Το πρόσφατο έκτακτο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο επιβεβαίωσε την κατεύθυνση απελευθέρωσης των χρηματοδοτήσεων για τις «αμυντικές» δαπάνες, στο φόντο της ενισχυμένης εμπλοκής της Ε.Ε. στον πόλεμο στην Ουκρανία. Η πρόταση της προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, με γενικό τίτλο «ReArm Europe», προβλέπει τη δημιουργία ενός ευρωπαϊκού ταμείου για τον επανεξοπλισμό της Ευρώπης, που θα αγγίζει συνολικά τα 800 δισεκατομμύρια ευρώ για τα επόμενα χρόνια. Πιο συγκεκριμένα, επιτρέπει στις χώρες της Ε.Ε. να αυξήσουν τις στρατιωτικές τους δαπάνες κατά 1,5% του ΑΕΠ τους (φτάνοντας αθροιστικά τα 650 δισεκατομμύρια), χωρίς να υπόκεινται οι δαπάνες αυτές στους συνήθεις δημοσιονομικούς περιορισμούς. Ακόμη, ευρωπαϊκός στόχος είναι η ενίσχυση αυτού του ταμείου με 150 επιπλέον δισεκατομμύρια ευρώ (υπό μορφή δανείων) για επενδύσεις στην «κοινή ευρωπαϊκή άμυνα».

Η συζήτηση αυτή, που αναμένεται να καταλήξει σε συγκεκριμένες αποφάσεις στο τακτικό Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της 20ής Μαρτίου, ανοίγει λίγες μόνο μέρες μετά την άτυπη σύνοδο (ορισμένων κρατών μελών της Ε.Ε., και ΝΑΤΟϊκών τους συμμάχων) στο Λονδίνο με θέμα μια κοινή ευρωπαϊκή στρατηγική για την Ουκρανία. Παρά το νέο σκηνικό, με την προσέγγιση ΗΠΑ-Ρωσίας, και την όλο και μεγαλύτερη πιθανότητα μιας κάποιας διευθέτησης στο Ουκρανικό μέτωπο, η ηγεσία της Ευρώπης αποφασίζει να συνεχίσει την παροχή στρατιωτικής βοήθειας προς το Κίεβο. Μάλιστα φωνές εντός της κάνουν λόγο για την ανάγκη αμεσότερης εμπλοκής στρατευμάτων του ΝΑΤΟ, υπό τη μορφή «ειρηνευτικής δύναμης» στην περιοχή, ως μοναδική εγγύηση ασφαλείας απέναντι στη ρώσικη απειλή – επιμένοντας στην πράξη στη λογική ενός αυτοκτονικού πολέμου μέχρις εσχάτων με τη Μόσχα.

Η εκλογή Τραμπ προκάλεσε ένα ισχυρό σοκ στην ευρωπαϊκή ηγεσία, αλλάζοντας τους συσχετισμούς εντός του ήδη διχασμένου Δυτικού στρατοπέδου. Η Ευρώπη –όχι χωρίς απώλειες και εσωτερικές αντιθέσεις– αναδεικνύεται τώρα σε βασικό προπύργιο και ατμομηχανή της φιλοπόλεμης παγκοσμιοποιητικής πτέρυγας, και επιχειρεί να βρει τον βηματισμό της διεκδικώντας σχετική ανεξαρτησία από τους τραμπικούς εκβιασμούς. Από τα παραμύθια της «ΝΑΤΟϊκής ομπρέλας» και την πολιτική ουράς στις ΗΠΑ, τώρα περνάμε στο αφήγημα για ενίσχυση της ευρωπαϊκής ισχύος. Όλα αυτά ενώ οι εσωτερικές της αντιθέσεις και οι ανταγωνισμοί μεταξύ των κέντρων ισχύος εντός της, αλλά και η διαρκής κρίση πολιτικής ηγεσίας στα περισσότερα κράτη μέλη της Ε.Ε., καθιστούν διαρκώς επισφαλή την ίδια της τη συνοχή.

Εχθρός η κοινωνία

Το σχέδιο ανάληψης της ευθύνης της πολεμικής σύγκρουσης με τη Ρωσία αποκλειστικά από τις ευρωπαϊκές δυνάμεις, φαντάζει ανεδαφικό ακόμη και σε όσους το εισηγούνται. Ακόμη και αν επιτευχθεί η αμυντική θωράκιση και ο αναγκαίος εξοπλισμός, οι ευρωπαίοι ηγέτες, αποδυναμωμένοι στο εσωτερικό των χωρών τους, δεν έχουν τη νομιμοποίηση της κοινωνίας. Το ξέρει καλά ο Μακρόν, και η φον ντερ Λάιεν, ότι οι λαοί της Ευρώπης δεν συμμερίζονται τις πολεμικές τους ιαχές, ενώ το δεδομένο αυτό το μετράνε καλά τόσο οι «φίλοι» (βλ. Τραμπ, Τουρκία) όσο και οι «εχθροί» της Ευρώπης (βλ. Ρωσία). Τα όσα εισηγούνται οι ευρωπαϊκές ελίτ τις μέρες αυτές, μοιάζει να έχουν στο στόχαστρο την ίδια την κοινωνία, τον πειθαναγκασμό της στη νέα πραγματικότητα της πολεμικής οικονομίας, του φόβου του πολέμου, της υπόδειξης από το κράτος (και τους πολεμοκάπηλους χαρτογιακάδες των Βρυξελλών) ποιος πρέπει να λογίζεται εχθρός και συλλογικός κίνδυνος και ποιος όχι. Πρώτο θύμα αυτής της εκστρατείας, τα ήδη ρημαγμένα κοινωνικά συμβόλαια στο εσωτερικό των κρατών μελών, κυρίως αυτών της περιφέρειας. Το κοινωνικό κράτος, η κοινωνική πρόνοια, οι πολιτικές συνοχής, οι στόχοι καταπολέμησης της ανισότητας, μπαίνουν σε δεύτερη μοίρα, στο όνομα του «πολέμου με τη Ρωσία».

Από την πράσινη ανάπτυξη στην πολεμική οικονομία

Το ιδεολογικό πλαίσιο αυτής της πολιτικής περιέγραψε επαρκώς ο Γάλλος πρόεδρος Μακρόν στο πρόσφατο διάγγελμα του: «Πέρα από την Ουκρανία, η ρωσική απειλή είναι πραγματική, επηρεάζει τις ευρωπαϊκές χώρες» τόνισε, ενώ συνέχισε λέγοντας πως «ο πρόεδρος Πούτιν παραβιάζει τα σύνορά μας για να δολοφονήσει αντιπάλους, να χειραγωγήσει τις εκλογές». Τη θέση της κλιματικής αλλαγής, που επέβαλλε έκτακτες πολιτικές με το μεγάλο φαγοπότι της πράσινης ανάπτυξης, έρχεται τώρα να πάρει η ρωσική απειλή. Η οποία θα καταδείξει ως «αναπόφευκτο μονόδρομο» την απελευθέρωση πακτωλού χρημάτων για ενίσχυση της αμυντικής βιομηχανίας (κυρίως του ευρωπαϊκού Βορρά), αλλά και την προετοιμασία για πολεμικούς τυχοδιωκτισμούς που θα αυξήσουν τους κινδύνους για τους λαούς της περιοχής. Στο όνομα του φόβου του Πούτιν πρέπει να ξεχαστούν άλλες γεωπολιτικές απειλές (βλ. Τουρκία), αλλά και να καταδικαστεί ως προδοτική κάθε λογική μιας αρχιτεκτονικής ασφαλείας για την Ευρώπη που θα περιλαμβάνει και τη Ρωσία. Η παραπάνω προειδοποίηση Μακρόν συνοδεύεται και από συγκεκριμένες προτάσεις, όπως η επέκταση της πυρηνικής ομπρέλας της Γαλλίας και της Αγγλίας στο σύνολο του ευρωπαϊκού χώρου, η δημιουργία ενός ειρηνευτικού σώματος από όσες χώρες του ΝΑΤΟ είναι πρόθυμες για μια τέτοια κίνηση, αλλά και η προετοιμασία απαντήσεων στον προαναγγελθέντα εμπορικό πόλεμο ΗΠΑ-Ε.Ε. σε περίπτωση που ο Τραμπ επιβάλλει νέα δασμολογική πολιτική για τα ευρωπαϊκά προϊόντα.


Τουρκική σφήνα και ελληνικές ανησυχίες 

Ο Κ. Μητσοτάκης χαιρέτησε τη στροφή της ευρωπαϊκής ηγεσίας προς μια πολιτική ενίσχυσης των αμυντικών δαπανών, διεκδικώντας μάλιστα και την πατρότητα μερικών εκ των προτάσεων της φον ντερ Λάιεν. Είναι όμως έτσι τα πράγματα, ή θα έπρεπε να είμαστε πιο προσεκτικοί για όσα σχεδιάζονται στις Βρυξέλλες; Στο θέμα των εξοπλισμών η χώρα μας έχει ρόλο αγοραστή. Το αποδεικνύουν αυτό τα μεγάλα ντηλ με ΗΠΑ και Γαλλία, αλλά και το ρήμαγμα της εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας. Κάποιες εξαιρέσεις μικρομεσαίων βιομηχανιών με ρόλο υπεργολάβου (κυρίως σε συνεργασία με το Ισραήλ) απλώς επιβεβαιώνουν τον κανόνα. Μια ενίσχυση των εξοπλισμών, σε τελική ανάλυση, θα σήμαινε επιδότηση της αμυντικής βιομηχανίας των χωρών του ευρωπαϊκού κέντρου, με τη χώρα μας σε ρόλο ενδιάμεσου αγοραστή. Παράλληλα η Ελλάδα ήδη δαπανά ποσά της τάξης του 3% του ΑΕΠ της (πίσω μόνο από την Πολωνία στην Ε.Ε.), και μια πολιτική δημοσιονομικής ευελιξίας για τις επιπλέον του 3% δαπάνες λίγα θα είχε να προσδώσει στη δική μας περίπτωση.

Η κύρια ανησυχία όμως προέρχεται από τον κίνδυνο η Τουρκία, ο δεύτερος μεγαλύτερος στρατός του ΝΑΤΟ όπως τονίζουν όλο και συχνότερα ορισμένοι ευρωπαίοι «εταίροι» μας, να μπει σφήνα στην αμυντική πολιτική της Ε.Ε., εξαερώνοντας ως ενοχλητική λεπτομέρεια (μπροστά στον μεγάλο κίνδυνο της Ρωσίας) τις όποιες ελληνικές ή κυπριακές ενστάσεις – εάν αυτές υπάρξουν. Το γεγονός ότι η Τουρκία βρέθηκε στον Λονδίνο, συνδιαμορφώνοντας στην πράξη την πολιτική της Ευρώπης για την Ουκρανία, αλλά και η διαφαινόμενη πώληση των πυραύλων Meteor από τη Γαλλία, δείχνουν προς αυτήν την κατεύθυνση. Σε αντίθεση με την Ελλάδα (αλλά και πολλές ακόμη χώρες της Ε.Ε.), η Τουρκία διαθέτει ισχυρή τεχνογνωσία και εξαγωγική αμυντική βιομηχανία, ενώ το γεγονός πως ο στρατός της είναι ενεργός σε μια σειρά πολεμικά μέτωπα (σε μια σχέση ισορροπίας τρόμου με τη Ρωσία) κάνει πολλούς να τη θεωρούν απαραίτητο μέρος μιας «ειρηνευτικής δύναμης» που θα παίξει ρόλο στην επόμενη μέρα της ουκρανικής σύγκρουσης.

Για τη χώρα μας, ζητείται επειγόντως μια πολιτική που θα επαναφέρει στο επίκεντρο τα πραγματικά εθνικά συμφέροντα, ορίζοντας τις γεωπολιτικές προτεραιότητες με κριτήριο τις πραγματικές εθνικές απειλές, και όχι τους επιβαλλόμενους από την Ευρώπη μπαμπούλες.


Βρυξέλλες ή Λονδίνο;

Τις τελευταίες μέρες πραγματοποιήθηκαν δύο συζητήσεις (και οι δύο με παρουσία του Β. Ζελένσκι), μια «άτυπη» στο Λονδίνο και μια «έκτακτη» στις Βρυξέλλες, για να ορίσουν την ευρωπαϊκή πολιτική για το Ουκρανικό στις νέες συνθήκες της εποχής Τραμπ. Οι ευρωπαϊκές ελίτ, ζαλισμένες και αποδυναμωμένες, χωρίς τον «μονόδρομο» του ακολουθητισμού στις ευρωατλαντικές επιταγές, προσπαθούν να ορίσουν έναν βηματισμό στις νέες συνθήκες πριν βρεθούν οριστικά προ τετελεσμένων γεγονότων. Αναζητείται η ατμομηχανή μιας τέτοιας πορείας, κάτι ανάλογο του γαλλογερμανικού άξονα, που σε διάφορες στιγμές καθόρισε την πορεία της Ε.Ε.

Η κοινή πρόταση Αγγλίας και Γαλλίας για μια φυγή προς τον πόλεμο, οι βοναπαρτισμοί του Μακρόν και η συμμαχία προθύμων για στήριξη του Ζελένσκι φαίνεται προς ώρας να είναι το υποκατάστατο αυτού του ζητούμενου ευρωπαϊκού κέντρου. Η γραφειοκρατία των Βρυξελλών σπεύδει να προσαρμοστεί στις νέες συνθήκες με τον μόνο τρόπο που ξέρει: αναδιανέμοντας κονδύλια και κλείνοντας μπίζνες προς όφελος της (αμυντικής αυτή τη φορά) βιομηχανίας των χωρών του ευρωπαϊκού Βορρά. Η Αγγλία, από απομονωμένος αποδιοπομπαίος τράγος μετά το BREXIT, γίνεται ξανά στρατηγικός εταίρος και συνδιαμορφωτής της εξωτερικής (και όχι μόνο) πολιτικής της Ε.Ε., ρυμουλκώντας την στους πολεμικούς τυχοδιωκτισμούς, ενώ από κοινού Παρίσι και Λονδίνο υπόσχονται να βάλουν κάτω από την πυρηνική ομπρέλα τους όχι μόνο την Ευρώπη, αλλά και τον Καναδά!

Τίποτα δεν δείχνει ότι η Ευρώπη θα μπορέσει να ξεπεράσει την κρίση προσανατολισμού της, ενώ η επιμονή στην ίδια αδιέξοδη, αυτοκτονική και φιλοπόλεμη πολιτική εγγυάται μόνο την όξυνση των εσωτερικών αντιθέσεων – που σε ορισμένες περιπτώσεις αποδεικνύονται παραλυτικές. Σε κάθε περίπτωση, έχουμε μπει σε μια νέα εποχή, όπου η ισχύς, η γεωπολιτική αυτονομία, η εσωτερική συνοχή καθορίζουν την πορεία των πραγμάτων περισσότερο από τους διεθνοπολιτικούς κανόνες. Η νέα διοίκηση Τραμπ δοκιμάζει με τις κινήσεις της τα όρια της παλιάς ισορροπίας, με την Ευρώπη να αποτελεί το κατεξοχήν πεδίο άσκησης ηγεμονίας. Οι πολιτικές κατευθύνσεις που κυριαρχούν στο ευρωπαϊκό διευθυντήριο, με κύριο το άλμα προς την πολεμική οικονομία, θα υπονομεύσουν –σε αντίθεση με όσα λέγονται– ακόμη περισσότερο την ανθεκτικότητα και τη συνοχή των χωρών της Ευρώπης.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!