Στον Γ.Κ.
Ο Νοέμβρης είναι ο μήνας που δίνει πάντα στη Θεσσαλονίκη ένα ιδιαίτερο χρώμα. Οι πρωινές ομίχλες, που θαρρείς ότι ο Βαρδάρης τις κατεβάζει σαν ξεστρατισμένα σύννεφα μέσα από τους καταπράσινους αγρούς της βαλκανικής ενδοχώρας, τα χρυσαφένια χρώματα του φθινοπώρου που καθρεφτίζονται πάνω στον Όλυμπο σε μία θέα φωτεινή από την παραλία, οι μέρες του φεστιβάλ κινηματογράφου, η επέτειος του Πολυτεχνείου που επαναφέρει τις μνήμες της γενιάς που ονειρεύτηκε μία άλλη πόλη, ανοιχτή στην κοινωνία και στις αντιφάσεις της.
Ο Νοέμβρης του σινεμά, της ανήμερης μνήμης, της εξέγερσης των χρωμάτων, του ιστορικού κόστους που ποτέ δεν εκπληρώθηκε.
Αποφάσισε να μείνει μέσα απόψε. Με την εγγονή του. Οι γονείς της μετά την πορεία, θα πάνε σε μία προβολή του φεστιβάλ κινηματογράφου. Στην τηλεόραση τα έκτακτα δελτία ειδήσεων θα περιγράφουν τα επεισόδια που συνοδεύουν παραδοσιακά πλέον την ημέρα. Πλήττει αφόρητα και μελαγχολεί. Δεν αντέχει ν’ ακούει τους βρικόλακες ανιχνευτές της τηλεθέασης. Τους σιχαίνεται. Γεμίζει το ποτήρι του. Έχει χρόνια να κατέβει στην πορεία. Έχει πλέον αποσυρθεί. Κι ας ήταν από τους πρωταγωνιστές τότε. Πριν δέκα εννέα ακριβώς χρόνια συναντήθηκαν στην Αίγλη. Η συνάντηση είχε μία γλυκύτητα και μία νοσταλγία μαζί. Από τότε τους έχει σχεδόν χάσει. Κάποιους, τους πιο επώνυμους τους παρακολουθεί στις επετειακές εκπομπές να περιγράφουν τα γεγονότα. Όπως κάθε χρόνο. Φέτος διαπίστωσε ότι ήταν περισσότερο άδειοι. Συμβιβασμοί, εξουσίες, δουλειές, συμμετοχή στην ηττημένη Ελλάδα των μνημονίων. Άδειασαν. Το παρατηρεί στα βλέμματα. Χάθηκε εκείνη η λάμψη, το σθένος, η αγωνιστικότητα. Πάνε όλα. Σκιές του επαναστάτη εαυτού τους…
Βυθίζεται στις σκέψεις. Εικόνες από σκληρές σκηνές. Κρατητήρια. Ασφάλεια. Ηλεκτροσόκ. Βασανισμοί. Εικονικές εκτελέσεις. Η φωτογραφία του πρωτοσέλιδο. «Εξάρθρωσις δικτύου εις την Θεσσαλονίκην». Πάνω από σαράντα νέοι κακοποιήθηκαν από την Ασφάλεια τότε. Δίκες, Γεντί Κουλέ, Διαβατά. Μεταπολίτευση. 26 Ιουλίου ’74. Ελεύθεροι. Ωστόσο το κόμμα αποσιωπά τα γεγονότα. Νωρίτερα, στο 9ο συνέδριο τον Δεκέμβριο του ’73, ένα μήνα μετά το Πολυτεχνείο, δεν έγινε καμία αναφορά στην οργάνωση της Θεσσαλονίκης. Αποσιώπηση. Υποβάθμιση και απαξίωση των αγώνων μιας περίεργης γενιάς, που το κόμμα δεν θέλει να υπάρχουν. Εσκεμμένα τους αγνοεί. Δεν πρέπει να υπάρχουν. Η γενιά που αντιστάθηκε στη χούντα, φυλακίστηκε, εξορίστηκε και βασανίστηκε δεν πρέπει να έχει λόγο στα πράγματα. Το κόμμα θέλει τους παλιούς, τους νεοφερμένους στην πόλη από το εξωτερικό. Αυτοί είναι οι αγωνιστές. Η φωτισμένη καθοδήγηση. Μόνο αυτοί. Όλοι οι άλλοι υπάρχουν για να ακολουθούν την ηγεσία. Και όταν θα σκάσει στις αρχές της δεκαετίας του ’80 το σκάνδαλο για τον έμμισθο χαφιέ της Ασφάλειας στην κομματική καθοδήγηση της πόλης, θα αποσιωπηθεί. Για την ηγεσία ο κομματικός εχθρός ήταν η προβληματική νεολαία του ’60, που απαξιώθηκε και κατασυκοφαντήθηκε.
Κατεβάζει το ποτήρι. Μπροστά του ο Νίκος, ο Γιάννης, ο Κυριάκος. Αυτοί που διάλεξαν να φύγουν τόσο νωρίς… Βουρκώνει. Τίποτα δεν πάει χαμένο, σκέφτεται. Νιώθει το δάκρυ να κυλά στο ποτήρι. Ξαφνικά το κλάμα της νεογέννητης εγγονής του τον επαναφέρει. Την παίρνει στην αγκαλιά του. Αρχίζει να της τραγουδά:
μετάξι από τη Βενετιά
και μάλαμα απ’ την Προύσσα
τα όνειρά σου να ντυθούν
σαν τα δικά μου μη χαθούν
που τόσο αγαπούσα…
Ηλίας Χαρίτος