Αξεδιάλυτο κουβάρι παραμένουν οι εντατικές διαβουλεύσεις σχετικά με την εκεχειρία στην Ουκρανία, με όλα τα ενδεχόμενα να παραμένουν ανοικτά. Η συμφωνία μεταξύ αντιπροσωπειών των ΗΠΑ και της Ουκρανίας στην Τζέντα της Σαουδικής Αραβίας παρουσιάστηκε ως το «πρώτο σημαντικό βήμα για την ειρήνη». Οι κυβερνήσεις των χωρών της Ε.Ε. και τα θεσμικά της όργανα χαιρέτισαν με ενθουσιασμό τις «συμφωνίες», προβάλλοντας ταυτόχρονα την ανάγκη και της δικής τους παρουσίας στη συνέχεια, με όρους και προϋποθέσεις που ακυρώνουν κάθε επόμενο βήμα. Στο ίδιο μήκος κύματος και η Τουρκία η οποία, μετά τον αναβαθμισμένο ρόλο που της εκχωρήθηκε στην ευρωπαϊκή άμυνα, φιλοδοξεί να παρουσιαστεί σε ειδικό διαμεσολαβητή της ειρήνευσης στην Ουκρανία. Φιλάρεσκα ο Αμερικάνος ΥΠΕΞ Ρούμπιο δήλωσε ότι «η μπάλα είναι στο τερέν της Ρωσίας», και ταυτόχρονα ανακοίνωσε επίσκεψη αμερικάνικης αντιπροσωπείας στη Μόσχα για να συζητηθούν οι λεπτομέρειες.
Στην πραγματικότητα η συμφωνία στη Τζέντα δεν προσθέτει κάτι νέο στα όσα είναι μέχρι τώρα γνωστά. Η ουκρανική αντιπροσωπεία αποδέχθηκε την πρόταση Τραμπ για κατάπαυση του πυρός για 30 ημέρες σε αέρα, στεριά και θάλασσα. Από ό,τι φαίνεται υπέγραψε ή αποδέχθηκε δεσμευτικά και τη συμφωνία εκχώρησης του ορυκτού της πλούτου στις ΗΠΑ, παρά τις ανάλογες δεσμεύσεις που έχει ομολογήσει έναντι ευρωπαϊκών χωρών και της Βρετανίας. Σε αντάλλαγμα, αποκαθίσταται η αμερικάνικη οικονομική και στρατιωτική βοήθεια στο Κίεβο και αίρονται οι περιορισμοί στις στρατιωτικές πληροφορίες, που είχαν διακοπεί προσωρινά. Χωρίς αμφιβολία, ο Τραμπ πήρε αυτό που ήθελε από την Ουκρανία σε βάρος της, και κυρίως σε βάρος της Ευρώπης. Άγνωστο όμως παραμένει αν υπήρξε συμφωνία και στους όρους της προσωρινής εκεχειρίας. Χωρίς αυτό, τίποτα δεν έχει νόημα.
Αμερικάνικη διπλωματία με υπόρρητες βλέψεις
Ο νέος πρόεδρος των ΗΠΑ δεν έχει κρύψει τις απόψεις και τις προθέσεις του. Εκτιμά ότι ο πόλεμος στην Ουκρανία έχει κριθεί και ότι το μέλλον αυτής της χώρας, η ασφάλειά της και η ανοικοδόμησή της, οφείλουν να είναι υπόθεση της Ευρώπης – και με δικές της δαπάνες. Φαίνεται ότι δεν τον απασχολούν οι φλυαρίες περί ήττας της Δύσης. Τη χρεώνει στον πραγματικό του αντίπαλο, σε ό,τι συνιστά δηλαδή το στρατόπεδο των Δημοκρατικών σε ΗΠΑ και Ευρώπη, και του αρκεί να δηλώνει ότι «αν ήταν αυτός πρόεδρος, ο πόλεμος δεν θα είχε ξεκινήσει».
Εν τω μεταξύ καταγράφει επιτυχίες για τον ίδιο και την κοινή γνώμη της χώρας του. Πρώτον, αποδεσμεύεται από τον πόλεμο και επανεισπράττει, και μάλιστα προσαυξημένο, το αμερικάνικο κόστος συμμετοχής στην ουκρανική σύγκρουση μέσω της συμφωνίας για τον ορυκτό πλούτο της Ουκρανίας. Δεύτερον, φορτώνει στη Ευρώπη ένα βάρος 800 δισεκατομμυρίων ευρώ για στρατιωτικό εξοπλισμό: αυτοί θα είναι πόροι που θα αφαιρεθούν από κάθε σχέδιο και προοπτική οικονομικής ανάκαμψης της Ε.Ε. εν μέσω ενός ανειρήνευτου οικονομικού πολέμου. Βάσιμα πιστεύει ότι ένα μεγάλο μερίδιο αυτών των πόρων θα καταλήξουν στην αμερικάνικη στρατιωτική βιομηχανία (κι ας καλεί η φον ντερ Λάιεν για ενίσχυση της αντίστοιχης ευρωπαϊκής βιομηχανίας), εξισορροπώντας απώλειες από το τέλος του πολέμου της Ουκρανίας. Το πιο σημαντικό από όλα όμως είναι ότι με αυτή την πολιτική οδηγεί σε μια ακραία ρήξη των σχέσεών του με χθεσινούς συμμάχους σαν μέρος ενός ευρύτερου σχεδίου κατίσχυσης σε βάρος της επιρροής του πόλου των Δημοκρατικών μέσα και έξω από τις ΗΠΑ.
Χωρίς αμφιβολία, ο Τραμπ πήρε στην Τζέντα αυτό που ήθελε από την Ουκρανία σε βάρος της, και κυρίως σε βάρος της Ευρώπης: επανεισπράττει προσαυξημένο το αμερικάνικο κόστος συμμετοχής στην ουκρανική σύγκρουση, και φορτώνει στη Ευρώπη ένα βάρος 800 δισεκατομμυρίων ευρώ για στρατιωτικό εξοπλισμό
Αυτά, λίγο ως πολύ, είναι γνωστά και έχουν σχεδόν ομολογηθεί. Εκείνο που κρύβεται πίσω από αυτά είναι η προσπάθεια ευρύτερης, οικονομικής και γεωπολιτικής, προσέγγισης με τη Ρωσία με στόχο τη διάρρηξη ή έστω την καθυστέρηση της εμβάθυνσης της συνεργασίας Ρωσίας-Κίνας και της ανάδειξης των BRICS ως ισχυρού πόλου αμφισβήτησης της αμερικάνικης κυριαρχίας στον πλανήτη. Το σχέδιο Τραμπ, η συνειδητοποίηση δηλαδή ότι η Κίνα αποτελεί τον στρατηγικό αντίπαλο, και η προσπάθεια ανάσχεσης αυτής της πορείας, έχει βέβαια πολύ δρόμο να διανύσει ακόμα. Διότι είναι άγνωστες οι αμοιβαίες απαιτήσεις, και σοβαρό αγκάθι η δυσπιστία που έχει ριζώσει στις διεθνείς σχέσεις – και ιδίως στις σχέσεις μεταξύ ΗΠΑ και Ρωσίας.
Με αυτή την έννοια, είτε από την πλευρά των άμεσων στόχων της αμερικάνικης πολιτικής στην Ουκρανία είτε από εκείνη των στρατηγικών επιδιώξεων των ΗΠΑ, η αμερικάνικη πρόταση εκεχειρίας δεν μπορεί να αποτύχει. Κάτι τέτοιο θα αποτελούσε σοβαρό πλήγμα στο κύρος του Τραμπ και θα υπέσκαπτε άμεσους και μακροπρόθεσμους σχεδιασμούς. Αυτήν την απλή αλήθεια τη γνωρίζει καλά η Μόσχα.
Οι όροι και τα όρια της Ρωσίας
Συνήθως ο βρεγμένος δεν φοβάται τη βροχή. Συνήθως. Η Ρωσία βρίσκεται σε έναν τριετή αιματηρό πόλεμο. Σε αυτές τις περιπτώσεις, ο χρόνος μετρά μεσοπρόθεσμα αρνητικά. Καταγάγει νίκες στο μέτωπο της Ουκρανίας, αλλά μετρά απώλειες στη Μέση Ανατολή και αντιλαμβάνεται να μειώνεται ο ρόλος της στην παγκόσμια σκηνή. Έχει διαρρήξει πλήρως τις σχέσεις της με την Ευρώπη και, παρά το γεγονός ότι έχει αντιμετωπίσει επιτυχώς ως τώρα την πολιτική των δυτικών κυρώσεων, η απομόνωσή της από τη Δύση δεν είναι λογικό να αποτελεί σταθερό στρατηγικό σχεδιασμό της. Με αυτή την έννοια, η αποκατάσταση των σχέσεων της με τις ΗΠΑ αποτελεί μια ευκαιρία. Δεν είναι τυχαίο ότι τα κύρια πυρά της Μόσχας στρέφονται κατά των φιλοπόλεμων κυβερνήσεων της Ε.Ε. και δεν ανταπαντά επιθετικά σε, κατά καιρούς, εριστικές δηλώσεις του Τραμπ. Έτσι υποδέχθηκε με αυτοσυγκράτηση τις συμφωνίες της Τζέντα, δηλώνοντας απλώς ότι περιμένει διευκρινήσεις.
Με δεδομένο ότι άμεση τακτική πρόθεση της Ρωσίας είναι να μην δυσαρεστήσει ούτε να αποδυναμώσει τον Τραμπ στην Ουκρανία, η στάση της δεν μπορεί παρά να καθορίζεται από όρια. Δεν μπορεί να συναινέσει σε μια εκεχειρία που θα έδινε ανάσα στο Κίεβο και θα επέτρεπε τον επανεξοπλισμό του. Δεν μπορεί να δεχθεί μια εκεχειρία χωρίς την παράλληλη παύση παροχής στρατιωτικής βοήθειας από ΗΠΑ και Ευρώπη, ούτε χωρίς κατηγορηματική διαβεβαίωση περί μη ένταξης της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ. Δεν μπορεί να αποδεχθεί την ανάπτυξη ευρωπαϊκών δυνάμεων κοντά στα σύνορά της, και χρειάζεται την επίσημη και διεθνή αναγνώριση των κατακτήσεών της στα πεδία των μαχών και στην Κριμαία, καθώς και τη σταδιακή άρση των δυτικών κυρώσεων. Αυτά αποτελούν στοιχειώδεις όρους μιας εκεχειρίας ακόμα και για στρατιωτικούς λόγους, και για την ικανοποίηση της ρωσικής κοινής γνώμης. Μπορούν οι ΗΠΑ να εγγυηθούν τους παραπάνω όρους; Και τι από αυτά μπορούν να αποδεχτούν οι χώρες της Ευρώπης; Όσο τα ερωτηματικά θα παραμένουν αναπάντητα, ο δρόμος θα παραμένει δύσβατος.