τoυ Γιάννη Σχίζα
Τα 34 χρόνια από το «συμβάν» στο Τσερνόμπιλ έχουν αφήσει στην ανθρωπότητα την αίσθηση μιας ουσίας αόρατης, κάθε άλλο παρά αντιμετωπίσιμης με εμβόλια ή φάρμακα. Και πράγματι, το μόνο αντίδοτο στην ραδιενέργεια είναι η κλεισούρα –όχι μέσα στα σπίτια– σε στυλ κορωνοϊού, αλλά κάτω από όγκους μπετόν και καταφύγια.
Το ατύχημα του 1986 πολυσυζητήθηκε, έκανε το γύρο του κόσμου, σαν ένα συμβάν που θα μπορούσε να αφαιρέσει ακόμη και 300.000 ζωές. Η διάδοση των ραδιονουκλεϊδίων αναζητήθηκε παντού. Το 2011, ένα συμβάν στην Φουκουσίμα της Ιαπωνίας το οποίο ήταν προϊόν της συνδυασμένης δράσης σεισμού και τσουνάμι, οδήγησε χώρες όπως την Γερμανία να εγκαταλείψουν την πυρηνική ενέργεια. Το συμβάν στο Three Mile Island το 1979, στο Τσερνόμπιλ το 1986 και στη Φουκουσίμα της Ιαπωνίας, είχαν σαν κοινό παρονομαστή την πραγματοποιημένη ή παρ’ ολίγον πραγματοποιημένη απώλεια του συστήματος ψύξης, μια λειτουργία ουσιώδη για την ασφάλεια του αντιδραστήρα.
Το «πανδαιμόνιο» που ακολούθησε το Τσερνόμπιλ έκανε ακόμη και τα ΝΕΑ να κυκλοφορούν με το σύνθημα «Πυρηνική ενέργεια – όχι ευχαριστώ» σε πράσινο φόντο για μεγάλο διάστημα, ενώ το ίδιο σύνθημα κυκλοφορούσε σε κίτρινο φόντο παντού.
Το 1977 μια «αντιπυρηνική» ομάδα έκανε την εμφάνισή της με μια προκήρυξη, ενώ σύντομα κυκλοφόρησε και δυο αφίσες με το περιεχόμενο αυτού του άοσμου και άχρωμου θανάτου: του θανάτου που όχι μόνο βραχυπρόθεσμα, αλλά κυρίως μακροπρόθεσμα απειλούσε τη ζωή των ανθρώπων. Για την ιστορία, ο Λεωνίδας Χρηστάκης του «Ιδεοδρομίου» ήταν αυτός που προχώρησε στην μετατροπή της αφίσας σε εξώφυλλο του ομώνυμου περιοδικού. Και τότε, όπως και τώρα, το βασικό επιχείρημα των αντιπυρηνικών, βρισκόταν στο ότι κάθε παραγωγή συνεπάγεται κινδύνους, όμως ο πυρηνικός κίνδυνος σαν κίνδυνος «ολικής καταστροφής» ή υπονόμευσης του μέλλοντος της ανθρωπότητας δεν είναι ή δεν μπορεί να είναι αποδεκτός.
Γλύτωσε η Ελλάδα
Η Ελλάδα και πιο συγκεκριμένα η Κάρυστος «γλύτωσε» από την εγκατάσταση πυρηνικού αντιδραστήρα την περίοδο 1977-1980, όμως μερικά χρόνια μετά, το συμβάν στο Τσερνόμπιλ έδειξε τον τρόπο διασποράς της ραδιενέργειας. Αποδείχθηκε φυσικά ότι ο διαχωρισμός των δυσμενών επιπτώσεων ή ο αριθμός των θανάτων, τον οποίο προέβλεπαν οι διάφοροι πεφωτισμένοι του αντιπυρηνικού κινήματος, δεν είχε να κάνει με τη πραγματικότητα. Ο βαθμός της διάχυσης της ραδιενέργειας και η «συνεύρεσή» της με άλλους νοσογόνους παράγοντες έκανε αδύνατο το διαχωρισμό αυτών των επιπτώσεων. Στη περίοδο που επακολούθησε το Τσερνόμπιλ οι επιστήμονες μιλούσαν ακόμη και για τη διακίνηση της ραδιενέργειας στην πλειοψηφία των φυτών, από το φύλλωμα μέχρι τις ρίζες και τελικά το χώμα (!) – πράγμα που σήμαινε ότι τα ραδιονουκλεΐδια έτειναν να σκορπιστούν στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, περνώντας από όλα τα στοιχεία της βιόσφαιρας μετά από ένα διάστημα.
Αυτό δεν σημαίνει φυσικά ότι η διασπορά δεν αφήνει ορισμένους θύλακες να έχουν υψηλή ραδιενέργεια, και τέτοια είναι η ζώνη των 30 χιλιομέτρων γύρω από τον υπ. αριθμ. 4 αντιδραστήρα του συγκροτήματος Τσερνόμπιλ, που θάφτηκε. Σε αυτή τη ζώνη παρατηρείται μια επανάκαμψη της άγριας ζωής, ενώ ορισμένες εκτάσεις προτείνονται για καλλιέργεια. Το τελευταίο σουξέ του καλλιεργητικού ενδιαφέροντος για το χώρο είναι η βότκα –προϊόν επιμελημένης και μάλιστα τριπλής απόσταξης από την «Chernobyl Spirit Company»– που ακούει στο όνομα «Ατόμικ»!
Υπάρχουν δύο θέματα στη συνύπαρξη ανθρώπου και ακτινοβολίας, που αξίζει να συζητηθούν. Το ένα είναι το επεισόδιο του «απεμπλουτισμένου ουρανίου» (U238) που χρησιμοποιήθηκε το 1999 στους βομβαρδισμούς της Γιουγκοσλαβίας, το οποίο χρησιμοποιούνταν για να αυξήσει τη διατρητική ικανότητα των συμβατικών βλημάτων! Αυτή η ποικιλία του ουρανίου είχε σαν αποτέλεσμα τον θάνατο πολλών από το προσωπικό λίγα χρόνια αργότερα, κατά παράβαση των νόμων επώασης του καρκίνου μετά μια εικοσαετία τουλάχιστον!
Το δεύτερο αφορά τη χρησιμοποίηση πυρηνικών όπλων στην έρημο της Νεβάδα, τη δεκαετία του 1950 – παρουσία στρατιωτών σε ύψωμα που απείχε 25 χιλιόμετρα, για να διαπιστωθεί η ετοιμότητα του στρατού σε συνθήκες πυρηνικού πολέμου. Μετά από 20-30 χρόνια διαπιστώθηκε ένα υψηλό ποσοστό καρκίνων στον πληθυσμό των φαντάρων, που έσπευσαν να ζητήσουν υψηλή αποζημίωση από τα δικαστήρια.