Παραπάνω από μία εβδομάδα μετά το τέλος των εορτασμών της εθνικής μας παλιγγενεσίας και εξακολουθώ να βλέπω ελληνικές σημαίες όλων των μεγεθών (S, M, L, XL) να κυματίζουν περήφανα σε μπαλκόνια, οροφές και καπό αυτοκινήτων. Του Δημήτρη Ουλή
Παραπάνω από μία εβδομάδα μετά την 25η Μαρτίου, η γαλανόλευκη, το συγκροτητικό αυτό σύμβολο της κρατικής μας υπόστασης και της εθνικής μας ανεξαρτησίας, συνεχίζει να κοσμεί πεισματικά το νεοελληνικό μπαλκόνι και το νεοελληνικό αυτοκίνητο – σε πείσμα της ανεόρταστης καθημερινότητας που δυστυχώς πάντοτε επακολουθεί. Θα τολμούσα να ισχυριστώ, δηλαδή, ότι συμβαίνει κάτι ανάλογο με τα χριστουγεννιάτικα λαμπιόνια, τα οποία συχνά εξακολουθούν να αναβοσβήνουν σε σπίτια, μαγαζιά και δημόσιους χώρους για πολλές μέρες μετά την πρώτη εβδομάδα του Ιανουαρίου. Η τάση είναι χαρακτηριστική και πρέπει να προσεχτεί: αποδεικνύει, αν μη τι άλλο, ότι ο χρόνος της γιορτής είναι συχνά υποκειμενικός και ότι είναι αδύνατον να προσδιοριστεί σε ριζική και απόλυτη αντιδιαστολή προς τα υποκείμενα που την υλοποιούν.
Ακριβώς, όμως, αυτή η άρρηκτη συνάρθρωση της γιορτής με το βίωμα των υποκειμένων της, θέτει αναπόφευκτα και το ερώτημα περί του πραγματικού (και όχι φαντασιακού) αντικειμένου της. Η σελίδα της ελληνικής Wikipedia, για παράδειγμα, μας θυμίζει ότι οι εννέα γαλάζιες και λευκές λωρίδες της ελληνικής σημαίας συμβολίζουν αφενός τα εννέα γράμματα της λέξης «ελευθερία», αφετέρου τις εννέα συλλαβές του εθνικού μας συνθήματος «Ελευθερία ή Θάνατος». Κατά λογική, λοιπόν, συνακολουθία δικαιούμαι να υποθέσω ότι όσοι εξακολουθούν μεθεορτίως να τοποθετούν σημαίες στα μπαλκόνια και στα αυτοκίνητά τους, επιθυμούν να επαναλάβουν την πάγια απόφαση των προγόνων τους να ζήσουν ελεύθερα ή να πεθάνουν τιμημένα. Γιορτάζουν, με άλλα λόγια, το διαχρονικά αλύγιστο εθνικό φρόνημα των Ελλήνων, το διαπρύσιο πατριωτικό τους αίσθημα, τη ριζική απέχθειά τους απέναντι στον ξένο δυνάστη, την παροδοσιακή γεναιοψυχία και παλληκαριά της φυλής, ενώ, παράλληλα, διεκδικούν το δικαίωμα να μεθούν με το ακριβό νάμα της λευτεριάς, που δεν είναι άλλο από το αθάνατο κρασί του ΄21.
Αν έτσι, όμως, έχουν τα πράγματα, τότε φοβούμαι ότι η σπαραχτική διερώτηση του βασιλιά Θέοντεν στον Αρχοντα των Δακτυλιδιών φαίνεται πιο επίκαιρη παρά ποτέ: «Where is the horse and the rider? Where is the horn that was blowing?». Αν είμαστε πράγματι τόσο πατριώτες, τότε πώς άραγε φτάσαμε ώς εδώ; Αν η δίψα της λευτεριάς είναι τόσο άσβηστη στην ψυχή του Ελληνα, αν το καμάρι για την πατρίδα τόσο σπάταλο, τότε πώς εξηγείται αυτό το παγκόσμιο κλοτσοσκούφι που έχουμε καταντήσει, αυτός ο τραγέλαφος της πολιτικής μας εκπροσώπησης, αυτό το μηδενικό που περιφέρουμε σε όλους τους χώρους και σε όλους τους τομείς; Πώς εξηγείς τα ρεκόρ τηλεθέασης που σημειώνουν τα τουρκικά σίριαλ; Πώς εξηγείς την νομιμοποίηση -διά εθνικών εκλογών!- της τροϊκανής νεο-αποικιοκρατίας; Πώς συνταιριάζεις την απέραντη εθνική υπερηφάνεια που πλημμυρίζει το μέσα σου, με την απέραντη εθνική ταπείνωση που πλημμυρίζει το έξω σου; Πώς μπορείς να υψώνεις τη σημαία και την ίδια στιγμή να σκύβεις το κεφάλι;
Ναι, σε σένα απευθύνομαι «συνέλληνα». Σε σένα, που κοσμείς το μπαλκόνι σου με τη γαλανόλευκη. Σε σένα, που ο τράχηλός σου ζυγό δεν υποφέρει. Σε σένα, που βεντουζάρεις σημαιάκι στην οροφή και το καπό τού αυτοκινήτου σου, νομίζοντας αφελώς ότι το φλάμπουρο μπορεί αφ’ εαυτού του να κάνει θεριά «και τους δειλούς ακόμα», καταπώς λέει το τραγούδι.
Όχι, δεν μπορώ να συμβληθώ. Και ας μου επιτραπεί να πω ότι στα δικά μου τουλάχιστον μάτια, προεόρτιες, εορταστικές και μεθεόρτιες σημαίες μοιάζουν όλες το ίδιο πένθιμες. Εμπίπτουν, δε, εξολοκλήρου στην αντίφαση που προσπάθησα να υπαινιχθώ προηγουμένως. Αν εγείρουν μέσα μου κάποιο συναίσθημα, αυτό είναι μάλλον η μελαγχολία. Κι αν δικαιολογώ την ύπαρξή τους, είναι μονάχα διότι εξακολουθώ να βλέπω σ’ αυτές κάποια σύμβολα καλά για τη σκέψη (bonnes à penser) όπως έλεγε ο Claude Levis Strauss: σύμβολα τα οποία, ενόψει των περιστάσεων, με καλούν να στοχαστώ μακριά από «ελληνορθόδοξες» ή άλλες αυταπάτες, για το νόημα που μπορεί να έχουν ακόμα λέξεις όπως «Ελλάδα», «πατρίδα», «ελληνικότητα» και λοιπά ηχηρά. Η παρούσα στήλη προτίθεται να υπηρετήσει με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη εντιμότητα και σοβαρότητα έναν τέτοιο στοχασμό. Και παρακαλεί τον αναγνώστη να γίνει συνοδοιπόρος της, υποδεικνύοντάς της τόσο τα δυνατά της σημεία, όσο και τα λάθη της.