Είναι μπορετή μια συζήτηση για τα Θρησκευτικά σήμερα;
Όταν ήμουν μαθητής διάβασα για πρώτη φορά κάτι θεολογικό, πέρα από τα σχολικά εγχειρίδια, στα τέλη του 1974. Ήμουν στη Δ΄ Γυμνασίου, η χούντα είχε πέσει πρόσφατα και τα πεζοδρόμια στο κέντρο της Αθήνας είχαν γεμίσει από πάγκους, τίγκα στο πολιτικό βιβλίο. Το πρώτο, λοιπόν, θεολογικό, που διάβασα, βρισκόταν στο βιβλίο του Ένγκελς, Ουτοπικός Σοσιαλισμός και Επιστημονικός Σοσιαλισμός, το οποίο αγόρασα ο ίδιος, με το μαθητικό χαρτζιλίκι.
Στην πρώτη και δραματική ανάγνωση μού ξέφευγαν πολλά, όμως κράτησα κάτι που μου φάνηκε αποκαλυπτικό: αν νοιάζεσαι για την ανάγνωση της πραγματικότητας, δεν βγάζεις έξω από τον οπτικό σου ορίζοντα τη θρησκεία, ούτε αυταπατάσαι πως ανήκει τάχα στο ιδιωτικό, το οποίο δεν συμμετέχει στο φτιάξιμο της Iστορίας. Το βιβλίο είναι ριζικά αντιθρησκευτικό και πολύ παλιό, με κατακλυσμιαία γεγονότα και αναπροσανατολισμούς να έχουν λάβει χώρα από τότε. Αλλά δεν στέκομαι στα σημεία του που έκαναν τη χριστιανική συνείδησή μου να διαμαρτύρεται. Στέκομαι στο ότι προϋποθέτει διαβάσματα για θεολογικά ρεύματα (είτε φεουδαρχικών σκοπιμοτήτων είτε σοσιαλιστικών προθέσεων) δίχως τα οποία είναι αδύνατη η κατανόηση της ευρωπαϊκής πορείας.
Στον Πρόλογό του ο Ένγκελς έγραψε μια φράση μεγάλης νοστιμιάς: Τους διάφορους «μορφωμένους» (δικά του τα σαρκαστικά εισαγωγικά) αστούς «τους κυριεύει η ασυγκράτητη ανάγκη να παρουσιάζουν κάθε φορά και πιο χτυπητά την τρομερή τους άγνοια και την κολοσσιαία τους, απ’ αυτό, παρεξήγηση του σοσιαλισμού. Όταν ο Δον Κιχώτης σήκωνε το δόρυ του ενάντια σε ανεμόμυλους, ήταν μέσα στη δουλειά του και στο ρόλο του. Στο Σάντσο Πάντσα, όμως, είναι αδύνατο να συγχωρήσουμε κάτι τέτοιο».
Ναι, η άγνοια είναι πρόβλημα. Μα όταν ο φορέας της κομπάζει κι από πάνω, δεν έχουμε απλό πρόβλημα, έχουμε διαστροφή. Αν στο παράθεμα αντικαταστήσουμε τις λέξεις «του σοσιαλισμού», με τις λέξεις «της θεολογίας» ή «των Θρησκευτικών», θα έχουμε αυθωρεί μια πολύ πετυχημένη περιγραφή της ατμόσφαιρας Οκτωβρίου 2015 στην Ελλάδα. Ηθελημένα νόστιμος, άθελα προφητικός ο Ένγκελς!
Ποια πληροφόρηση έχουν, άραγε, όσοι μίλησαν για τις απαλλαγές από το μάθημα των Θρησκευτικών; Πόσοι γνωρίζουν (ή: πόσοι παραδέχονται πως γνωρίζουν) ότι μεταξύ των θεολόγων έχει ενταθεί κατά την τελευταία δεκαπενταετία ένας δυναμικός αναστοχασμός για τη φυσιογνωμία του μαθήματος, τέτοιος που σε κανένα άλλο μάθημα δεν συμβαίνει; Τουλάχιστον όσοι βρίσκονται σε θέσεις ευθύνης (από τα υπουργεία και τις ενώσεις καθηγητών μέχρι τους δημοσιογράφους) οφείλουν να γνωρίζουν. Σάντσο Πάντσα, πρέπει να είμαστε αυστηροί μαζί σου.
Ο αναστοχασμός για τον οποίο μιλάω (και ο οποίος συνεπάγεται συγκρούσεις στο εσωτερικό του θεολογικού χώρου) εισηγείται ένα μάθημα Θρησκευτικών απαραίτητο προκειμένου ο νέος άνθρωπος να γνωρίσει την πραγματικότητα γύρω του και άρα ένα μάθημα μη κατηχητικό και υποχρεωτικό για όλους. Ένα μάθημα στο οποίο ο μαθητής θα γνωρίσει την κοινή γλώσσα ετούτου του λαού, ώστε να δυνηθεί στη συνέχεια να αρθρώσει τη δική του κατάφαση ή τη δική του άρνηση. Ένα μάθημα που τη γνωριμία με τον Άλλον θα την ζει ως πλουτισμό και θα τη χαίρεται ως επένδυση για κριτική ματιά. Ένα μάθημα που θα φέρνει τον νέο σε γνωριμία τόσο με τη γενεαλογία του σύγχρονου κόσμου (πώς θα προέκυπτε, άραγε, η πεποίθηση ότι ο κόσμος δύναται να αλλάξει, αν η βιβλική καινοτομία περί ευθύγραμμης πορείας προς το ανοιχτό μέλλον δεν υπερακόντιζε την αρχαία πίστη σε αιώνια κυκλική κίνηση της ιστορίας;) όσο και με σύγχρονα ερωτήματα της ανθρώπινης ύπαρξης, τα οποία χρειάζονται οραματικές προσεγγίσεις, με όλες τις δυνάμεις του ανθρώπου – της πίστης συμπεριλαμβανόμενης. Είναι τυχαίο, άραγε, ότι σήμερα την έννοια της Κυριακής αργίας την υπερασπίζονται ονειροπόλοι αριστεροί και θρησκευόμενοι, δηλαδή οι πιο ανορθολογικοί, κατά τη γνώμη του ωμού νεοφιλελευθερισμού;
Επί χρόνια ο εν λόγω αναστοχασμός για τα Θρησκευτικά αποτυπώνεται πολυφωνικά σε κείμενα και μελέτες, σε ημερίδες και συνέδρια, κι έχει τεθεί υπ’ όψιν των κατεχόντων θέσεις ευθύνης. Αλλά και τα πολυάριθμα κείμενα υψηλού προβληματισμού που δημοσιεύτηκαν μόλις τον τελευταίο μήνα από θεολόγους αυτής της οπτικής, δείχνουν ότι στην Ελλάδα σήμερα, πέρα από την εκκλησιαστική γραφειοκρατία και το θεολογικό φονταμενταλισμό, υπάρχει κι ένα θεολογικό δυναμικό αξιώσεων, με κατάρτιση ου την τυχούσα. Μια ματιά στη βιβλιογραφία που παράγεται και στα μεταπτυχιακά που εκπονούνται, θα δείξει ότι η αποδοχή της ετερότητας και ο κοινωνικός ριζοσπαστισμός είναι προνομιακά πεδία αυτών των θεολόγων. Πόση πια γνωσιομαχία χρειάζεται να διαθέτουν οι αυτόκλητοι εκπρόσωποι του Διαφωτισμού, για να μη δύνανται να διαβάσουν την πραγματικότητα;
Στον σημερινό κόσμο, ενάμιση αιώνα μετά τον Ένγκελς, πλήθος στοχαστών –Τέιλορ, Γουόλζερ, Ίγκλετον, Βάτιμο, Μπαντιού, Αγκάμπεν, Ζίζεκ κ.ά.– συζητούν με τη θεολογία και αντλούν από την πανανθρώπινη εμπειρία. Αλλά για τον Σάντσο Πάντσα μας, σ’ αυτές τις στιγμές τους είναι πιο αόρατοι κι από τη Δουλτσινέα!
Ο Θανάσης Ν. Παπαθανασίου είναι Δρ Θεολογίας, εκπαιδευτικός, αρχισυντάκτης του περιοδικού “Σύναξη”