«Δείτε τον κόσμο μέσα από τα μάτια των πιο αδύναμων μελών της κοινωνίας κι ύστερα πείτε μου ειλικρινά κατά πόσο οι κοινωνίες μας είναι καλές, πολιτισμένες, προηγμένες, ελεύθερες.»
Όταν ήρθα σε επαφή με τη σκέψη του Zygmunt Bauman ξαφνιάστηκα ευχάριστα. Μου επιβεβαίωσε ότι αυτό που με έκανε αριστερό ήταν ότι από πολύ νεαρή ηλικία, από παιδί, είχα μια τάση να βλέπω τον κόσμο μέσα από την οπτική των πιο αδύναμων. Δεν αισθανόμουν αδύναμος, απολάμβανα τη ζωή στα εύκολα και τα δύσκολα, αλλά ένιωθα ότι ανήκω σ’ αυτό τον κόσμο, γιατί όταν τον παρατηρούσα συμμετέχοντας με εντυπωσίαζε με τα χαρίσματά του, με την απλότητα και τη φυσικότητά του, με τη γνησιότητα και την αμεσότητά του, με τη δημιουργικότητα και τη διάθεσή του ν’ αλλάξει τον κόσμο. Ήταν ένας κόσμος ζωηρών ανθρώπων, βιοπαλαιστών, αγωνιστών, που τα αισθήματά τους ήταν πλούσια και οι τρόποι έκφρασής τους μαγευτικοί. Που ήταν αδύναμος μόνο λόγω συστήματος. Αυτός ο κόσμος ήταν το καλειδοσκόπιο μου, γεμάτο υπέροχα χρώματα, με άπειρους συνδυασμούς, με κάθε μικρή ελάχιστη περιστροφή.
Απ’ αυτόν τον ίδιο κόσμο προέρχεται ο Πολωνός διανοούμενος που μέχρι το τέλος της μακράς και πλούσιας ζωής του (1925-2017) δεν τον εγκατέλειψε και τον υπερασπίστηκε με εμπεριστατωμένες αναλύσεις και στοχασμούς και με μια αξιοθαύμαστη στάση συνέπειας και ήθους. Και τον υπερασπίστηκε με τη διορατικότητα να τον ανιχνεύσει, να τον βιώσει, να τον κατανοήσει και να του ρίξει φως. Μαγεμένος κι αυτός από το ίδιο καλειδοσκόπιο.
Στο βιβλίο του «Ρευστοί καιροί – Η ζωή την εποχή της αβεβαιότητας», σε μετάφραση Κ. Δ. Γεώρμα (Εκδόσεις Μεταίχμιο), ο Μπάουμαν καταπιάνεται με τη ρευστότητα στην οποία έχει περιέλθει ο κόσμος εξ αιτίας του κυρίαρχου καπιταλιστικού συστήματος, που δημιουργεί τρομακτικές και ανυπόφορες στρεβλώσεις στην κοινωνική ζωή. Ο φόβος, οι περιττοί άνθρωποι, οι πρόσφυγες, τα στρατόπεδα, οι σύγχρονες πόλεις, η πολιτική, η δημοκρατία, το έθνος, η τοπικότητα και η παγκοσμιότητα είναι τα θέματά του.
«Η κοινωνία δεν προστατεύεται από το κράτος ή τουλάχιστον είναι απίθανο να εμπιστευτεί την προστασία που της προσφέρεται. Τώρα είναι εκτεθειμένη στην αρπακτικότητα δυνάμεων που δεν ελέγχει και πλέον δεν ελπίζει ούτε σκοπεύει να ανακαταλάβει και να υποτάξει. Αυτός είναι ο πρωταρχικός λόγος για τον οποίο οι κυβερνήσεις των κρατών, μέρα μπαίνει μέρα βγαίνει, πασχίζουν να αντεπεξέλθουν στις περιστασιακές καταιγίδες παραπαίοντας από τη μία αυτοσχέδια εκστρατεία διαχείρισης κρίσης στην άλλη και από τη μία σειρά μέτρων έκτακτης ανάγκης στην άλλη. Το μόνο που ονειρεύονται είναι να παραμείνουν στην εξουσία μετά τις επόμενες εκλογές. Ειδάλλως στερούνται μακροπρόθεσμων προγραμμάτων ή φιλοδοξιών, πόσο μάλλον οραμάτων για μια ριζοσπαστική επίλυση των προβλημάτων που επανεμφανίζονται. «Ανοικτό» και ολοένα και περισσότερο ευάλωτο, τόσο προς το εσωτερικό όσο και προς τα έξω, το εθνικό κράτος χάνει τη δύναμή του, που τώρα διαχέεται στο διεθνή χώρο. Χάνει την πολιτική ικανότητα και τη δεξιοσύνη του, που όλο και περισσότερο υποβαθμίζονται πλέον στη σφαίρα της ατομικής «βιοπολιτικής» και «αποκεντρώνονται» στα άτομα, άντρες και γυναίκες. Αυτό που παραμένει υπό την ευθύνη του κράτους και των οργάνων του σε ισχύ και δυνατότητες πολιτικής, σταδιακά περιορίζεται σε ένα πεδίο που πιθανόν είναι αρκετό για να αποτελέσει αρμοδιότητα ενός μεγάλου μεγέθους αστυνομικού τμήματος. Το περιορισμένο κράτος δύσκολα μπορεί να χειριστεί να είναι κάτι άλλο πέρα από το κράτος της προσωπικής προστασίας.»
Στέλιος Ελληνιάδης