Για τα προχθεσινά έκτροπα στο θέατρο Χυτήριο. Της Έλενας Πατρικίου
Η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία έχει να επιδείξει μεταξύ των επί της θεολογικής πυράς καρβουνιασμένων και κάμποσους «ανθρώπους του πνεύματος και της τέχνης». Ο ίδιος ο Θεοτοκόπουλος, που επέμενε να ζωγραφίζει μακρύτερες του επιτρεπομένου τις φτερούγες των αγγέλων του, ένιωσε κάποια στιγμή τη θερμή ανάσα της καθαρτήριας φλόγας να τον πλησιάζει επικίνδυνα, όταν η ισπανική Ιερά Εξέταση διαφώνησε με αυτήν τη βλάσφημη επιμήκυνση. Αυτά συνέβαιναν κάποιες εποχές ευτυχισμένες για την τέχνη και την πρόσληψή της, δηλαδή, σε εποχές κατά τις οποίες τόσο οι καλλιτέχνες όσο και το κοινό (εκκλησιαστικό ή κοσμικό) θεωρούσαν πως η αισθητική φόρμα μπορεί αληθινά να διασαλεύσει την ουσία της ζωής και του θανάτου, πως το ιδεολογικό περιεχόμενο του έργου τέχνης εμπεριέχει πρωτίστως (ίσως και αποκλειστικώς) την έννοια της νοητής και απερινόητης πραγματικότητας των ανθρώπων.
Γράφοντας το υπέρλαμπρο κείμενο με τίτλο «Ράπισμα στο κοινό γούστο», ο πιο ψηλός ποιητής του 20ού αιώνα δήλωνε με θαυμαστή αλαζονεία, με θράσος έως δακρύων ευγενικό και με μεγαλειώδη τσογλανιά: «δίνω άφεση αμαρτιών στον Ρέμπραντ». Που θα πει ότι ο 25χρονος Μαγιακόφσκι συγχωρούσε (γιατί είχε τα κότσια) την θανάσιμη αμαρτία του Ρέμπραντ να έχει κατακτήσει μία τέτοια αισθητική αρτιότητα, ώστε το κοινό των Φιλισταίων να τη θαυμάζει χωρίς ποσώς να ταρακουνιέται απ’ αυτήν. Αλλά το να δίνεις ή, ενδεχομένως, να μην δίνεις άφεση αμαρτιών στον Ρέμπραντ, σημαίνει κυρίως πως η τέχνη είναι το κατεξοχήν πεδίο της έως θανάτου σύγκρουσης των ανθρώπων, επί ποινή αυτοακυρώσεώς της.
Που θα πει, ότι η τέχνη δεν είναι θέμα απρόσκοπτης εισόδου του κοινού σε ένα θέατρο, πως η τέχνη δεν είναι ποτέ (ευτυχώς) συνταγματικά κατοχυρωμένη, πως δεν υπάρχουν παραστάσεις «νόμιμες» διότι τα δικαστήρια τις νομιμοποίησαν σε εκδικάσεις ασφαλιστικών μέτρων. Που θα πει, σύντροφοι και φίλοι βουλευτές, πως προσφέρετε κάκιστη υπηρεσία στην τέχνη όταν δεν λέτε ευθαρσώς πως η τέχνη είναι πάνω, πολύ πάνω από το νόμο.
Εάν το πρόβλημα είναι απλώς η, σε κινησιολογικό επίπεδο, εργασιοθεραπευτική αντιπαράθεσή μας με την χρυσαυγίτικη χυδαιότητα και υστερικές θεούσες αμφοτέρων των φύλων, τότε προφανώς κάθε ευκαιρία είναι καλή. Εάν όμως το πρόβλημα είναι κατά πόσον το κοινό (ακόμα και ΧΩΡΙΣ να έχει δει ένα έργο) δικαιούται να αντιδρά είτε στην αισθητική του φόρμα είτε στο ιδεολογικό του περιεχόμενο, τότε προχθές στο Χυτήριο διαπράξαμε ένα μεγαλοπρεπές αυτογκόλ. Λογική απορία: ήταν «κοινό» οι νευρωσικοί φασιστοειδείς κρετίνοι που ούρλιαζαν κοπρολαγνικές ύβρεις έξω από το θέατρο; Πιθανότατα όχι. Αλλά το ποιο είναι το κοινό σαφώς δεν ορίζεται και με το αντίθετο κριτήριο, δηλαδή την καθωσπρέπει υπακοή των προσερχομένων στο αστικό savoir vivre που φοριέται εκ δεξιών και εξ ευωνύμων εντός και εκτός θεάτρων, μουσείων, γκαλερί και άλλων τόπων της πολιτιστικής κοσμικότητας.
Αν δεν έχουμε ακόμα παντελώς απεμπολήσει τη διάθεση (ου μην αλλά και την δεδηλωμένη πρόθεση) προκλητικότητας που ενέπνευσαν τόσο τον μοντερνισμό, όσο και τον μετατοιούτο, τότε πώς αντέχουμε, στο υπαρξιακό επίπεδο τουλάχιστον, να αυτοακυρωνόμαστε όταν η προκλητικότητα όντως πιάνει και όντως προκαλεί; Ή καλοδεχόμαστε την αντίδραση στην προκλητικότητά μας μόνο όταν αυτή εκφράζεται με επιφυλλίδες σε καθώς πρέπει έντυπα, ενώ σπεύδουμε να την καταγγείλουμε όταν συνίσταται σε άναρθρες τσιριχτές απειλές από τα κάθε λογής ολιγοφρενή κατακάθια και τις κάθε είδους κλινικές περιπτώσεις;
Ο νομιμόφρων πομφόλυξ περί ήρεμης δημοκρατικής αποδοχής κάθε ιδεολογικής ή αισθητικής «παραξενιάς» στην τέχνη, η περισπούδαστη σαχλαμάρα περί ισοτιμίας των καλλιτεχνικών ρευμάτων, ο φυσσαλοειδής όγκος περί ψυχραίμου προσλήψεως της τέχνης, ακυρώνουν την ουσία και τη σημασία της δυτικής καλλιτεχνικής περιπέτειας των τελευταίων 150 ετών. Η μέχρι φυσικής αλληλοεξοντώσεως αντιπαράθεση των αισθητικών ήταν και είναι η αναντίρρητη απόδειξη της κεντρικής θέσης που οφείλει να κατέχει το αίνιγμα της τέχνης στην ζωή των ανθρώπων και των κοινωνιών τους. Ειδικά των ανθρώπων που θέλουν να αλλάξουν (επί τα βελτίω, ελπίζω) την ζωή, την κοινωνία και τους ίδιους τους ανθρώπους. Ειδικά των ανθρώπων που θέλουν, ίσως, να αλλάξουν και την ίδια την τέχνη. Ειδικά των ανθρώπων για τους οποίους το ζήτημα του μήκους που πρέπει να έχουν οι φτερούγες των αγγέλων αποτελεί ακόμα ζήτημα ζωής και θανάτου.
Γράφοντας το υπέρλαμπρο κείμενο με τίτλο «Ράπισμα στο κοινό γούστο», ο πιο ψηλός ποιητής του 20ού αιώνα δήλωνε με θαυμαστή αλαζονεία, με θράσος έως δακρύων ευγενικό και με μεγαλειώδη τσογλανιά: «δίνω άφεση αμαρτιών στον Ρέμπραντ». Που θα πει ότι ο 25χρονος Μαγιακόφσκι συγχωρούσε (γιατί είχε τα κότσια) την θανάσιμη αμαρτία του Ρέμπραντ να έχει κατακτήσει μία τέτοια αισθητική αρτιότητα, ώστε το κοινό των Φιλισταίων να τη θαυμάζει χωρίς ποσώς να ταρακουνιέται απ’ αυτήν. Αλλά το να δίνεις ή, ενδεχομένως, να μην δίνεις άφεση αμαρτιών στον Ρέμπραντ, σημαίνει κυρίως πως η τέχνη είναι το κατεξοχήν πεδίο της έως θανάτου σύγκρουσης των ανθρώπων, επί ποινή αυτοακυρώσεώς της.
Που θα πει, ότι η τέχνη δεν είναι θέμα απρόσκοπτης εισόδου του κοινού σε ένα θέατρο, πως η τέχνη δεν είναι ποτέ (ευτυχώς) συνταγματικά κατοχυρωμένη, πως δεν υπάρχουν παραστάσεις «νόμιμες» διότι τα δικαστήρια τις νομιμοποίησαν σε εκδικάσεις ασφαλιστικών μέτρων. Που θα πει, σύντροφοι και φίλοι βουλευτές, πως προσφέρετε κάκιστη υπηρεσία στην τέχνη όταν δεν λέτε ευθαρσώς πως η τέχνη είναι πάνω, πολύ πάνω από το νόμο.
Εάν το πρόβλημα είναι απλώς η, σε κινησιολογικό επίπεδο, εργασιοθεραπευτική αντιπαράθεσή μας με την χρυσαυγίτικη χυδαιότητα και υστερικές θεούσες αμφοτέρων των φύλων, τότε προφανώς κάθε ευκαιρία είναι καλή. Εάν όμως το πρόβλημα είναι κατά πόσον το κοινό (ακόμα και ΧΩΡΙΣ να έχει δει ένα έργο) δικαιούται να αντιδρά είτε στην αισθητική του φόρμα είτε στο ιδεολογικό του περιεχόμενο, τότε προχθές στο Χυτήριο διαπράξαμε ένα μεγαλοπρεπές αυτογκόλ. Λογική απορία: ήταν «κοινό» οι νευρωσικοί φασιστοειδείς κρετίνοι που ούρλιαζαν κοπρολαγνικές ύβρεις έξω από το θέατρο; Πιθανότατα όχι. Αλλά το ποιο είναι το κοινό σαφώς δεν ορίζεται και με το αντίθετο κριτήριο, δηλαδή την καθωσπρέπει υπακοή των προσερχομένων στο αστικό savoir vivre που φοριέται εκ δεξιών και εξ ευωνύμων εντός και εκτός θεάτρων, μουσείων, γκαλερί και άλλων τόπων της πολιτιστικής κοσμικότητας.
Αν δεν έχουμε ακόμα παντελώς απεμπολήσει τη διάθεση (ου μην αλλά και την δεδηλωμένη πρόθεση) προκλητικότητας που ενέπνευσαν τόσο τον μοντερνισμό, όσο και τον μετατοιούτο, τότε πώς αντέχουμε, στο υπαρξιακό επίπεδο τουλάχιστον, να αυτοακυρωνόμαστε όταν η προκλητικότητα όντως πιάνει και όντως προκαλεί; Ή καλοδεχόμαστε την αντίδραση στην προκλητικότητά μας μόνο όταν αυτή εκφράζεται με επιφυλλίδες σε καθώς πρέπει έντυπα, ενώ σπεύδουμε να την καταγγείλουμε όταν συνίσταται σε άναρθρες τσιριχτές απειλές από τα κάθε λογής ολιγοφρενή κατακάθια και τις κάθε είδους κλινικές περιπτώσεις;
Ο νομιμόφρων πομφόλυξ περί ήρεμης δημοκρατικής αποδοχής κάθε ιδεολογικής ή αισθητικής «παραξενιάς» στην τέχνη, η περισπούδαστη σαχλαμάρα περί ισοτιμίας των καλλιτεχνικών ρευμάτων, ο φυσσαλοειδής όγκος περί ψυχραίμου προσλήψεως της τέχνης, ακυρώνουν την ουσία και τη σημασία της δυτικής καλλιτεχνικής περιπέτειας των τελευταίων 150 ετών. Η μέχρι φυσικής αλληλοεξοντώσεως αντιπαράθεση των αισθητικών ήταν και είναι η αναντίρρητη απόδειξη της κεντρικής θέσης που οφείλει να κατέχει το αίνιγμα της τέχνης στην ζωή των ανθρώπων και των κοινωνιών τους. Ειδικά των ανθρώπων που θέλουν να αλλάξουν (επί τα βελτίω, ελπίζω) την ζωή, την κοινωνία και τους ίδιους τους ανθρώπους. Ειδικά των ανθρώπων που θέλουν, ίσως, να αλλάξουν και την ίδια την τέχνη. Ειδικά των ανθρώπων για τους οποίους το ζήτημα του μήκους που πρέπει να έχουν οι φτερούγες των αγγέλων αποτελεί ακόμα ζήτημα ζωής και θανάτου.
Σχόλια