Για την ταινία Blade runner 2049

της Ιφιγένειας Καλαντζή *

 

Βασισμένη στο διήγημα επιστημονικής φαντασίας Το Ηλεκτρικό πρόβατο (1968), του θρυλικού Φίλιπ Κέντρικ Ντικ, η κορυφαία ταινία επιστημονικής φαντασίας Blade Runner: Μονάδες Εξόντωσης (1982), του χολιγουντιανού Βρετανού Ρίντλεϊ Σκοτ, έμεινε στην ιστορία όχι τόσο ως εισπρακτική επιτυχία, αλλά κυρίως επειδή ανέδειξε τους στοχασμούς του συγγραφέα, γύρω από τα υπαρξιακά και ηθικά διλήμματα που γεννά η εξέλιξη της τεχνητής νοημοσύνης, παράλληλα με την κυβερνοπάνκ αισθητική μιας φουτουριστικής μητρόπολης, στα χνάρια του εξπρεσιονιστικού Μετρόπολις (1927 / Φριτς Λανγκ). Η νεο-νουάρ ατμόσφαιρα της ταινίας υποστηρίχτηκε μοναδικά από την ηλεκτρονική μουσική του Βαγγέλη Παπαθανασίου.

* * * * * *

Στο Blade runner 2049, την πολυδάπανη συνέχεια 35 χρόνια μετά, από τον Γαλλοκαναδό Ντενί Βιλνέβ (Άφιξη / 2016), δεν αποφεύγεται η απροκάλυπτη διαφήμιση πολυεθνικών, συνηθισμένη στις χολιγουντιανές υπερπαραγωγές, ωστόσο διευρύνεται η αρχική προβληματική, ενώ διατηρείται μια επιμελημένη ατμόσφαιρα, με εμπνευσμένη ευλάβεια στο εικαστικό στίγμα του Ρίντλεϊ Σκοτ.

Στην Καλιφόρνια του 2049 κατασκευάζονται ανθρωπόμορφα ρομπότ τεχνητής νοημοσύνης, προορισμένα για αναλώσιμο εργατικό δυναμικό. Ο Κέι (Ράιαν Γκόσλινγκ), αστυνόμος του Λος Άντζελες, διερευνώντας τη σύλληψη ενός επικηρυγμένου «ανυπάκουου» ανθρωποειδούς, ανακαλύπτει ένα θαμμένο επί 30 χρόνια μεταλλικό κιβώτιο, με τα οστά ενός θηλυκού ανθρωποειδούς που είχε τεκνοποιήσει, ανατρέποντας την τάξη πραγμάτων. Ο ήρωας προσπαθεί να εντοπίσει τον απόγονο, μοναδική απόδειξη της δυνατότητας αυτό-αναπαραγωγής μιας μηχανής.

Οι ρέπλικες με ημερομηνία λήξης έχουν αναπτύξει συνείδηση ψυχικής οντότητας, αναζητώντας αυτοδιάθεση. Στη νέα ταινία, τα παλιά ανυπάκουα μοντέλα παραμένουν θύλακες αντιστασιακής δράσης, αποτελώντας μόνιμο στόχο των «Μπλέιντ Ράνερ», ειδικών κυνηγών κεφαλών, που απαρτίζονται πλέον και από ρέπλικες, όπως ο Κέι.

Με διευθυντή φωτογραφίας τον 68χρονο Άγγλο Ρότζερ Ντίκινς, η νέα ταινία διαμορφώνει εξίσου εντυπωσιακή ατμόσφαιρα με την αξεπέραστη αρχική. Το ιδιαίτερο εικαστικό στίγμα της διαφαίνεται ήδη από τα πρώτα πλάνα εναλλακτικής αισθητικής επιστημονικής φαντασίας του ’70, συνυφασμένης με την ανατρεπτική υποκουλτούρα των κόμικς.

Τα περίχωρα του Λος Άντζελες, σκουπιδότοποι μετά από βιβλική καταστροφή, στο χρώμα της σκουριάς, παραπέμπουν στην αισθητική του Γάλλου κομίστα Ζαν Ζιρό ή Μέμπιους (Moebius), όπως και οι κατασκευές τεράστιων θόλων, από σκουριασμένο σίδερο και γυαλί, φουτουριστικές βιομηχανικές εγκαταστάσεις, όπου δουλεύουν ακατάπαυτα παιδιά, Όλιβερ Τουίστ μιας δυστοπικής κοινωνίας.

Στις μητροπόλεις, μέσα σε προστατευτικά τείχη στοιβάζονται πολυπολιτισμικές κοινωνίες. Στους ασφυκτικά γεμάτους βροχερούς δρόμους, τα πολύχρωμα τρισδιάστατα διαφημιστικά ολογράμματα, με γιγάντιες μπαλαρίνες και γυμνές καμπυλόγραμμες γυναίκες, μαζί με τα τεράστια σουρεαλιστικά αγάλματα γυναικών στο ερειπωμένο Λας Βέγκας, εκτός απ’ το πενάκι του Μέμπιους ανακαλούν και τις πληθωρικές φαντασιώσεις του πρωτίστως σκιτσογράφου Φελλίνι, στο επεισόδιο Ο Πειρασμός του Αγίου Αντωνίου, από το σατυρικό τετράπτυχο Βοκάκιος ’70 (1962). Η νυχτερινή νουάρ αισθητική, με φωτισμούς νέον στη νοτισμένη ομίχλη και η τοποθέτηση στο κάδρο σκηνών, όπως το κίτρινο φωτισμένο γκισέ του αρχείου πληροφοριών, φέρνουν έντονα στο νου την αισθητική του Αμερικάνου ζωγράφου Έντουαρντ Χόπερ, επιρροή και του Ρίντλεϊ Σκοτ.

Σπουδή στο αντρικό γυμνό αποτελεί η απεικόνιση παλιότερων μοντέλων ανδροειδών σε διάφορες στάσεις, μέσα σε διαφανείς προθήκες, ανακαλώντας σκίτσα και γλυπτά Ιταλικής Αναγέννησης.

* * * * * *

Σαν τυφλός προφήτης, ο μεγαλομανής μεγιστάνας Γουάλας (Τζάρεντ Λέτο), κατασκευαστής ανθρωποειδών, κατέχει το θεϊκό προνόμιο να ορίζει ζωή και θάνατο στα κατασκευάσματά του. Από μια τεράστια διαφανή πλαστική θήκη στο ταβάνι, πέφτει με κρότο το αλειμμένο με κολλώδη ουσία γυμνό κορμί μιας τέλεια σχηματισμένης γυναίκας που σπαρταράει, αποκτώντας τη μια στιγμή ζωή και την άλλη θάνατο, από το χέρι του ίδιου του δημιουργού της.

Αυτή η συγκλονιστική στιγμή της Γένεσης ενός «νέου αγγέλου», κατά τον Γουάλας, συνοψίζει τον βαθύτερο υπαρξιακό στοχασμό στη νέα εκδοχή, πλάι στην έννοια μιας κατασκευασμένης μνήμης, που προσδίδει πιο ανθρώπινες αντιδράσεις στα ανθρωποειδή.

Εκτός από τη θεμελιώδη αναφορά στον Ντικ, η ταινία περιέχει πετυχημένες λογοτεχνικές αναφορές. Η απεικόνιση του Ντεκάρτ (πάντα με τον αγέραστο Χάρισον Φορντ) συνοδεία γέρικου σκυλιού, ως ναυαγού στο παλιό καζίνο, ισχυροποιείται μόλις απαγγείλει τη γνωστή ατάκα του Μπεν Γκαν, από Το Νησί των θησαυρών (1882). Οι επαναλαμβανόμενες λέξεις «διασυνδεδεμένα κελιά», που πιστοποιούν την ψυχική αρμονία του ήρωα, κατά τον μετα-τραυματικό έλεγχο που καταγράφει το βλέμμα του, συνοδεία ηχητικού βόμβου, ηχούν σαν μπίτνικ ποιητικό μοτίβο και ανήκουν στο παράδοξο μυθιστόρημα Χλωμή Φωτιά (1962), του Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ, με το βιβλίο του να εικονίζεται στο διαμέρισμα του πρωταγωνιστή.

Η σκοτεινή φιγούρα του Κέι στη χιονισμένη πόλη, με ανασηκωμένο γιακά και μακρύ παλτό, ανακαλεί την περίφημη φωτογραφία του Τζέιμς Ντιν, από τον Ντένις Στοκ, τονίζοντας την ομοιότητα του πρωταγωνιστή με την ευγενική φυσιογνωμία ενός μετά θάνατον χολιγουντιανού ινδάλματος. Η αισθητική των προτύπων της αμερικάνικης μεταπολεμικής ποπ-κουλτούρας του ’50 τονίζεται τόσο σε ένα από τα πολλαπλά προσωπεία της Τζόι, θηλυκού λογισμικού-ολογράμματος, όταν σερβίρει τον Κέι με ένδυση νοικοκυράς του ’50 συνοδεία τραγουδιών του Σινάτρα, όσο και στη σκηνή σαρκαστικής διάθεσης, όπου Κέι και Ντεκάρτ γρονθοκοπούνται, ανάμεσα στα ολογράμματα της Μέριλιν Μονρόε και του Έλβις Πρίσλεϊ.

Στα πλαίσια μιας υπερσύγχρονης φουτουριστικής πολυπολιτισμικής κοινωνίας, στην ταινία ακούγονται διαφορετικές γλώσσες, απεικονίζονται γιαπωνέζικοι χαρακτήρες αλλά και ζωόμορφα οριγκάμι, όπως και στην αρχική ταινία. Τα λαξεμένα σε ξύλο από τον πρωταγωνιστή της πρώτης ταινίας ζωόμορφα φιγουρίνια προσδίνουν στο καζίνο, όπου βρήκε καταφύγιο ο Ντεκάρτ, αίσθηση Κιβωτού.

* * * * * *

Αν στην αρχική εκδοχή η ημερομηνία λήξης των ανθρωποειδών με την πολύπλοκη συναισθηματική ενσυνείδηση προκαλούσε υπαρξιακή ματαιότητα, εδώ η αυτογνωσία των γενεθλίων, ως απόδειξη ύπαρξης επιθυμητής, μεταφέρει την υπαρξιακή διάσταση. Ερωτευμένη με τον Κέι, η Τζόι τονίζει «σπρώχθηκες στον κόσμο», υπονοώντας ότι υπήρξε επιθυμητός. Αυτός που δεν κατασκευάστηκε αλλά γεννήθηκε, βρίσκεται ανάμεσα σε μια κατασκευασμένη μηχανή κι ένα βιολογικό άνθρωπο, αγγίζοντας τα όρια ενός εκλεκτού, που ως Μεσσίας θα οδηγήσει τους καταπιεσμένους σε επανάσταση.

Μέσα από το αεριωθούμενο όχημα του πρωταγωνιστή, το φουτουριστικό Λος Άντζελες απεικονίζεται ως μητρόπολη-σύμβολο, ενώ τα πειραματικά ηλεκτρονικά ηχοτοπία του χολιγουντιανού Γερμανού συνθέτη Χανς Ζίμερ, σε συνεργασία με τον Μπέντζαμιν Γουόλφιν, ακολουθούν το ύφος του Βαγγέλη Παπαθανασίου, με το χαρακτηριστικό ηχόχρωμα του συνθεσάιζερ να γεμίζει το αχανές οπτικό πεδίο, στη θέα φαραωνικών κτιρίων-πυραμίδων, μνημειακής αρχιτεκτονικής.

Εξαιρετικής έμπνευσης και η χαρακτηριστική μελωδία από το μουσικό παραμύθι Ο Πέτρος και ο Λύκος (1936), του Προκόφιεφ, που ενεργοποιεί το ολόγραμμα Τζόι, στις διαφορετικές εμφανίσεις του.

Το τέλος παραμένει ταυτόχρονα ελπιδοφόρο και μελαγχολικά συγκινητικό, με την αίσθηση χιονιού στο χέρι του συναισθηματικού πρωταγωνιστικού χαρακτήρα, αντίστοιχα με τα «αόρατα» δάκρια κάτω από τη βροχή, της αρχικής ταινίας.

 

* Η Ιφιγένεια Καλαντζή είναι θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου, ifigenia.kalantzi@gmail.com

 

INFO

Το 30ο Πανόραμα Ευρωπαϊκού Κινηματογράφου (19/10-1/11/2017) συνεχίζεται για δεύτερη βδομάδα, αποκλειστικά στον κινηματογράφο Έλλη, με το επίσημο Διαγωνιστικό τμήμα, αφιερώματα στον Λουκίνο Βισκόντι και στις σύγχρονες μαυρόασπρες ταινίες, πρεμιέρες και εκλεκτούς καλεσμένους. Πληροφορίες στο www.panoramafest.org.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!