όσο και ο παππούς μου από τη μεριά της μάνας μου, έμεναν στο ενοίκιο! Σπάνιο για την εποχή εκείνη, αλλά έτσι έγινε. Δεν έχω άλλωστε πια και πολλούς συγγενείς κάτω. Παιδικούς φίλους επίσης δεν έχω, γιατί έφυγα έξι χρονώ και δεν πήγα σχολείο στο χωριό. Τα καλοκαίρια δεν υπήρχαν παιδιά εκεί γύρω στο καλύβι. Όταν κατεβαίνω πάντως στο χωριό, πηγαίνω οπωσδήποτε στ’ αμπέλια. Το καλύβι δεν είναι πια όπως ήταν, υπάρχει ακόμη, αλλά κάποια στιγμή πέσαν τα κεραμίδια και ρίξανε πλάκα, μπετό. Όλα τα άλλα πάντως είναι στη θέση τους. Όλα είναι εκεί, αλλά οι άνθρωποι απουσιάζουν. Κάνω μια βόλτα και φεύγω, δεν κάθομαι πολύ. Σήμερα, κανείς από το χωριό δεν ξεκαλοκαιριάζει στ’ αμπέλια. Υπάρχουν πια τα αυτοκίνητα, κάνουν τις δουλειές τους στον κάμπο και γυρίζουν πίσω στο χωριό. Δεν υπάρχουν άλλωστε και πολλές συκιές. Ο άλλος λόγος που δεν πάνε πια στ’ αμπέλια οι κάτοικοι του χωριού είναι ότι φοβούνται, φοβούνται να μένουν μόνοι τους τη νύχτα στον κάμπο. Γενικά πάντως κάθε φορά που γυρίζω στο χωριό, πάω σε ορισμένα μέρη του, τα ίδια και τα ίδια, που είναι συνδεδεμένα με εκείνα τα παιδικά καλοκαίρια.
Ας μην απελπίζονται ωστόσο οι πλούσιοι, υπάρχει πάντα τρόπος να σωθούν: να μοιράσουν στους φτωχούς την περιουσία τους
Δίνετε μεγάλη έμφαση στον επίλογό σας στον τρόπο που η ταξική διαφορά επηρεάζει τις σχέσεις. Είναι αγεφύρωτο το χάσμα;
Ναι, είναι αγεφύρωτο. Η ταξική διαφορά είναι αγεφύρωτη, όλες οι άλλες γεφυρώνονται. Μόνο στις ελληνικές ταινίες η πλούσια κόρη ερωτεύεται το φτωχό και τίμιο παλικάρι ή αντίστροφα και ζουν ευτυχισμένοι. Δεν ξέρω καμία περίπτωση που να γεφυρώθηκε. Πίσω από την φαινομενική αρμονία το έμπειρο μάτι διακρίνει πάντα στη μεριά του πλούσιου το αίσθημα της ανωτερότητας, της υπεροχής και της αιώνιας υποχρέωσης του άλλου/άλλης για ευγνωμοσύνη.
Γράφετε: «Θεωρώ μεγάλη παράλειψη που στις εισόδους των ναών της Εκκλησίας των του Χριστού πενήτων δεν υπάρχει επιγραφή που να ορίζει από ποιο εισοδηματικό όριο και πάνω απαγορεύεται να διαβείς το κατώφλι τους». Ίσως κάποιοι το θεωρήσουν ακραίο…
Πολλοί πράγματι θα το θεωρήσουν ακραίο, και ίσως μάλιστα και κάποιοι φίλοι μου να στενοχωρηθούν. Είναι πάντως τόσο ακραίο όσο και το ίδιο το Ευαγγέλιο που το διδάσκει! Δεν λέω τίποτε καινούργιο, τίποτε ρηξικέλευθο. Όταν ο πλούσιος νεανίσκος πλησιάζει τον Χριστό και τον ρωτάει τι να κάνει για να κληρονομήσει την αιώνια ζωή, ο Χριστός του απαντάει πως, αφού τηρεί από μικρό παιδί όλες τις εντολές, δεν του απομένει παρά να πουλήσει την περιουσία του και να τη μοιράσει στους φτωχούς. Και ο καλός αυτός νέος σκυθρώπιασε και έφυγε λυπημένος: «ην γαρ έχων κτήματα πολλά». Και μετά από αυτή τη συνάντηση, ο Χριστός στρέφεται στους μαθητές του και τους λέει ότι είναι πιο εύκολο να περάσει η γκαμήλα από το μάτι της βελόνας παρά να μπει ένας πλούσιος στη βασιλεία των ουρανών. Ας μην απελπίζονται ωστόσο οι πλούσιοι, υπάρχει πάντα τρόπος να σωθούν: να μοιράσουν στους φτωχούς την περιουσία τους. Ο χριστιανισμός, ξέρετε, είναι πολύ δύσκολη υπόθεση. Στην ιστορία του χριστιανισμού πάντως υπήρξαν πολλοί, γνωστοί και άγνωστοι, που το έκαναν αυτό. Η Εκκλησία είναι αλήθεια, επειδή υπήρχαν και πολλοί πλούσιοι που γίνονταν χριστιανοί, άρχισε από πολύ νωρίς να στρογγυλεύει την ευαγγελική διδασκαλία εν προκειμένω. Πρώτο συστηματικό παράδειγμα το Τις ο σωζόμενος πλούσιος του Κλήμεντος Αλεξανδρέως (2ος αι.) που μεταθέτει το ζήτημα από τον πλούτο καθ’ εαυτόν στη χρήση του, στην καλή ή κακή χρήση του. Δεν χρειάζεται, λέει, να ξεκάνει κανείς την περιουσία του αλλά τα πάθη του. Και εγώ που τα λέω αυτά, ακολουθώντας και αντιγράφοντας τη Σιμόν Βέιλ, θα έλεγα τα ίδια αν μου έπεφτε αύριο το λαχείο και κέρδιζα ένα εκατομμύριο ευρώ; Δεν ξέρω. Ο Θεός να φυλάει. Ένα πάντως είναι απολύτως βέβαιο, πως κάθε φορά που ο χριστιανισμός ξεχνάει ότι είναι η θρησκεία των αλιέων, από τη στιγμή εκείνη αρχίζει κάθε είδους διαστροφή του.