Για την ταινία Νοσφεράτου, το Φάντασμα της Νύχτας, του Βέρνερ Χέρτζογκ

της Ιφιγένειας Καλαντζή

 

Πρωτοπόρος σκηνοθέτης ο Βέρνερ Χέρτζογκ, ξεχωριστός εκπρόσωπος, πλάι στους Φασμπίντερ και Βιμ Βέντερς, του νέου γερμανικού σινεμά, το ’70, ταξιδεύει από την έρημο της Σαχάρας ως τις ζούγκλες του Αμαζονίου, κινηματογραφώντας με πρωτότυπες ιδέες τα απερίγραπτου κάλλους φυσικά τοπία που καταστρέφει η νεοαποικιοκρατία.

Με τη μυθοπλασία Νοσφεράτου, το Φάντασμα της Νύχτας (1979), ο Χέρτζογκ αποτίνει φόρο τιμής στον εξπρεσιονιστή συμπατριώτη του Φρίντριχ Μουρνάου, για την ταινία Νοσφεράτου Μια συμφωνία Τρόμου (1922), κινηματογραφική μεταφορά του διαβόητου βιβλίου Δράκουλας (1897), του Ιρλανδού συγγραφέα τρόμου Μπραμ Στόκερ, αναμιγνύοντας λαϊκές παραδόσεις και τρανσυλβανικούς θρύλους, με την υπαρκτή ιστορία ενός ανελέητου Ρουμάνου στρατηλάτη του 14ου αιώνα.

Ο χαρακτήρας που σκιαγράφησε, θα εισβάλει λίγες δεκαετίες αργότερα στον νεόκοπο κινηματογράφο, δημιουργώντας ξεχωριστό είδος. Ο ηθοποιός Μαξ Σρεκ, φαλακρός με μακριά μυτερά νύχια και σπασμωδικές, άκαμπτες κινήσεις, καθιερώνεται ως η πλέον αναγνωρίσιμη φιγούρα του εξπρεσιονιστικού Νοσφεράτου, πλαισιωμένη από γοτθικά τόξα, σε μια δραματουργία που ενισχύεται με αρχιτεκτονικά στοιχεία. Σε πείσμα της παραμορφωτικής εξπρεσιονιστικής αισθητικής, ο Μουρνάου, κινηματογραφεί σε αληθινές τοποθεσίες, κάτι πρωτόγνωρο για την εποχή. Η συσσώρευση φέρετρων με λήψεις καρέ-καρέ, καθώς και η παρεμβολή αρνητικού φιλμ αποτελούν δυναμικά νεωτεριστικά στοιχεία απεικόνισης του γερμανικού εξπρεσιονισμού, ρεύμα που αναπτύχθηκε μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, στη ρημαγμένη από την ήττα και τον πληθωρισμό Γερμανία, μακριά από κάθε ρεαλιστική αναπαράσταση, με σκηνικά, παραμορφωμένες προοπτικές και φωτισμούς που εντείνουν τις σκιάσεις. Με τα βαμπίρ να εισβάλλουν στο χολιγουντιανό σινεμά, μετά την οικονομική ύφεση του 1929, ως Δράκουλας πρωτοκαθιερώθηκε το 1931 ο ουγγρικής καταγωγής Μπέλα Λουγκόζι. Ακολούθησαν έκτοτε πολυάριθμες διασκευές, με τον κορυφαίο Βρετανό Κρίστοφερ Λι, να ξεχωρίζει ως Δράκουλας σε μια σειρά ταινιών, στα μέσα του ’60, καθιερώνοντας ένα κιτς σπλάτερ, στο οποίο εναντιώθηκε ο Ρομάν Πολάνσκι, με την καλαίσθητη, ασπρόμαυρη παρωδία Η νύχτα Βρικολάκων (1967).

 

Γοτθικός ρομαντισμός και οπτικά μοτίβα του «κακού»

Αναβιώνοντας τον γοτθικό ρομαντισμό του είδους, ο Χέρτζογκ κινηματογραφεί στην εισαγωγική μακάβρια σεκάνς της δικής του εκδοχής, τα μουμιοποιημένα θύματα της επιδημίας χολέρας του 1833, από το μουσείο του Γκουαναχουάτο στο Μεξικό, σε ηλικιακή σειρά. Στα μέσα του 19ου αιώνα, ο νεαρός Τζόναθαν (Μπρούνο Γκάντζ), υπάλληλος μεσιτικού γραφείου, μεταβαίνει στα Καρπάθια όρη, για να κλείσει συμβόλαιο αγοράς κατοικίας με τον Κόμη Δράκουλα, που πρόκειται να επιστρέψει στη Γερμανία. Ο ιδιόρρυθμος οικοδεσπότης εμφανίζεται μόνο μετά τη δύση του ήλιου. Όταν ανακαλύπτει στο μενταγιόν του Τζόναθαν την αλαβάστρινη ομορφιά της γυναίκας του Λούσι (Ιζαμπέλ Ατζανί), τον φυλακίζει στον απομονωμένο πύργο και επιβιβάζεται μυστικά σε ένα πλοίο, με το πλήρωμα να αποδεκατίζεται μυστηριωδώς, μέχρι τη Γερμανία. Ο Τζόναθαν δραπετεύει, αλλά στο μεταξύ έχει διαδοθεί στην πόλη του πανούκλα και η κεντρική πλατεία γεμίζει φέρετρα.

Οπτικό μοτίβο του «κακού», που στοιχειώνει τα όνειρα των πρωταγωνιστών, η χαρακτηριστική σκηνή μιας νυχτερίδας που πετάει σε αργή κίνηση, σε μια ταινία που ξεκινάει με το ουρλιαχτό της Λούσι, που ξυπνάει από εφιάλτη. Στο ρόλο του Δράκουλα, ο επιστήθιος φίλος του σκηνοθέτη και διάσημος εκκεντρικός ηθοποιός Κλάους Κίνσκι, παρουσιάζεται κατά τα εξπρεσιονιστικά πρότυπα του Σρέκ, καραφλός, με αποκρουστικά μακριά μυτερά νύχια αρπαχτικού και υπερβολικά δραματοποιημένες αργές χειρονομίες, όπως στο βουβό σινεμά, επαναφέροντας την έννοια του ηθοποιού ως στατική φιγούρα στο κάδρο, μακριά από μια αληθοφανή ερμηνεία. Και ενώ οι πρωτοποριακές τεχνικές του Μουρνάου χάρισαν άμεση εκφραστικότητα στην εικόνα του Νοσφεράτου, ο Χέρτζογκ, στο ομιλούμενο πλέον σινεμά, αξιοποιεί ρομαντικά αποφθέγματα διά στόματος του Δράκουλα, όπως: «…άβυσσος ο χρόνος, βαθύς όσο χίλιες νύχτες», τονίζοντας τη γοτθική ματαιότητα του βιβλίου. Χαρακτηριστική φιγούρα γκόθικ εικονογραφίας, που πέρασε στα κινηματογραφικά θρίλερ απευθείας απ’ τους πίνακες προραφαηλιτών, η εμφάνιση της Λούσι που υπνοβατεί, με ξέπλεκα μαλλιά και λευκό νυχτικό, σύμβολο παρθενικής αγνότητας.

Σύμφωνα με την σπουδαία Γερμανίδα ιστορικό κινηματογράφου Λότε Άισνερ (1896-1983), στη θρυλική μελέτη της Η Δαιμονική Οθόνη (1952), για τον γερμανικό εξπρεσιονισμό στο σινεμά, ο Μουρνάου, βάζει τη φύση να συμμετέχει στη δράση της ταινίας, με ένα μοντάζ πλάνων με μανιασμένα κύματα και αγριεμένα σύννεφα, κατά τον ερχομό του βρικόλακα. Αντίστοιχα, ο Χέρτζογκ κινηματογραφεί απόκρημνα βράχια, καταρράκτες και τυλιγμένες στην ομίχλη, χιονισμένες βουνοκορφές, καθώς ο Τζόναθαν πλησιάζει στο κάστρο, με υπόκρουση τη σταδιακή κορύφωση της εισαγωγής της όπερας Ο χρυσός του Ρήνου, του Βάγκνερ, που ακούγεται και όταν ξεχύνονται απειλητικά στην πόλη τα ποντίκια. Το αινιγματικό ψυχεδελικό μουσικό μοτίβο του πειραματικού γερμανικού κράουτροκ συγκροτήματος Popol Vuh, του πρωτοποριακού μουσικού Φλόριαν Φρίκε, συνεργάτη του Χέρτζογκ σε 8 ταινίες, προοιωνίζει, στη μακάβρια εισαγωγική σεκάνς και στις εναέριες λήψεις του ιστιοφόρου-φαντάσματος, την έλευση του Δράκουλα. Ο Χέρτζογκ ωστόσο, τόνισε ιδιαιτέρως την αίσθηση παρακμής, κατά την έλευση του «κακού», συγκεντρώνοντας τον εντυπωσιακό αριθμό των 11.000 ποντικών. Το παραδοσιακό γεωργιανό χορωδιακό Tsinskaro υπογραμμίζει τη συμφορά στα δίχως ήχο πλάνα άδειων πλατειών, στοιχείο κοινωνικής κατάλυσης, ενώ υπό τους ήχους του, οργιάζουν και οι κάτοικοι χορεύοντας γύρω από φωτιές, με τη σκηνή ενός παρακμιακού γαμήλιου γλεντιού, λίγο πριν καταλήξουν όλα, τροφή για τα ποντίκια, να συνδιαλέγεται με τον μεσαιωνικό πίνακα Το Πλοίο των τρελών του Ιερώνυμου Μπος. Το δοξαστικό Sanctus του Γκουνό κλείνει την ταινία στις αχανείς εκτάσεις μιας ερήμου, όπου καταφεύγει ο πρωταγωνιστής, καβάλα στο άλογο.

 

* Η Ιφιγένεια Καλαντζή είναι θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου

ifigenia.kalantzi@gmail.com

 

INFO

Κείμενο από την εισήγησή μου στην παρουσίαση της προβολής της ταινίας του Χέρτζογκ στο Cinemarian, στις 17/12/2016. Κριτική μου για την ταινία Το κοινόβιο του Τόμας Βίντεμπεργκ, που προβάλλεται από 15/12/2016 στις αίθουσες, υπάρχει στο φύλλο 300 στην ανταπόκριση από την 66η Μπερλινάλε. Καλά Χριστούγεννα!

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!