Γράφει ο Θεόδωρος Τσελεπής
Έχει γίνει συνήθεια, εδώ και χρόνια, στο τέλος της χρονιάς να απονέμονται άτυποι τίτλοι. Πρόσωπο της χρονιάς, ταινία της χρονιάς, βιβλίο της χρονιάς. Σαν σοβαρός και έγκριτος διανοητής και κριτής των πάντων επέλεξα να σας παρουσιάσω τη δική μου λίστα. Θα περιοριστώ όμως μόνο στην ταινία της χρονιάς και στο πρόσωπο της χρονιάς.
Η ταινία της χρονιάς για μένα δεν είναι άλλη από την La Grande Bellezza του Paolo Sorrentino με πρωταγωνιστή τον σπουδαίο Ιταλό ηθοποιό Toni Servillo. Η υπόθεση είναι πολύ απλή. Ένας 65χρονος δημοσιογράφος και συγγραφέας ενός και μόνο βιβλίου κλείνοντας τα 65 του χρόνια προχωρά σε μια δύσκολη αλλά ειλικρινή ενδοσκόπηση. Μας ξεναγεί στη Ρώμη, τη νύχτα, αναζητώντας μαζί με μας την τέλεια ομορφιά. Μέσα από εικόνες της αιώνιας πόλης συμμετέχουμε σε ένα διαρκές πάρτι ανθρώπων που απλά επιζητούν την κραιπάλη. Ντυμένη με υπέροχη μουσική, με εικόνες που είναι σαν πίνακες ζωγραφικής, δείχνει να ξεκινά από κει που σταμάτησε ο Federico Fellini. Και όταν τα φώτα σβήνουν, ξαναγυρνά η σκέψη του πρωταγωνιστή στον πρώτο του έρωτα. Μόνος και κουρασμένος, αναζητά την τέλεια ομορφιά στις αναμνήσεις μιας ζωής. Ίσως για μένα τα παρακάτω λόγια που ακούγονται στην ταινία αρκούσαν για να την κάνουν σπουδαία: «Έψαχνα για την μεγάλη ομορφιά. Τη μεγάλη ομορφιά… Μα ποτέ δεν βρέθηκε. Όπως οι περισσότεροι από εμάς, την έψαχνα σε λάθος μέρος».
Για το πρόσωπο της χρονιάς, μην περιμένετε από μένα να είναι κάτι βαρύγδουπο όπως ο «βασανισμένος λαός», ο «άνεργος», ο «αγωνιστής». Τα θεωρώ πολύ απρόσωπα. Όπως ποτέ δεν σκέφτηκα να θεωρήσω πρόσωπα της χρονιάς, τον Θανάση που δολοφονήθηκε για ένα εισιτήριο, τον Φύσσα που δολοφονήθηκε από τους φασίστες ή τη μικρή Σάρα που δολοφονήθηκε για λίγη ζεστασιά. Ήταν θύματα μιας εξοντωτικής πολιτικής της συμμορίας που παριστάνει την κυβέρνηση και του ναζιστικού μορφώματος που παριστάνει το κόμμα. Δεν ήταν δική τους επιλογή. Ήταν όλοι τους νέοι άνθρωποι που ήθελαν να ζήσουν και δολοφονήθηκαν άγρια.
Για μένα πρόσωπο της χρονιάς είναι ο Νίκος Μαρκογιαννάκης. Μάλλον δεν σας λέει κάτι το όνομά του. Ο Νίκος Μαρκογιαννάκης είχε γεννηθεί στην Κρήτη. Ήταν ομογενής από την Αυστραλία που δεν άντεξε τον χαμό της αγαπημένης του συζύγου και ξεψύχησε λίγη ώρα αφότου εκείνη είχε «σβήσει». Ο γιος του τα περιέγραψε θαυμάσια: «Έτρεξα, μόλις μου τηλεφώνησαν, 5.00 η ώρα το πρωί, από τη «Θαλπωρή» (το κέντρο όπου ζούσε η Μαρία Μαρκογιαννάκη, χτυπημένη από αλτσχάιμερ). Βρήκα τον πατέρα έξω, να καπνίζει. Έβλεπα ότι ο πόνος τον είχε τσακίσει. Μου έδωσε το πακέτο τα τσιγάρα του, πράγμα που εκείνη την ώρα δεν μπορούσα να εξηγήσω. Ήταν σαν να μου έλεγε “δεν τα χρειάζομαι πια”. Γονάτισα μπροστά του, όπως καθόταν στο παγκάκι, αμίλητος, και ξαφνικά είδα το μισοτελειωμένο τσιγάρο που κρατούσε να πέφτει από το χέρι του. Έγειρε το κεφάλι του και νόμισα ότι τον πήρε ο ύπνος. Δεν έκανα λάθος. Ήταν όμως ο αιώνιος ύπνος. Αυτός που θα τον έφερνε πάλι κοντά στη μητέρα μου, στον άνθρωπο που λάτρεψε σε όλη του τη ζωή και ήταν αποφασισμένος να μην αφήσει ούτε τον θάνατο να τους χωρίσει».
Ίσως θα πρέπει να ανατρέχουμε πιο συχνά σε στίχους όπως αυτούς της Γώγου: «Δεν ξέρω -μην περιμένεις και από μένα πολλά- τόσα έζησα, τόσα έμαθα, τόσα λέω κι απ’ όσα διάβασα ένα κρατάω μόνο: “Σημασία έχει να παραμένεις άνθρωπος”».
Καλή χρονιά να έχουμε…