Στη μνήμη του Βασίλη Ραφαηλίδη. Συνεχίζοντας τη μακρόπνοη ερωτική του εξομολόγηση προς τις «πόλεις του κόσμου» (δηλαδή τις γραφικές, αψεγάδιαστες, αβομβάρδιστες και ακόμη ευημερούσες μητροπόλεις της δυτικής Ευρώπης), ο θαρραλέος και υπερβατικός κινηματογραφιστής Γούντι Άλεν μάς παρέδωσε φέτος ένα επιπλέον φο-μπιζού ονόματι Στη Ρώμη με αγάπη.

Έτσι, μετά το καταλανικό και υστερικό («αλέγκρο») Βίκυ Κριστίνα Μπαρτσελόνα (2008), το λονδρέζικο και αντιερωτικό («συνετό») Θα συναντήσεις έναν ψηλό μελαχρινό άνδρα (2010), και το («καλό» της σειράς) παριζιάνικο και ρηχό («υπαρξιστικό») Μεσάνυχτα στο Παρίσι (2011), ο Γούντι υπογράφει ένα ρωμαϊκό και ολότελα αβαθές φιλμ, που θα ήθελε να ήταν φαρσοκωμωδία αλλά είναι απλώς κομεντί. (Ο Παζολίνι θα χεζόταν στα γέλια με αυτή την υποτιθέμενη διασκευή του Δεκαήμερου, ή μάλλον θα έβαζε τον Φράνκο Τσίτι να χέσει πάνω στον Άλεν).
Το πρόβλημα με αυτόν τον πρόσφατο κύκλο ταινιών του Γούντι Άλεν δεν είναι ότι περιορίζονται στην παραπάνω στερεοτυπική περιγραφή των ευρωπαϊκών ταυτοτήτων, αλλά ότι την ενστερνίζονται και τη νομιμοποιούν, τόσο θεματικά όσο και υφολογικά. Στη Βαρκελώνη, το Λονδίνο, το Παρίσι και τη Ρώμη, οι ανθρώπινες σχέσεις και ιστορίες είναι υστερικές, αντιερωτικές και ρηχές, και καλά κάνουν! Δεν πειράζει! Υπ’ αυτήν την άποψη, οι ταινίες αυτές είναι τυπικά μεταμοντέρνες. Στις εν λόγω πόλεις (τουτέστιν «στην Ευρώπη») οι άνθρωποι δεν έχουν οικονομικά προβλήματα -μόνο έλλειψη δημιουργικής έμπνευσης όταν είναι σκηνοθέτες ή συγγραφείς-, δεν ασχολούνται με την πολιτική – και όταν το κάνουν είναι προς διακωμώδηση, όπως ο Ιταλός γιος στη Ρώμη -, αλλά βασανίζονται διαρκώς από ερωτικο-αισθηματικά διλήμματα της πλάκας, κατά τα οποία το ηθικό δίδαγμα είναι σχεδόν πάντα το εγκρατές «μην ακολουθήσεις το πάθος σου γιατί θα φας τα μούτρα σου», και που βρίσκουν τη λύση τους σε ρομαντικές αποδράσεις και πριβέ αμπελώνες με καλό κρασί.
|Επειδή ο κύριος Άλεν διατείνεται ότι τα καλλιτεχνικά του πρότυπα είναι οι Στάνλεϊ Κιούμπρικ και Ίνγκμαρ Μπέργκμαν, δεν θα ήταν απίθανο, έστω στο φινάλε της καριέρας του, εν είδει επιφοίτησης, να βλέπαμε μια εντυπωσιακή αλλαγή ύφους -όπως με το προ επταετίας ρηξικέλευθο Match Point-, μα και ανατροπή διαγεγραμμένης πορείας στην επιλογή των ταξιδιωτικών του προορισμών. Μια σεμνή πρόταση λοιπόν, υπό τη μορφή σύνοψης σεναρίου:
Ζευγάρι εξηνταπεντάρηδων διανοούμενων από τη Βοστώνη, ελαφρώς αριστερών, αυτός θεατρικός συγγραφέας (Γούντι Άλεν), αυτή ψυχαναλύτρια (Σάλι Κέλερμαν), συνοδευόμενοι από τον γιο τους, αρχιτέκτονα (Τζέσι Άιζενμπεργκ), επισκέπτονται τη θυγατέρα (Νάταλι Πόρτμαν) που σπουδάζει μουσικολογία στο Τελ Αβίβ. Στη διάρκεια αρχαιολογικής βόλτας στα σοκάκια της παλιάς πόλης, στην Ιερουσαλήμ, μαυροφορεμένη χαρτορίχτρα λέει στην κόρη: «Θα συναντήσεις έναν ψηλό μελαχρινό φενταγίν». Την επόμενη μέρα, κι ενώ η υστερία και οι νευρώσεις του παλιού ζεύγους επιβάλλουν φοβερή ένταση στους απογόνους, επισκέπτονται τη Χεβρώνα όπου πέφτουν θύματα απαγωγής από Παλαιστίνιους αντάρτες («είναι εξτρεμιστές;» αναρωτιέται ο γιος στο φορτηγάκι) και μεταφέρονται σε κρησφύγετο στη Ραμάλλα. Κάτι το σύνδρομο της Στοκχόλμης -όπως εξηγεί απελπισμένη η μητέρα-, κάτι οι υψηλές θερμοκρασίες και η έξαψη της στιγμής, η κόρη ερωτεύεται πράγματι έναν από τους νεαρούς απαγωγείς τους που παίζει σάζι, καθώς όμως και ο γιος, ο οποίος αποπειράται να στραγγαλίσει τον φενταγίν αρνούμενος να δεχτεί αυτό που του συμβαίνει. Η κόρη σώζει τον φενταγίν, αλλά ο γιος καταφέρνει να αποδράσει μαζί με τη μητέρα προς την έρημο. Ο πατέρας, ανακουφισμένος από τη φυγή της συζύγου του, ζητάει γραφική ύλη για να γράψει ένα πρόχειρο σχεδίασμα θεατρικού γύρω από την απαγωγή. Η κόρη και ο φενταγίν παντρεύονται διά του μουσουλμανικού γάμου, ο πατέρας γνωρίζει την ετεροθαλή αδελφή του φενταγίν, Τζαμίλα, την οποία και ερωτεύεται. Το βραδινό γεύμα του γάμου διακόπτεται από πυροβολισμούς Ισραηλινού κομάντο που στο μεταξύ ειδοποιήθηκε από τους δραπέτες γιο και μητέρα. Λουτρό αίματος. Όλοι οι συνδαιτυμόνες πέφτουν νεκροί, συμπεριλαμβανομένου του πατέρα που προσπαθεί να σώσει τη Τζαμίλα από τις σφαίρες. Κατά τη διάσωσή της, η κόρη μαζεύει τη ματωμένη παλαιστινιακή μαντήλα τού φενταγίν και τη φοράει. Τίτλοι τέλους με σόλο πιάνο απ’ τον Αχμάντ Τζαμάλ.
Όντας βέβαιος ότι δεν θα υπάρξει κανένα ζήτημα με τη χρηματοδότηση ενός τέτοιου κινηματογραφικού σχεδίου, εύχομαι στον Γούντι Άλεν να το σκεφτεί σοβαρά, έστω και για λόγους μεταφυσικής καριέρας.

Μάκης Μαλαφέκας

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!