Συνέντευξη στον Σταμάτη Μαυροειδή.
Την Σοφία Κολοτούρου τη γνωρίζουμε περισσότερο από τις επιδόσεις της στο χώρο της ποίησης και λιγότερο από άλλες ασκήσεις της στη γραφή. Με το βιβλίο Κουφός είσαι ρε, δεν ακούς; φαίνεται να μεταπηδά προσωρινά στο χώρο του χρονογραφήματος.
Η ίδια, βέβαια, διατείνεται ότι το βιβλίο αυτό το έγραψε με τη φιλοδοξία να καλύψει ένα βιβλιογραφικό κενό. Ζώντας υπό συνθήκες μεταγλωσσικής κώφωσης, μεταφέρει στιγμιότυπα από τη ζωή της με στόχο να αποδομήσει στερεότυπα και προκαταλήψεις που εξακολουθούν να βασιλεύουν στον κόσμο των… ακουόντων.
Είστε γνωστή περισσότερο ως ποιήτρια παρά ως πεζογράφος. Το βιβλίο Κουφός είσαι ρε; Δεν ακούς;, που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις ΚΨΜ, έχει λογοτεχνικές αξιώσεις;
Όταν ξεκίνησα να γράφω τα κείμενα του βιβλίου μου στο προσωπικό μου μπλογκ, δεν είχα σκεφτεί το λογοτεχνικό υπόβαθρο των κειμένων. Δεν σκόπευα τότε παρά να κοινοποιήσω στους αναγνώστες τον τρόπο που επικοινωνώ και βιώνω την καθημερινότητά μου. Διάφοροι, όμως, γνωστοί και φίλοι που διάβασαν τα τελικά κείμενα του βιβλίου, θεωρούν ότι ακολουθούν την παράδοση του χρονογραφήματος, όπως καλλιεργήθηκε παλαιότερα κυρίως από τον Δημήτρη Ψαθά, αλλά και σήμερα από την Έλενα Ακρίτα. Εκ των υστέρων, λοιπόν, καταλαβαίνω κι εγώ ότι πράγματι είχα στο μυαλό μου τα χρονογραφήματά τους όταν έγραφα. Ειδικότερα, μάλιστα, ο Ψαθάς αναφέρεται και ονομαστικά στην ιστορία με τίτλο: Ο στυγερός δολοφόνος, όπου γίνεται αναφορά στο περίφημο χρονογράφημα Η μεγάλη τσάντα και το μικρό τσαντάκι.
Ποιος, κατά τη γνώμη σας, είναι ο πραγματικός χώρος της λογοτεχνίας;
Η λογοτεχνία, όπως το λέει και η λέξη, απαιτεί δύο συνθήκες για να παραχθεί. Πρώτον, τον λόγο, δηλαδή το να έχουμε να πούμε κάτι -και μάλιστα κάτι διαφορετικό από τα κοινότοπα και τετριμμένα- και δεύτερον, το να ακολουθούμε τους κανόνες της εκάστοτε τέχνης, δηλαδή να μη γράφουμε όπως θα γράφαμε σε ένα γράμμα ή στο προσωπικό μας ημερολόγιο. Λογοτεχνία, λοιπόν, έχουμε στο μυθιστόρημα, το δοκίμιο, το χρονογράφημα, την ποίηση, όταν εκκινούμε από μια ξεχωριστή ιδέα και παράλληλα σεβόμαστε κάθε φορά τους κανόνες του είδους που ακολουθούμε. Οι κριτικοί της λογοτεχνίας, οι φιλόλογοι, αλλά και οι πεπαιδευμένοι αναγνώστες καλούνται, κάθε φορά, να αποφασίσουν εάν ένα γραπτό υπηρετεί τις συνθήκες του λόγου και της τέχνης ή εάν πρόκειται για προχειρογραφία ή απλή καταγραφή σκέψεων, ημερολογιακού χαρακτήρα.
Στο βιβλίο περιγράφετε μια δικιά σας ιδιαιτερότητα, τις καθημερινές δυσκολίες στην επικοινωνία αλλά και τις προκαταλήψεις της κοινωνίας απέναντι σε όλους όσοι – όπως κι εσείς – αντιμετωπίζουν πρόβλημα κώφωσης. Ποια είναι η στόχευσή σας: να σας καταλάβουμε, να εξοικειωθούμε με ένα « πρόβλημα» που ακόμη παραμένει ταμπού ενώ δεν θα έπρεπε;
Οι περισσότεροι πολίτες με άλλες αναπηρίες μπορούν, σχετικά εύκολα, να γνωστοποιήσουν τις ανάγκες τους. Αντίθετα, στην κώφωση υπάρχει πρόβλημα επικοινωνίας με τους ακούοντες. Επειδή οι περισσότεροι κωφοί μιλούν μόνο τη νοηματική γλώσσα, που είναι μια γλώσσα προφορική, μέχρι τώρα στην ελληνική βιβλιογραφία πιθανότατα δεν υπάρχει προηγούμενο γραπτού κειμένου που να προέρχεται από κωφό συγγραφέα. Αλλά και διεθνώς ελάχιστα βιβλία έχουν γραφτεί από κωφούς. Το βιβλίο αυτό, λοιπόν, φιλοδοξεί να καλύψει ένα βιβλιογραφικό κενό, απευθύνεται κυρίως στους ακούοντες και στοχεύει στο να καταλάβετε όχι μόνο εμένα προσωπικά, αλλά και όλους όσοι ζούμε υπό συνθήκες μεταγλωσσικής κώφωσης και βαριάς βαρηκοΐας, σήμερα, στη χώρα μας. Το ένθετο 16σέλιδο κόμικ, που σχεδίασε ο Σπύρος Δερβενιώτης απευθύνεται, κυρίως, σε παιδιά και εφήβους που, μέσα από αυτό, μπορούν να μάθουν πώς να συμπεριφέρονται σε κωφά και βαρήκοα παιδιά. Ήδη έχουν έρθει σε επαφή μαζί μου δάσκαλοι από διάφορα σχολεία και μου γράφουν ότι επιθυμούν να διδάξουν αποσπάσματα του βιβλίου στους μαθητές τους.
Έχετε σκεφθεί ότι, εκτός από τις δυσκολίες, το να είναι κανείς κουφός μέσα σ’ ένα θορυβώδη, φλύαρο και ανούσιο κόσμο, ίσως να είναι και ενός είδους προτέρημα;
Κατά καιρούς έχει τύχει να μου πουν ότι «είμαι τυχερή που δεν ακούω πολλές σαχλαμάρες» και «είμαι τυχερή που κοιμάμαι χωρίς να με ενοχλούν οι θόρυβοι». Βέβαια, εγώ πιστεύω ότι όλα αυτά δεν είναι παρά λόγια παρηγοριάς. Κανείς λογικός άνθρωπος δεν θέλει να είναι κουφός, να ζει σε έναν κόσμο χωρίς μουσική, τηλέφωνο, ραδιόφωνο, τηλεόραση, χωρίς να μπορεί να παρακολουθήσει διαλέξεις, συνέδρια, απαγγελίες ποίησης, θεατρικές παραστάσεις. Σε κανέναν δεν αρέσει να προσπαθεί διαρκώς για να επικοινωνήσει με τους άλλους. Όσο κι αν θα θέλαμε να χρυσώνουμε το χάπι, ο κόσμος μας είναι οπτικοακουστικός, και το να ζει κανείς αποκλεισμένος από το ήμισυ του κόσμου είναι μια εξαιρετικά επώδυνη εμπειρία.
Η χρήση του αυτοσαρκαστικού χιούμορ λειτουργεί λυτρωτικά για σας;
Όταν είσαι διαφορετικός από τους υπόλοιπους, κινδυνεύεις ανά πάσα στιγμή να γίνεις δέκτης ειρωνικών σχολίων. Ειδικότερα οι κουφοί έχουν από παλιά θεωρηθεί ότι είναι και χαζοί γιατί «δεν καταλαβαίνουν» (σε ορισμένες γλώσσες η ίδια λέξη περιγράφει τον κουφό και τον χαζό ταυτόχρονα). Από παλιά είθισται οι τυφλοί να περιβάλλονται με σεβασμό (όπως οι μάντεις Κάλχας και Τειρεσίας) και οι παράλυτοι από οίκτο και συμπόνια. Αντιθέτως, οι κουφοί αντιμετωπίζονται συχνά με ειρωνεία, υποτίμηση και αγανάκτηση, λόγω της δυσκολίας στην επικοινωνία. Γι’ αυτό και διάλεξα ως τίτλο του βιβλίου μια συνηθισμένη φράση (Κουφός είσαι ρε; Δεν ακούς; ) που περιγράφει όλα τα παραπάνω. Ο αυτοσαρκασμός μου υποδηλώνει ότι γνωρίζω εκ των προτέρων όλα τα πιθανά ειρωνικά σχόλια, αλλά και τα αίτιά τους. Γι’ αυτό και είμαι πρόθυμη να τα πω εγώ, πρώτη, στον εαυτό μου, ώστε να ξεμπερδέψουμε νωρίς με την υποτίμηση και την ειρωνεία, και να πάμε όλοι μας ένα βήμα παρακάτω, δηλαδή στην αντιμετώπιση του κουφού ως ισότιμου συμπολίτη μας, όπως οφείλει να κάνει κάθε πολιτισμένη κοινωνία.
Και μια τελευταία ερώτηση, άσχετη με το εν λόγω βιβλίο: Μαζί με τον Κώστα Κουτσουρέλη έχετε δημιουργήσει ένα ενδιαφέρον ιστολόγιο που το ονομάζετε Νέοι ήχοι στο παμπάλαιο νερό. Πέρα από την αγάπη και των δυο σας για την ποίηση υπάρχει και κάποιος άλλος λόγος που σας οδήγησε στη δημιουργία του;
Το ιστολόγιο αυτό είναι στην ουσία μια ανθολογία ποίησης που ανανεώνεται καθημερινά εδώ και ενάμιση χρόνο. Επιλέγουμε αποκλειστικά ποιήματα που είναι γραμμένα σε παραδοσιακές μορφές ποίησης και δημοσιευμένα σε διάφορα έντυπα ή στο Διαδίκτυο, από το 1980 μέχρι σήμερα. Ο στόχος της ανθολογίας μας είναι να αναδείξουμε και να προβάλλουμε την επανεμφάνιση των παραδοσιακών μορφών ποίησης που παρατηρήθηκε στη χώρα μας, κυρίως τις τελευταίες δύο δεκαετίες. Μια επανεμφάνιση εντυπωσιακή, ειδικότερα αν σκεφτούμε πως μεταπολεμικά υπήρξε για ένα διάστημα η λανθασμένη εντύπωση πως είχε κοπεί το νήμα σύνδεσης της σύγχρονης ποίησης με την προνεωτερική ποιητική μορφολογία.
INFO
Το βιβλίο της Σοφίας Κολοτούρου θα παρουσιαστεί την Παρασκευή 5 Νοέμβρη και ώρα 6 το απόγευμα στον Ιανό (Σταδίου 24).
Ομιλητές: Σπύρος Δερβενιώτης, σκιτσογράφος του βιβλίου / Γκάζι Καπλάνι, δημοσιογράφος, συγγραφέας / Δημήτρης Αρμάος, φιλόλογος, ποιητής / Νέστορας Πουλάκος, δημοσιογράφος, εκδότης «Βακχικόν» / Δημήτρης Σούλης, ιατρός καρδιολόγος, ομοιοπαθητικός
Συντονίζει εκ μέρους των εκδόσεων ΚΨΜ, ο Δημήτρης Γκόβας