Γράφει ο Σωτήρης Γουνελάς*
Επιμέλεια: Σταμάτης Μαυροειδής
Εμείς οι ορθόδοξοι έχουμε ένα μεγάλο μειονέκτημα που τo θεωρούμε πλεονέκτημα. Πιστεύουμε ότι είμαστε μόνοι κάτοχοι της Αλήθειας, οπότε δεν μπορεί κανένας μη ορθόδοξος να μας φωτίσει, ή να μας συνδράμει σε αυτό το ζήτημα και όχι μόνο σε αυτό. Η περίπτωσή όμως της Βέιλ μας υποχρεώνει να αμφισβητήσουμε αυτό το κυρίαρχο «δόγμα», γιατί προωθεί, ως προς ορισμένες όψεις τουλάχιστον, τόσο πολύ την χριστιανική αλήθεια, που η περίπτωσή της καταντά ανεξήγητη, αν συλλογιστεί κανείς ότι έχει εβραϊκή καταγωγή και δεν είναι βαφτισμένη. Ίσως θα μπορούσαμε να πλησιάσουμε μια εξήγηση λαμβάνοντας υπ’ όψιν τα λεγόμενά της σχετικά με την πρώτη φορά που ένιωσε την ανάγκη να γονατίσει σε ναό στην Ασίζη, εκεί όπου στο παρελθόν εκκλησιαζόταν ο άγιος Φραγκίσκος, και προπαντός τη δήλωσή της στη Σολέσμ ότι ο Χριστός «κατέβηκε και την πήρε». Το τελευταίο αυτό σημαίνει ότι η Βέιλ κατέθεσε τον εαυτό της στο Χριστό, γι’ αυτό άλλωστε μπορούσε εν μέσω εικοστού αιώνα να πει: «Δεν είναι δική μου δουλειά να σκέφτομαι τον εαυτό μου. Η δουλειά μου είναι να σκέφτομαι το Θεό. Είναι δουλειά του Θεού να σκέφτεται για μένα».
Η Βέιλ, όσο καταπλήσσει με τη νοητική της ικανότητα και δεινότητα, άλλο τόσο συναρπάζει η αποκλειστικότητα να ενδιαφέρεται έμπρακτα για τους «αδυνάτους» όλου του κόσμου
Πριν προχωρήσουμε θα ήθελα να δώσω μια γενική αίσθηση της περίπτωσής της τονίζοντας ότι η Βέιλ είναι «πολυπεριεκτική» και απαιτεί μεγάλη παιδεία και σταθερή πίστη. Και τούτο γιατί ένα πλήθος αναφορών αλλά και ενστάσεων που προβάλλει απέναντι στη χριστιανική παράδοση-σημειωτέον ότι αναφέρεται προπαντός σε Καθολικισμό και Προτεσταντισμό – αντλούνται από θεμελιακά κείμενα των αρχαίων ελλήνων, των εβραίων και των ινδών. Που σημαίνει ότι πρέπει κανείς να έχει οικείωση με τις κεντρικές τουλάχιστον σημασίες αυτών των αρχαίων παραδόσεων, έτσι ώστε να μπορεί να κρίνει τα λεγόμενά της. Γιατί η Βέιλ, όσο καταπλήσσει με τη νοητική της ικανότητα και δεινότητα, άλλο τόσο συναρπάζει η αποκλειστικότητα να ενδιαφέρεται έμπρακτα για τους «αδυνάτους» όλου του κόσμου. Από την άλλη, πρέπει να μη μας διαφύγει η τάση της για μια συχνά αφ’ υψηλού θεώρηση των πάντων και μάλιστα των χριστιανικών πραγμάτων. Το ζήτημα γίνεται δυσκολότερο από τη στιγμή που στα γραπτά της διακρίνεται μια τρομερή διάθεση εξομοίωσης με τον πάσχοντα Χριστό αλλά και με τον πάσχοντα συνάνθρωπο.
* * *
Θα σταθώ τώρα σε δύο σημεία από το βιβλίο της Attentede Dieu (Προσδοκώ τον Θεό) και συγκεκριμένα στο κεφάλαιο «Η αγάπη του πλησίον» (περιλαμβάνεται στην ελληνική έκδοση που έγινε πριν πολλά χρόνια στο «Μήνυμα» με τίτλο Εκλογή από το έργο της σε μετάφραση δική μου και της Β. Τριανταφύλλου). Το πρώτο μιλάει για το Θεό ή μάλλον για την κένωσή του, με τον ακόλουθο τρόπο: «η δημιουργία είναι από μέρους του Θεού, όχι μια πράξη αυτοδιαστολής, αλλά συστολής και απάρνησης. Ο Θεός μόνος του είναι μεγαλύτερος από το Θεό μαζί με όλα τα δημιουργήματά του. Ο Θεός δέχτηκε αυτή τη μείωση. Κένωσε από τον εαυτό του ένα μέρος της ύπαρξης. Ήδη με αυτή την πράξη κενώθηκε από την θεότητά του∙ γι’ αυτό ο άγιος Ιωάννης λέει πως το Αρνίον έχει σφαγεί από καταβολής κόσμου. Ο Θεός επέτρεψε την ύπαρξη σε πλάσματα άλλα από Κείνον και που αξίζουν άπειρα λιγότερο από Κείνον. Με την πράξη της δημιουργίας αρνήθηκε τον εαυτό του, όπως ακριβώς ο Χριστός μας παρήγγειλε ν’ απαρνηθούμε τους εαυτούς μας. Ο Θεός αρνήθηκε τον εαυτό του για χάρη μας, για να μας δώσει τη δυνατότητα να αρνηθούμε τους εαυτούς μας για Κείνον. Αυτή η απάντηση, αυτός ο αντίλαλος, που από μας εξαρτάται να τον αρνηθούμε, αποτελεί τη μόνη δυνατή δικαίωση για την παράφορη αγάπη που δείχνει το γεγονός της δημιουργίας» (σ. 25-26).
Πρώτα πρώτα, με τον τρόπο που θέτει το ζήτημα, βρισκόμαστε μπροστά σε ένα Θεό αδύναμο, σ’ ένα Θεό που εκουσίως βέβαια αυτοπεριορίζεται και μικραίνει. Η Βέιλ θα μπορούσαμε να πούμε, πιστή στα μαθηματικά λόγω Πλάτωνα και Πυθαγόρα τα βάζει στο παιχνίδι: υπολογίζοντας βρίσκει ότι ο Θεός μόνος του είναι μεγαλύτερος από ό, τι ο Θεός μαζί με τα δημιουργήματά του. Για τα φυσικά μαθηματικά η πράξη αυτή είναι λάθος, όχι όμως για το υπερβατικό η μεταφυσικό επίπεδο. Εκεί, τα πράγματα ισχύουν κάπως αντεστραμμένα, τουλάχιστον σε αυτή τη συγκυρία. Ο Θεός είναι άπειρος από μόνος του, επομένως τί θα του προσθέσει σε μέγεθος η προσθήκη σε Αυτόν των δημιουργημάτων; Όντας λοιπόν πάνω από όλους και όλα, ο ίδιος αποφασίζει να κενωθεί, να υποβιβάσει τον εαυτό του, να αυτοταπεινωθεί σε ύψιστο βαθμό. Η Βέιλ έτσι εξηγεί και τη ρήση του Ιωάννη περί «του Αρνίου του εσφαγμένου από καταβολής κόσμου», που αναφέρει στην Αποκάλυψη. Είναι σαν ήδη στη δημιουργία, να σημειώνεται μια μείωση του Προσώπου του Θεού, ένας περιορισμός της Ύπαρξης του για να χωρέσουν πλάι του οντότητες έτερες και διαφορετικές, πολύ μάλιστα κατώτερες Εκείνου, όπως μας λέει. Το διευκρινίζει διττά: Την πρώτη φορά λέγοντας «Με την πράξη της δημιουργίας αρνήθηκε τον εαυτό του, όπως ακριβώς ο Χριστός μας παρήγγειλε ν’ απαρνηθούμε τους εαυτούς μας» και τη δεύτερη λέγοντας: «Ο Θεός αρνήθηκε τον εαυτό του για χάρη μας, για να μας δώσει τη δυνατότητα να αρνηθούμε τους εαυτούς μας για Κείνον». Όπως κι αν το δούμε, δεν έχουμε να κάνουμε με ένα Θεό που συνθλίβει το δημιούργημά του, γιατί απλούστατα το έφερε στην ύπαρξη από αγάπη. Αυτή ή αγάπη που είναι ο ίδιος τον δεσμεύει εκούσια (ο Θεός είναι ελεύθερος και να δεσμευτεί και να μη δεσμευτεί) και όχι κάτι έξω από Αυτόν.
* * *
Ένα δεύτερο σημείο που μας βοηθά να καταλάβουμε τη στάση της είναι όσα αναφέρει από αφορμή την παραβολή του καλού Σαμαρείτη. Η Βέιλ έχει ένα προσωπικό και άμεσο τρόπο να διαβάζει γεγονότα και γραφές. Και έχει επίσης μια ιδιαίτερη ικανότητα να πηγαίνει κατευθείαν στο ψαχνό. Ζωγραφίζει με τα χρώματα που απαιτούνται για να δούμε την εικόνα μπροστά μας, κάπως σαν να είμαστε εκεί, όχι μέσα από τη διάχυση που επιβάλλουν οι αιώνες. Γράφει: «Ο Χριστός μας δίδαξε πως η υπερφυσική αγάπη του πλησίον, είναι η ανταλλαγή συμπόνιας και ευγνωμοσύνης που προκαλείται όπως μια αστραπή ανάμεσα σε δύο υπάρξεις, από τις οποίες η μία έχει και η άλλη στερείται το ανθρώπινο πρόσωπο. Η μία από τις δύο είναι μόνο λίγη γυμνή σάρκα, αδρανής και αιμόφυρτη, άκρη σ’ ένα χαντάκι, ανώνυμη, άγνωστη σε όλους. Όσοι περνούν πλάι της, μόλις που την αντιλαμβάνονται και λίγα λεπτά αργότερα, σχεδόν δεν ξέρουν ότι την είδαν. Ένας μόνο σταματά και την προσέχει. Οι πράξεις που ακολουθούν δεν είναι παρά το αυτόματο αποτέλεσμα αυτής της στιγμιαίας προσοχής. Η προσοχή αυτή είναι δημιουργική. Αλλά τη στιγμή που ενεργείται είναι απάρνηση».
Επειδή είπε πιο πάνω για την κένωση του Θεού στη δημιουργία, βλέπει το ανάλογο στη δημιουργική πράξη και προσοχή του ανθρώπου προς το δυστυχισμένο, άγνωστο και διαφορετικό πλάσμα. Θέλει να συνδυάσει τη γενναιοδωρία και τη συμπόνια με τη δημιουργία και το πάθος του Χριστού, που περιέχει ταυτόχρονα κένωση, απάρνηση, αγάπη. Για να παρακολουθήσουμε τη Βέιλ, πρέπει να παραιτηθούμε από τους συνήθεις τρόπους ορθολογικών ή αναλυτικών προσεγγίσεων και να κινηθούμε σε επίπεδο ενόρασης-σύνθεσης, κατά κάποιο τρόπο να κενωθούμε, όπως ζητάει η ίδια, αν θέλουμε να καταλάβουμε τι θέλει ο Θεός από τον άνθρωπο ή τι θέλει η αγάπη από τον άνθρωπο. Αυτό είναι ένα εξαιρετικά προσφιλές της θέμα. Η Βέιλ εννοεί σαρκωμένη αγάπη, δηλαδή προεκτείνει την Ενανθρώπηση, τη θεανθρώπηση του Χριστού, την κένωσή του ώστε να λάβει μορφήν δούλου στη ζωή των ανθρώπων, μέσα στον κόσμο, μέσα στις σχέσεις και δοκιμάζει να τη διαβάσει στις πράξεις τους. Για την Βέιλ δεν υφίσταται αφηρημένη αγάπη. Λέει: «αρνούμενοι τον εαυτό μας γινόμαστε ικανοί να καταφάσκουμε, όπως ο Θεός, έναν άλλο, με μια κατάφαση δημιουργική. Δίνουμε τον εαυτό μας λύτρο για τον άλλο. Είναι μια λυτρωτική πράξη» (σ. 28).
Η Βέιλ έχει ένα προσωπικό και άμεσο τρόπο να διαβάζει γεγονότα και γραφές. Και έχει επίσης μια ιδιαίτερη ικανότητα να πηγαίνει κατευθείαν στο ψαχνό
Καθώς λοιπόν η Βέιλ παρουσιάζει έντονη την εμπειρική βιωματική διάσταση και δείχνει ιδιαίτερη ευαισθησία στο θέμα της αγάπης, προσανατολίζει τη ζωή της σε αυτή τη διάσταση, όπου βλέπει να καταθέτει τον εαυτό της κατά κάποιο τρόπο μέσα σε αυτό το μαρτύριο, αφού σε καθημερινή βάση τον υπέβαλε σε έσχατη προσφορά απέναντι στον πλησίον. Η έλλειψη θεολογικής πληρότητας ή ακρίβειας αντικαθίσταται σε πολλά ζητήματα από αυτή την προσωπική προσφορά που φτάνει σχεδόν ως το θάνατο. Το γεγονός ότι αφήνεται σχεδόν να πεθάνει, δεν είναι αναγκαίο να ερμηνευτεί αρνητικά, κάπως σαν μορφή αυτοκτονίας, αλλά ως διάθεση οριστικής ένωσης με τον Πατέρα. Οπωσδήποτε ισχύει αυτό που έγραψε ο Στ. Παπαλεξανδρόπουλος βιβλιοκρίνοντας την πρώτη εκείνη έκδοση στα ελληνικά ότι «επανανακτά και βιώνει τη σχέση του Θεού με τον κόσμο, τη θρησκεία, σαν κεντρικό γεγονός, σαν την πραγματικότητα εκείνη που αναδύεται πίσω από κάθε άλλο φαινόμενο, σαν εκείνο που ορίζει, ανάλογα με την εγγύτητα ή την απομάκρυνση από αυτό, την αλήθεια –δηλ. το βαθμό ζωής– των πάντων» («Σύναξη», τ.7, Καλοκαίρι του ’83, σ. 75).
Το σπουδαίο με την Βέιλ, είναι ότι μας βάζει με μια αμεσότητα προσωπική και φιλοσοφική –με όσο γίνεται πιο έντονη έννοια- ένα είδος φιλοσοφίας ζωής θα έλεγα– μέσα στο θέμα της κένωσης από τον εαυτό, είτε τον δούμε ως εγώ, είτε ως περιέχων το εγώ
Ωστόσο, το σπουδαίο με την Βέιλ, η οποία ας μη λησμονούμε ότι δεν έχει θεολογικές και μάλιστα ορθόδοξες καταβολές, είναι ότι μας βάζει με μια αμεσότητα προσωπική και φιλοσοφική –με όσο γίνεται πιο έντονη έννοια– ένα είδος φιλοσοφίας ζωής θα έλεγα – μέσα στο θέμα της κένωσης από τον εαυτό, είτε τον δούμε ως εγώ, είτε ως περιέχων το εγώ. Μας βάζει μέσα στο ζήτημα της «μωρίας του σταυρού», που λέει ο Παύλος, δηλαδή στην καρδιά της χριστιανικής Πίστης. Εάν μάλιστα ισχύει η φράση του Σμέμαν «Να πιστεύομε στο Χριστό θα πει να μετανοούμε – να αλλάζομε ριζικά το “νου”, δηλαδή τη νοοτροπία της ζωής μας, να την αντικρύζομε ως αμάρτημα και ως θάνατο» (ο.π. 116), τότε η Βέιλ φαίνεται να έχει θέση στα χριστιανικά πράγματα και βεβαίως στα ανθρώπινα, «νεωτερικά» και μη, όποιο και αν είναι το δικό της προσωπικό βίωμα και όσα συμπληρώματα και αν χρειάζεται.
* O Σωτήρης Γουνελάς είναι ποιητής-συγγραφέας