Παύλος Τουμανίδης, μέλος του Δ.Σ. της ΟΣΠΑ, της Ομοσπονδίας που εκπροσωπεί, στην ουσία, 4.500 απολυμένους από την κρατική Ολυμπιακή.
Δούλεψα 25 χρόνια στην Ολυμπιακή και σήμερα βρίσκομαι υπό μετάταξη. Αν και με βάση τα κριτήρια που θέτει ο νόμος 1737/2008 τεκμηριώνω δικαίωμα συνταξιοδότησης, έχω επιλέξει να κάνω μετάταξη σε μια άλλη υπηρεσία, προκειμένου να εργάζομαι, γιατί έκρινα ότι είναι αρκετά πρόωρο να πάρω σύνταξη.
Μετά την ιδιωτικοποίηση της εταιρείας είχαμε εκτιμήσει ότι αυτός ο νόμος, ο οποίος τότε είχε προβληθεί ως διασφάλιση των απολυμένων, θα ετίθετο στην προκρούστεια κλίνη της ακύρωσης επιμέρους ή και όλων των χαρακτηριστικών διασφάλισης.
Η ιδιωτικοποίηση πέρασε αναίμακτα και η πλειοψηφία των συνδικαλιστών, αλλά και των εργαζομένων, θεώρησαν ότι αφού ο νόμος διασφαλίζει την εργασιακή και μισθολογική προοπτική μας δεν χρειάζεται να ασχοληθούμε με το κεντρικό ζητούμενο της πολιτικής, που είχε να κάνει με το χαρακτήρα της επιχείρησης. Αυτό ήταν λάθος. Εκτιμούσαμε ότι θα οδηγούσε σε μια κατάσταση παρατεταμένης ομηρίας, η οποία αρχίζει ήδη και διαφαίνεται.
Βρισκόμαστε με το χαρτί της απόλυσης από τις 15 Δεκεμβρίου και μέχρι σήμερα οι μετατάξεις δεν έχουν γίνει και φοβάμαι ότι μέσα στο 2010 μπορεί να μη γίνουν, λόγω της δέσμευσης της κυβέρνησης στο πλαίσιο του συμφώνου σταθερότητας να μην υπάρξει αύξηση των απασχολουμένων στο δημόσιο τομέα.Προκειμένου να μην υπάρξουν κοινωνικές αντιδράσεις που να θίγουν και το προφίλ των νέων ιδιοκτητών της Ολυμπιακής, έχουμε την εξής ιδιομορφία. Ενώ η επιχείρηση είχε πάψει να λειτουργεί ως δημόσια από τις 15 Ιουλίου στα κύρια τμήματα εξυπηρέτησης, οι απολύσεις δόθηκαν 6 μήνες αργότερα. Ο εργαζόμενοι συντηρούνταν, δηλαδή, σε μια κατάσταση ντε φάκτο αργομισθίας, προκειμένου να μην υπάρξει καμία αντίδραση. Δεν είναι τυχαίο ότι ο υπουργός Μεταφορών απαντώντας σε σχετική ερώτηση της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ, προσπαθώντας να αντιπαρέλθει το γεγονός ότι το ΠΑΣΟΚ συνεχίζει και εμβαθύνει την πολιτική της Ν.Δ. σχετικά με τις ιδιωτικοποιήσεις. Έθεσε ερωτήματα στο ΣΥΡΙΖΑ αν ως κόμμα αποδέχεται να συνταξιοδοτούνται άνθρωποι 40 – 50 χρονών, ή να δίδονται μεγάλα επιδόματα ως εφάπαξ αποζημιώσεις σε αντίθεση με τους άνεργους των 500 ευρώ, ή να μετατάσσονται οι εργαζόμενοι της Ο.Α. σε άλλες υπηρεσίες, όπου εκεί θα λαμβάνουν πολλαπλάσιο μισθό έναντι των άλλων υπηρετούντων.
Όλα αυτά δείχνουν ότι η συνδικαλιστική πλειοψηφία στο χώρο κινήθηκε με μια αδιέξοδη πολιτική. Σήμερα υπάρχει δυνατότητα να δοθεί μια αξιοπρεπής μάχη, με μια προϋπόθεση: Να υπάρξει παραδοχή ότι η συστράτευση των παραγωγικών δυνάμεων της χώρας, σημαίνει ισχυρός δημόσιος όμιλος επιχειρήσεων με κοινωφελή και εθνικό χαρακτήρα. Εάν υπάρξει αυτή η παραδοχή και δεν τίθενται οι επιχειρήσεις αυτές στη δαμόκλειο σπάθη της αγοράς και του κέρδους, τότε ναι, μπορεί να υπάρξει γενικότερη προοπτική για το εργατικό κίνημα. Εάν όχι, το εργατικό κίνημα θα σκιαμαχεί, γύρω από το πόσο θα υποχωρεί κάθε φορά.