Της Μαρίας Θ. Μάρκου
Στο Χ της Ιλιάδας ο Όμηρος οδηγεί τους ήρωές του στην τελική σύγκρουση. Ο Έκτορας κατορθώνει να κυριαρχήσει στην πρώτη του λιποψυχιά (πάντα με δόλο των θεών) και περιμένει τον Αχιλλέα να πολεμήσουν. Πρώτα, όμως, θα μιλήσουν μεταξύ τους. Δεν πρόκειται για τη φοβέρα που προηγείται κάθε ομηρικής μάχης με στόχο το ηθικό του αντιπάλου. Σαν γνωριμία φαίνεται εδώ. Μια απόπειρα διαπραγμάτευσης για την τιμή που πρέπει στο νικημένο, για το ήθος, για το πάθος, για τα κίνητρα των μονομάχων. Μάταιη. Η λόγχη του Αχιλλέα βρίσκει τον Έκτορα στο λαιμό. Ο ποιητής καθυστερεί, όμως, το τέλος, με ζαβολιά. Το χτύπημα είναι, λέει, υπολογισμένο να σκοτώσει χωρίς να διαπεράσει το λαρύγγι, ώστε ο νικημένος ν’ αποκριθεί όταν θα του μιλήσει ο νικητής, ώστε με τα δικά τους λόγια οι δυο άντρες να δώσουν νόημα στην αναμέτρηση. Έτσι τους βλέπουμε να συνομιλούν και πάλι, κυριολεκτικά «με το μαχαίρι στο λαιμό», ανατρέποντας κιόλας, συμβολικά, την έκβαση της μάχης, καθώς, τη στιγμή που ο νικημένος αποδέχεται το θάνατο και την ατίμωσή του, προφητεύει επακριβώς το τέλος του νικητή, σχεδόν τον λυπάται ανακαλύπτοντας πόσο όμοιοι είναι μπροστά στη μοίρα.
Το να πλαισιώσει το φόνο με το λόγο θα πρέπει να ‘ταν πολύ σημαντικό για τον ποιητή, αφού χρειάστηκε να καταφύγει στο φτηνό κόλπο των ανέπαφων φωνητικών χορδών. Πάντα αναρωτιόμουν τι θέλει να μας πει μ’ αυτό. Ότι οι άνθρωποι μπορούν να συνομιλήσουν ακόμα κι όταν σκοτώνει ο ένας τον άλλο ή μήπως ότι οι άνθρωποι σκοτώνουν ο ένας τον άλλο ακόμα κι όταν μπορούν να συνομιλούν; Είναι ζήτημα τονισμού, αν υποθέσουμε ότι εκείνη η γλώσσα ήταν πιο κοντά στον προφορικό λόγο; Είναι ζήτημα στίξης που δεν υπήρχε στην πρώιμη γραφή, όπως μας λέει η Ιστορία με το «ήξεις αφίξεις»;
Όπως και να ‘χει, μπαίνω στον πειρασμό να βρω εδώ μια μεταφορά για τον πολιτισμό. Ξέρω, θα μου πείτε γι’ αναχρονισμό, ότι δεν είχαν λέξη τότε για τον πολιτισμό, ότι μιλούσαν για τα συνήθεια της φυλής, για τους παραδομένους κανόνες, για την κοινή μοίρα, για την ανάγκη και την αρετή, για την παιδεία και την πολιτεία αργότερα, για ό,τι μοιραζόμαστε και δίνει νόημα στο μοίρασμα. Έτσι ακριβώς όμως υποθέσαμε κάποτε ότι είναι το νοηματικό σύμπαν που μας περιέχει, αποστάζοντας την εμπειρία της επικοινωνίας στη «μεγάλη διάρκεια» και στους «ευρείς χώρους» όπου οι άνθρωποι απευθύνονται ο ένας στον άλλον είτε με δώρα εξευμενισμού είτε με το μαχαίρι στο λαιμό. Το σύμπαν της κοινωνικής αλληλεπίδρασης, ο πολιτισμός. Η ανθρώπινη συνείδηση που μόνο συλλογική μπορεί να είναι για να μπορεί να κατασκευάζει ξανά και ξανά τη γεωγραφία κοιτάζοντας πέρα από το ξέφωτο του Χάιντεγκερ. Το ασυνείδητο των ανθρώπων που, στον Αντι-Οιδίποδα, είναι το ασυνείδητο των γονιών τους, του έθνους, της φυλής, της ιστορίας τους – όχι αποθήκη, αλλά εργοστάσιο που συναρμολογεί με ολοένα καινούργιους τρόπους τα κομμάτια της συλλογικής εμπειρίας με τα οποία ο καθένας μας θα διαπραγματευτεί το παρόν, τη σκλαβιά και την ελευθερία. Η γλώσσα, που έρπει με χιλιάδες ριζώματα σε απροσδόκητους χώρους και χρόνους, σε ατέλειωτες «καταστάσεις και συγκείμενα και στρατηγικές επικοινωνίας». Αν έχω καταλάβει σωστά, ακόμα δεν έχουν καταλήξει οι ομηριστές σε ποια γλώσσα συνομιλούσαν εκείνοι οι ήρωες. Πρόκειται για την κυριαρχία της ελληνικής ή για μια πρώιμη lingua franca για τις ανάγκες των συναλλαγών στην ανατολική λεκάνη της Μεσογείου; Και για τις ανάγκες του πολέμου, σαν τ’ ανακατωμένα ελληνικά στα τραγούδια των stradioti της αναγέννησης.
Μήπως αυτό θέλει να πει ο ποιητής; Το πόσο μεγάλο μέρος απ’ ό,τι μας εξημερώνει είναι καρπός του ολέθρου; Πάρτε για παράδειγμα την πόλη, «έργο» του πολιτισμού για το Λεφέβρ, παλίμψηστο όπου μπορείς ν’ ανασυστήσεις τις αλλεπάλληλες εγγραφές και ν’ αναγνωρίσεις στρώματα ιστορίας ηφαιστειογενούς σχεδόν υφής, την πόλη ως «μουσείο του χρόνου». Τι έχουμε οριστικά χάσει τακτοποιώντας τις προθήκες του για τις μελλοντικές γενιές με την τρελή ελπίδα ότι κάπως θα μας μοιάζουν; Πόσες ζωές αδικαίωτες «πιασμένες στις μυλόπετρες» τάισαν την ανάπτυξή της και τη δική μας; Πόσες ιστορίες που ποτέ δε θα μάθουμε και τροπικότητες της ύπαρξης που ακυρώσαμε και λέξεις που δεν θα ξαναπούμε και δυνατότητες της φύσης που ισοπεδώσαμε; Μόνο στην καταστροφή, λέει η Ρεμπέκα Σόλνιτ, καμιά φορά φευγαλέα υποψιαζόμαστε αυτό που η πόλη και ο πολιτισμός έχει παραβιάσει. Μόνο στα ερείπια, το ασυνείδητο της πόλης, την αντεστραμμένη τάξη της, το σκοτάδι της, τη χαμένη της γη.
Τόσες χιλιάδες χρόνια κι ακόμα δεν ξέρουμε τι έχουμε κληρονομήσει κι από ποιον, τι μας αναλογεί από το καύχημα και την ενοχή, τι είναι δικαίωμα και τι ύβρις. Χιλιάδες χρόνια που η πόλη κι ο πολιτισμός της μας μεθά και μας φοβίζει, μας έλκει και μας διώχνει, μας κάνει ελεύθερους ανθρώπους και μας βάζει σ’ άλλο ζυγό, μας δίνει φτερά και μας τα καίει όπως η λάμπα στις νυχτοπεταλούδες. Τόπους-τόπους, οι πόλεις μας λάμπουν με ολοένα και περισσότερο φως και λίγο πιο κει σωριάζονται με βοή σε ερείπια. Πρέπει να ζήσουμε σ’ αυτές, αλλά τι είναι το κατοικείν σ’ έναν κόσμο κομματιασμένο, στοιχειωμένο από τον ξεριζωμό; Εδώ πόλεις ολόκληρες γίνονται στάχτη κι εκεί οδηγούνται στη σφαγή ξένοιαστοι έφηβοι σε γιορτινές πλατείες και παιδιά που χαζεύουν τα πυροτεχνήματα στην παραλία. Κι εδώ κι εκεί, λαοί σε ατέλειωτη πορεία, απορριγμένοι, περιττοί, κυνηγημένοι από τον πόλεμο ή από την ανάγκη, από το κακό μοίρασμα του πλούτου της γης. Πώς θα το ζήσουμε αυτό; Θρηνώντας, ξεδιαλέγοντας την κακή από την καλή κληρονομιά, κάνοντας τις μικρές κινήσεις που μας αναλογούν την ώρα που άλλοι παίζουν ζάρια με το μέγεθος της οδύνης και του φόβου στα σωθικά μας, ή μήπως απαντέχοντας μέχρι την ώρα τη σωστή της δικαιοσύνης;
Δεν απαντάει ο ποιητής, νοιάζεται πιο πολύ να δώσει λόγο στους ήρωές του. Σαν να ‘ταν ο λόγος που θα ‘δινε νόημα στην καταστροφή, που θ’ αποκάλυπτε «τον παλιό δόλο των θεών» και θα ‘κανε τους ανθρώπους κυρίαρχους της μοίρας τους έστω και μια στιγμή, μέσα από μια λάμψη συνείδησης σαν πυροτέχνημα που σκίζει το νυχτερινό ουρανό. Ή, πάλι, μήπως αυτό είναι μια απάντηση;