Θαύμαζα τον Χρόνη. 21 χρόνια φυλακές και εξορίες, χωρίς να χάσει το ήθος του, χωρίς να χάσει το σθένος του και, άκρως ελκυστικό, χωρίς να χάσει τη γλύκα του.
Αυτή η γλύκα του Χρόνη με διαπερνούσε σαν μαγνήτης. Η γλύκα του αμόλυντου επαναστάτη. Αυτή η γλύκα που έχει κι ο Τσε, που τη νιώθεις εξ αποστάσεως, από μια φωτογραφία ή από μια φράση, από ένα βλέμα ή από μια στάση του κεφαλιού. Αυτή η γλύκα που όταν βρεθείς κοντά στον άνθρωπο γίνεται ανάγλυφη, σε ακουμπάει.
Την ένιωσα στο Μικροχώρι πολύ έντονα, στο αγροτικό τους σπίτι με τη Ρηνιώ και το λυκόσκυλο, αν και ο Χρόνης δεν έκανε τίποτα για να με εντυπωσιάσει. Χάρηκα πολύ που του άρεσαν τα ντοκιμαντέρ μου για τον Ελληνισμό και χάρηκε που είχα τόσα να του πω για τα γραφτά του και τόσα να τον ρωτήσω επί πλέον.
Ο Χρόνης ήταν ένας απ’ αυτούς τους ανθρώπους που σε κάνουν να νιώθεις ότι αξίζει να ζεις και να παλεύεις. Ότι η ζωή δεν είναι για πέταμα. Κι ότι είναι προνομιούχος όποιος απολαμβάνει να δίνει παραπάνω απ’ όσα παίρνει. Ήθελα να γίνω γείτονάς του, αλλά δεν τα κατάφερα. Θα τον σκέφτομαι, όμως, πάντα, από ανάγκη, από αγάπη και απ’ αυτή τη γλύκα του που μ’ έχει μπολιάσει.
Σ’ ευχαριστώ Χρόνη. Σ’ ευχαριστούμε πολύ.
Στέλιος Ελληνιάδης