Οι τρέχουσες εξελίξεις κορύφωσης της όξυνσης του αμερικανορωσικού ανταγωνισμού, που κατέληξαν στην πολυμέτωπη ένοπλη επέμβαση της Ρωσίας στην Ουκρανία αναμένεται να επηρεάσουν καθοριστικά όλα τα κομβικά ζητήματα που ορίζουν την πορεία της χώρας μας. Δεν πρέπει να διαφύγει της προσοχής μας ότι τα όσα εξελίσσονται δεν συμβαίνουν σαν «κεραυνός εν αιθρία». Έχουν προκύψει στο έδαφος συσσωρευόμενων οικονομικών αδιεξόδων, εγχώριων και περιφερειακών / ευρωπαϊκών. Των εκδηλώσεων της συστημικής πολυοργανικής καπιταλιστικής κρίσης και ειδικότερα μιας ενεργειακής κρίσης τεράστιας κλίμακας και των συνακόλουθων κυμάτων μεγάλης ανόδου των τιμών σε όλα τα βασικά αγαθά. Συμβαίνουν επίσης στο πλαίσιο πολυμέτωπων κυοφορούμενων αναδασμών ισχύος και πολλαπλών ανταγωνισμών μεταξύ Δύσης-Ρωσίας/Κίνας αλλά και σημαντικών ενδορρήξεων μέσα στο ευρωατλαντικό σύστημα σχέσεων. Άξονες, ομαδοποιήσεις, στρατοπεδεύσεις με την εμπλοκή σημαντικών περιφερειακών δυνάμεων (η περίπτωση της Τουρκίας βαρύνει καθοριστικά τα καθ’ ημάς) που όλο και περισσότερο παραπέμπουν στις μεθόδους και τα πολιτικά ήθη του διεθνούς συστήματος «Μεγάλων Δυνάμεων» του 19ου αιώνα που απέληξε στο Πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο.

Στο σημερινό μας σημείωμα όπως είναι εύλογο δεν θα μας απασχολήσουν τόσο οι συνεχιζόμενες τακτικές κινήσεις-ζυμώσεις εντός του εγχώριου πολιτικού σκηνικού, που δεν έχουν πάψει πάντως να προχωρούν με «νέα επεισόδια» ακροβολιστικών και τροχιοδεικτικών κινήσεων (ενδεικτικά οι πρόσφατες κινήσεις των Γ. Τσίπρα, Ε. Τσακαλώτου, Ε. Βενιζέλου, Γ. Στουρνάρα, Κύρτσου και διαφόρων μερίδων στο χώρο της ΝΔ) συχνά άλλωστε αναντίστοιχων με τα διακυβεύματα που θέτει η όξυνση των διεθνών όρων. Ας κρατήσουμε το μείζον. Όλοι οι λόγοι και παράγοντες που έχουν οδηγήσει το τελευταίο διάστημα σε ζυμώσεις προς την κατεύθυνση κυβερνητικών σχημάτων «ειδικού σκοπού» και «τεχνοκρατικής διαχείρισης» με ευρύτερη ή ευρύτατη διακομματική στήριξη, εμφανίζονται σημαντικά ενισχυμένοι υπό το φως των τελευταίων εξελίξεων. Οι αμυντικές κινήσεις των ηγεσιών Ν.Δ. και ΣΥΡΙΖΑ το επιβεβαιώνουν.

Η πολιτική του «ευπειθούς μαθητή» του ευρωατλαντισμού αυξάνει τους κινδύνους για τη χώρα

Σκίτσο του Γιώργου Παπαϊωάννου

Από δύο αλληλοσυνδεόμενους δρόμους. Κατά πρώτον – το κρίσιμο για τη χώρα μας θέμα της τουρκικής απειλής: Ας συγκρίνουμε θέσεις. Τουρκία σε εν πολλοίς ενδιάμεση θέση ανάμεσα σε ΝΑΤΟ και Ρωσία, καταδικάζει την εισβολή, δεν προχωρά όμως σε κυρώσεις απέναντι στη Ρωσία, παίζει με το γεωπολιτικό χαρτί του ελέγχου των Στενών (αποσπώντας από τη Ρωσία αξιοποιήσιμα σήματα για την ενίσχυση των επιδιώξεών της στην Κύπρο – δηλώσεις Λαβρόφ με αναφορά στην «Τουρκική Δημοκρατία Βόρειας Κύπρου»). Οικοδομεί όρους για αυξημένο γεωπολιτικό της ρόλο. Ελλάδα δεδομένη και πρωτοστατούσα στη γραμμή «σκληρών κυρώσεων και απομόνωσης της Ρωσίας». Και βεβαίως προκεχωρημένο φυλάκιο του ΝΑΤΟ με όλους τους κινδύνους ακόμα και επιχειρησιακής εμπλοκής της σε ενδεχόμενη διεύρυνση της σύγκρουσης. Εντυπωσιακή η ουσιαστική σύμπλευση των κύριων δυνάμεων του ελληνικού πολιτικού συστήματος που δρα στερεωτικά για τον «μονόδρομο» της γραμμής απόλυτης υποτέλειας. Κατά δεύτερον, πολιτική που οδηγεί στη μεγέθυνση της έκθεσης σε κινδύνους ενεργειακής ασφυξίας και στην απόλυτη εξάρτηση της ελληνικής οικονομίας. Οι δομικοί κίνδυνοι για την οικονομική βιωσιμότητα της χώρας που έχουν προκύψει από την αποδοχή του καθεστώτος αποικίας χρέους, αυξάνονται ραγδαία μέσα στις σημερινές συνθήκες συμπίεσης και τσαλακώματος του ευρωπαϊκού πόλου αλλά και της πλήρους ευθυγράμμισης με την ευρωατλαντική ενεργειακή πολιτική και με όσα αυτή επιτάσσει για περιορισμό των σχέσεων με Ρωσία.

Ανάγκη να συνειδητοποιήσουμε την κατάσταση: Σαν λαός και σαν χώρα

Ας τα πάρουμε με τη σειρά:

1) Έχουμε μπει για τα καλά σε περίοδο αναδασμών ισχύος και αλλαγής συνόρων σε πολλαπλά θέατρα ανταγωνισμών. Η σύγκρουση περί την Ουκρανία αναμένεται ότι θα μεταδώσει περαιτέρω αυτή τη δυναμική – τόσο θέτοντας την «Ευρώπη» στην πρέσα, όσο και προς την πλευρά των Βαλκανίων και της Ανατολικής Μεσογείου. Δεν πρόκειται για μεμονωμένο επεισόδιο σε «ασφαλή απόσταση». Πολλά τα σήματα ότι κυοφορούνται «διευθετήσεις» σ’ αυτούς τους χώρους, με χωρητικούς όρους για την τουρκική επιθετικότητα και αντίστοιχα απειλητικούς για την κυριαρχία της χώρας μας. Οι πιθανολογούμενες φόρμουλες μπορούν να συσκοτίσουν τη φαλκίδευση της κυριαρχίας της χώρας, εμπλέκοντας πακέτα τύπου «ενεργειακού κόμβου» που θα ενίσχυαν ψευδαισθήσεις για τον θετικό, σταθεροποιητικό, «φιλειρηνικό» χαρακτήρα των σχετικών διευθετήσεων. Κυβερνητικά σχήματα οικουμενικού χαρακτήρα είναι το ιδανικό όχημα για να πέσουν τέτοιες υπογραφές με προσδοκώμενη την απόσβεση του πολιτικού κόστους Το πολιτικό σύστημα προθερμαίνει δοκιμασμένους διεκπεραιωτές τέτοιων λύσεων (βλέπε την εδώ και αρκετό διάστημα συγχρονιζόμενη κινητικότητα σημιτικών κύκλων, ΕΛΙΑΜΕΠ, ΓΑΠ αλλά και άλλων τόσο στα αριστερά έτοιμων για «Πρέσπες», όσο και στα δεξιά).

2) Ο κυνισμός της μεγαλοκρατικής συμπεριφοράς τόσο της Δύσης όσο και της Ρωσίας στην παρούσα κρίση πρέπει να βοηθήσει για τον περιορισμό ψευδαισθήσεων με σημαντική παραλυτική επίδραση στην ελληνική κοινωνία. Καμία μεγάλη δύναμη δεν πρόκειται να προστρέξει στη βάση προάσπισης κανόνων διεθνούς δικαίου και γενικών αρχών ή συμπάθειας. Η στήριξη δίνεται στη βάση προβολής ισχύος και υπολογισμού συμφερόντων και η στάση του «δεδομένου, πειθήνιου συμμάχου» μόνο θέτει υποψηφιότητα για σε βάρος του διευθετήσεις ανταγωνισμών. Στο σημείο αυτό αναγκαστικά πολύ συνοπτικά: Οι ψευδαισθήσεις αυτές τρέφονται από δύο κατευθύνσεις. Από την ιθύνουσα ελίτ και την ιστορικά σταθερή κεντρική της γραμμή εναπόθεσης της ύπαρξης της χώρας στην πλήρη και «άνευ όρων» ευθυγράμμιση με τη «Δύση». Αυτή η πολιτική έχει δεχθεί διαδοχικά χτυπήματα σε όλη την περίοδο μετά τη λήξη της μεταπολεμικής τάξης πραγμάτων, με κάθε επόμενο χτύπημα και τους προκύπτοντες κλονισμούς μέσα στη «Δύση» να διευρύνει τα αδιέξοδα. Αλλά από την άλλη πλευρά, σχετικές ψευδαισθήσεις καθόλου άσχετες με τις ιδεολογικές έξεις των ελίτ, διαθέτουν υπολογίσιμη (και με ιστορικό βάθος) βάση και στο λαϊκό φαντασιακό και στις σχετικές προσδοκίες για το ρόλο της «ομόθρησκης Ρωσίας».

3). Μια άλλη πορεία για τη χώρα δεν είναι υπόθεση μιας-δύο εμβληματικών κινήσεων, που συνήθως ο ρόλος τους έχει εξαντληθεί ως μηχανισμός συλλογικής ψυχολογικής αναπλήρωσης και απόσπασης μιας παροδικά ευμενούς στάσης από το κοινωνικό σώμα. Η ανάγκη μελέτης των ουκ ολίγων παθημάτων της ιστορικής μας διαδρομής ως προς αυτό γίνεται επιτακτική. Η απόλυτη προτεραιότητα της κατάκτησης βαθμών αυτονομίας για το λαό και τη χώρα, καλεί για ριζικές αλλαγές προτεραιοτήτων μέσα στην ελληνική κοινωνία. Σε πλήρη αντίθεση με όλες τις ιδεολογικές εκδοχές (είτε παραδοσιακές δεξιές, είτε πιο πρόσφατες αριστερές παγκοσμιοποιητικές) του συστηματικά προωθούμενου εφησυχασμού και με την παραλυτική αναμονή μιας «εξωτερικής στήριξης και βοήθειας» από «συμμάχους», «Ευρωπαίους φίλους», «Ρώσους ομόθρησκους» ή ό,τι άλλο.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!