Ακόμα κι όταν κυριάρχησε η τηλεόραση, οι κομμουνιστογενείς δυνάμεις συνέχισαν να εκφράζονται και να πολεμούν μέσα από τον γραπτό λόγο, με βιβλία, εφημερίδες, περιοδικά, προκηρύξεις, αφίσες και συνθήματα στους τοίχους. Δεν προσπάθησαν καν να μπουν στο πεδίο της τηλεόρασης. Η δημιουργία από το ΚΚΕ τηλεοπτικού καναλιού εγγράφεται στις εξαιρέσεις. Μια καινοτόμα πρωτοβουλία που όμως ξεπουλήθηκε από την ανικανότητα αξιοποίησης του Μέσου, που πηγάζει και από την υποτίμησή του. Υποτίμηση που είναι διαδεδομένη στις αριστερές δυνάμεις και έξω από την Ελλάδα. Που εξαντλούν τη θέση τους σε ακατάσχετη κριτική. Οι μόνοι που δεν την υποτιμούν είναι οι καριερίστες πολιτικοί της Αριστεράς που τη χρησιμοποιούν για να προβάλλονται προνομιακά, να γίνονται σταρ και βουλευτές με τις συχνές εμφανίσεις τους στα κανάλια. Με την ανάλογη εξάρτηση που αυτές οι εμφανίσεις συνεπάγονται, βέβαια.
Οι δικαιολογίες για την απουσία αριστερών καναλιών είναι κυρίως οικονομικού και νομικού χαρακτήρα. Σε μια χώρα που έχει τηλεοπτικό κανάλι ο Λεβέντης, ο Βρυώνης και όσα θέλει ο Κουρής, που σε όλη την Ελλάδα λειτουργούν δεκάδες κανάλια ιδιοκτησίας άσχετων με τα ΜΜΕ ατόμων, από εργολάβους μέχρι ιδιοκτήτες νυχτερινών κέντρων, η επίκληση αυτών των «εμποδίων» είναι στάχτη στα μάτια. Η εκποίηση της συχνότητας του 902 από το ΚΚΕ αποτελεί την καλύτερη απόδειξη. Στην Αριστερά, η υποτίμηση του τηλεοπτικού καναλιού ως εναλλακτικού μέσου επικοινωνίας και ενημέρωσης στον πολιτικό και πολιτιστικό αγώνα, σχετίζεται, ενδεικτικά, με:
– Τη στασιμότητα και βραδύτητα που χαρακτηρίζει την αριστερή γραφειοκρατία.
– Την εμμονή στα γνώριμα Μέσα, εφημερίδες, προκηρύξεις κ.λπ., τα οποία δεν είναι ασήμαντα, αλλά σίγουρα είναι πολύ μικρότερης εμβέλειας.
– Την παρεμπόδιση ανάδειξης στελεχών πέρα απ’ αυτά που ήδη κρατούν τα πόστα.
– Την αποφυγή όξυνσης της σύγκρουσης με τα κατεστημένα συμφέροντα.
Δηλαδή, ο συντηρητισμός μπροστά στις καινοτομίες και στο διαφορετικό, η ακινησία και αυτοαναπαραγωγή της γραφειοκρατίας και η έλλειψη δημοκρατίας στα κόμματα της Αριστεράς δεν είναι συμβατές με τη λειτουργία ενός Μέσου που όλα «φαίνονται» και κανένας δεν μπορεί να το οικειοποιηθεί χωρίς να εκτεθεί.
Η αξία ενός τηλεοπτικού καναλιού, επειδή είναι τόσο αυτονόητη, έπρεπε να κινητοποιεί δυνάμεις, να πιέζει για τη δημιουργία του. Όχι μόνο για την εκφορά και διάδοση του αριστερού πολιτικού λόγου χωρίς τις απαγορεύσεις και στρεβλώσεις που υφίσταται από τα καθεστωτικά Μέσα, αλλά και για την προβολή μιας άλλης κουλτούρας, στα γράμματα και τις τέχνες, μιας άλλης κατεύθυνσης για τα επαγγέλματα και την παραγωγική ανασυγκρότηση και μιας άλλης αντίληψης για το αστικό περιβάλλον και το φυσικό τοπίο, για τόσα πράγματα που πρέπει να αλλάξουν, που πρέπει να διασωθούν, που πρέπει να αναδειχτούν, που πρέπει να δημιουργηθούν.
Σε όσους προσπάθησαν να προωθήσουν τη δημιουργία ενός καναλιού, αντιτασσόταν ότι είναι απαγορευτικό το κόστος. Αυτό είναι αληθές μόνο εάν επιλέξει κανείς να κάνει κάτι με τον τρόπο που κάνουν τις δουλειές τους τα κόμματα της Αριστεράς. Για παράδειγμα, η Αυγή κοστίζει εκατομμύρια ετησίως, πουλώντας ελάχιστα φύλλα. Άρα, λεφτά υπάρχουν ή βρίσκονται και ξοδεύονται αναποτελεσματικά. Για να γίνουν καινούργια πράγματα, για να βγει πιο δραστικά στην κοινωνία η Αριστερά (και όχι στις «αγορές»), έπρεπε να αλλάξουν μυαλά, αντιλήψεις και νοοτροπίες, να ανατραπούν κολλημένες στο βάλτο καταστάσεις, να σπάσουν αυγά. Τα στελέχη, όμως, που ανήκαν στον πυρήνα εξουσίας του ΣΥΡΙΖΑ, προερχόμενα βασικά από ΚΚΕ και ΚΚΕεσ., δεν ήταν διατεθειμένα να αναταράξουν τα λιμνάζοντα νερά. Να αναδιοργανώσουν το κόμμα, να αλλάξουν τις προτεραιότητες, να πετάξουν τα παλιά και να φορέσουν νέα ρούχα κατάλληλα για τις νέες συνθήκες. Όπως αποδείχτηκε από τις περσινές εξελίξεις, δεν ήθελαν καθόλου να διαταράξουν τις σχέσεις τους με το κατεστημένο ούτε, βέβαια, να το ανατρέψουν ή έστω να το αλλάξουν σε βάθος. Απλά επιδίωκαν, κατά βάθος και εξ αρχής, να ενταχθούν σ’ αυτό σαν ισότιμοι διαχειριστές του χωρίς να το θίξουν στον πυρήνα του πέρα από μικρομεταρρυθμίσεις στην επιφάνειά του.
Η αλλαγή δεν είναι προοδευτική
Από μία ριζοσπαστική σκοπιά, το ζήτημα δεν ήταν να κάνει ένα κανάλι ο ΣΥΡΙΖΑ ή οποιοσδήποτε άλλος φορέας. Το ζήτημα ήταν να υποστηριχθεί η δημιουργία ενός άλλου καναλιού, ή και περισσότερων, που δεν θα ανήκει στους διαπλεκόμενους, αλλά σε συλλογικότητες που θα λειτουργούν το σταθμό ή τους σταθμούς δημοκρατικά, πλουραλιστικά και εναλλακτικά. Αλλά κι αυτό ήταν έξω από τη λογική της καθεστηκυίας Αριστεράς.
Δυστυχώς, και τώρα, στη νέα νομοθεσία δεν εμπεριέχεται καθόλου αυτή η στόχευση. Και δεν είναι καθόλου αριστερή η λογική να παραμείνει επί της ουσίας η κατάσταση απαράλλαχτη. Γιατί με το να εκδιωχθεί ο Ψυχάρης και να μπει στη θέση του ο Μελισσανίδης ή οποιοσδήποτε άλλος επιχειρηματίας, η τηλεόραση θα παραμείνει υπό τον έλεγχο των ολιγαρχών. Αυτή είναι η ουσία. Με άδεια ή χωρίς άδεια, με ενοίκιο ή χωρίς ενοίκιο, με δάνεια ή χωρίς δάνεια, εάν δεν αλλάξει το ιδιοκτησιακό καθεστώς, όποιοι κανόνες κι αν τεθούν, το τελικό αποτέλεσμα θα είναι το ίδιο, μπορεί και χειρότερο εφ’ όσον τα δικαιώματα των ιδιοκτητών θα αποκτήσουν μεγαλύτερη νομιμοποίηση. Κι αν κάποιος αντιτείνει ότι με τις παρούσες συνθήκες ούτε μια αριστερή κυβέρνηση μπορεί να καταργήσει τους μεγαλοεπιχειρηματίες-ιδιοκτήτες , κάτι που είναι συζητήσιμο, γιατί μια αριστερή κυβέρνηση δεν μπορεί να διασφαλίσει και να διευκολύνει νομικά τη δημιουργία σταθμών από συλλογικότητες πολιτικές, πολιτιστικές, αυτοδιοικητικές κ.λπ., που θα λειτουργούν (ταυτόχρονα με τα άλλα κανάλια) με κανόνες άμεσης δημοκρατίας, απόλυτης διαφάνειας και αυτοχρηματοδότησης;
Σήμερα, με την ψηφιακή τεχνολογία, οι δυνατότητες είναι απεριόριστες και οι δαπάνες για την υποδομή ενός τηλεοπτικού σταθμού δεν είναι απαγορευτικές. Εάν ένας σταθμός ανήκει σε μία συλλογικότητα και λειτουργεί σαν κοινοπραξία, π.χ. όπως η «Εφημερίδα των Συντακτών», μπορεί αρκετά εύκολα να βγει στον αέρα. Αλλά αυτό δεν υπάρχει σαν αντίληψη στο νέο νόμο. Το επαναστατικό μέτρο της αφαίρεσης των αδειών από τους ολιγάρχες που υπηρετούν τα συμφέροντά τους και, όπως όλοι γνωρίζουμε, συμβάλλουν αποφασιστικά στη διαφθορά του πολιτικού συστήματος και στην καταβαράθρωση της δημοκρατίας, χρησιμοποιώντας καταχρηστικά τις συχνότητες που ανήκουν στο δημόσιο, δεν υπάρχει στις προθέσεις της κυβέρνησης. Αλλά ούτε και το πιο μετριοπαθές μέτρο της διευκόλυνσης δημιουργίας εναλλακτικών καναλιών ενημέρωσης, επικοινωνίας και ψυχαγωγίας που θα αποτελέσουν ένα αντιστάθμισμα υπέρ της κοινωνίας των πολιτών στο σατανικό ολιγοπώλιο των μεγαλοεργολάβων και, γιατί όχι;, των ξένων funds.
Αντιθέτως, με τους περιορισμούς και τα υψηλά κόστη που επιβάλλονται από την κυβέρνηση μόνο οι ολιγάρχες μπορούν να έχουν τηλεοπτικά κανάλια εθνικής εμβέλειας. Κι αυτό εμφανίζεται ως αποκατάσταση μιας «εύρυθμης λειτουργίας», ενώ αποτελεί -με το πρόσχημα της εξυγίανσης- μία σταθεροποίηση του ολιγοπωλιακού ελέγχου της τηλεόρασης.
Οι εξουσίες φοβούνται μία ριζοσπαστική τηλεόραση. Προτιμούν να κρατούν την ενημέρωση σε καταστολή, για να μην χάσουν τον έλεγχο από τη δημοκρατική λειτουργία του Μέσου, όπως συνέβη και με τον 902. Σε αντίθετη περίπτωση, επιβάλλουν αξεπέραστες δυσκολίες που αποτρέπουν τη δημιουργία του.
Και οι υπουργοί της σημερινής κυβέρνησης δεν θέλουν τίποτα να αλλάξει εκ βάθρων. Θέλουν απλά να προσαρμοστούν καλύτερα στην εξουσία φέρνοντας μερικές παγιωμένες καταστάσεις πιο κοντά στα μέτρα τους, τις ανάγκες και τις δυνατότητές τους. Το ζητούμενό τους είναι, και φαίνεται ότι ήταν, η προσαρμογή τους στα ανώτερα δυνατά επίπεδα της εξουσίας, χωρίς δεσμεύσεις, χωρίς προγράμματα, χωρίς έλεγχο, χωρίς «βαρίδια» και , κυρίως, χωρίς αντιρρησίες. Να βρουν μια ελαφρώς διαφορετική συνταγή διαχείρισης που θα δικαιολογεί και θα στηρίζει την ύπαρξή τους όσο πιο κοντά στα ανώτερα επίπεδα της εξουσίας.
Παρομοίως, γι’ αυτούς και γι’ άλλους λόγους (όχι μόνο πολιτικούς και οικονομικούς), οι αριστερές δυνάμεις δεν αξιοποίησαν μέχρι σήμερα και τις μεγάλες δυνατότητες που προσφέρει το διαδίκτυο, πέρα από ορισμένες χρήσεις με πρωτόγονα χαρακτηριστικά.
Κοντοπρόθεσμη και μακροπρόθεσμη επιρροή
Το κύριο πρόβλημα με την τηλεόραση δεν είναι όπως νομίζουν μερικοί ότι επηρεάζει την ψήφο των πολιτών. Η επιρροή της στη διαμόρφωση των προτιμήσεων υπέρ του ενός ή του άλλου κόμματος είναι –κατά κανόνα- μικρότερη από την επιρροή της στη διαμόρφωση των κριτηρίων με τα οποία οι πολίτες αξιολογούν και καθορίζουν τι είναι καλό και τι είναι κακό, τι είναι ωραίο και τι είναι άσχημο, τι είναι υγιές και τι όχι κ.λπ. Κάτι, δηλαδή, πιο θεμελιώδες από την ψηφοθηρία. Γιατί η τηλεόραση καθορίζει τι είναι σημαντικό απ’ όλα όσα συμβαίνουν στη χώρα και το εξωτερικό, στην πολιτική και τον πολιτισμό. Και η μεγάλη της δύναμη δεν είναι μόνο στο τι προβάλλει, αλλά στο πώς το προβάλλει. Και ακόμα μεγαλύτερη στο τι αποκλείει και αγνοεί σαν να μην υπάρχει, είτε πρόκειται για μια άλλη άποψη, για ένα άλλο είδος μουσικής, για έναν άλλο τρόπο ζωής ή για ένα κίνημα αντίστασης.
Και η απαξίωση της τηλεόρασης όπως καταγράφεται στις δημοσκοπήσεις δεν ισοδυναμεί με ακύρωση της επιρροής της. Είναι πλειοψηφικός ο αριθμός των πολιτών που θεωρούν την τηλεόραση αναξιόπιστη, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι ξεφεύγουν από την επιρροή της που είναι άμεση και έμμεση, κοντοπρόθεσμη και μακροπρόθεσμη, ρηχή και βαθιά. Κι αυτό δείχνουν αφενός οι αριθμοί τηλεθέασης πολλών εκπομπών lifestyle που παραμένουν υψηλοί, αλλά και ένα σωρό άλλα στοιχεία και σημεία που είναι ορατά, χωρίς να υποτιμώνται τα αόρατα τα οποία μπορεί να είναι και τα ισχυρότερα. Από το πώς ντύνονται οι άνθρωποι, τι θεάματα παρακολουθούν, τι προϊόντα καταναλώνουν, τι δάνεια παίρνουν, τι και πώς μαγειρεύουν, τι γνωρίζουν από τα γεγονότα στον κόσμο, τι είδους φοβίες και ανασφάλειες αποκτούν, ποιους καλλιτέχνες, αθλητές, δημοσιογράφους ή πολιτικούς θαυμάζουν κ.λπ. Ο σύγχρονος τρόπος ζωής και σκέψης καθορίζεται σε ένα πολύ μεγάλο βαθμό μέσα από την τηλεόραση. Και δεν είναι ό,τι καλύτερο!
Για όλους αυτούς τους λόγους και για πολλούς άλλους, η απώλεια της ευκαιρίας να αναδομηθεί πλήρως το ραδιοτηλεοπτικό τοπίο προς όφελος της κοινωνίας σε βάθος χρόνου, είναι τρομακτική και τρομοκρατική!
Στέλιος Ελληνιάδης
Βλέπεις τηλεόραση ακόμα κι όταν δεν βλέπεις
Ο κόσμος βλέπει τηλεόραση, ακόμα κι αυτοί που σέρνουν γενεές δεκατέσσερις στα κανάλια, στους διαπλεκόμενους ιδιοκτήτες και τους τηλεοπτικούς αστέρες πάσης φύσεως. Αλλά, από πού θα αντλούσαν άφθονο υλικό όλοι αυτοί που ζουν σχολιάζοντας και σχολιάζουν ζώντας τα κακώς κείμενα της πολιτικής, κοινωνικής και πολιτιστικής σκηνής του τόπου; Εξάλλου, μπορεί να βλέπεις τηλεόραση χωρίς να βλέπεις, όταν αυτά που σε ενδιαφέρουν θεματικά, τουλάχιστον τα σχετιζόμενα με την επικαιρότητα, αναπαράγονται στο youtube ή διυλίζονται με αναφορές, παρατηρήσεις, αναλύσεις και σχόλια επί σχολίων στο facebook, τα blogs και το twitter, κυκλοφορούν μέσω του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, επαναλαμβάνονται στις εφημερίδες και συζητιούνται μεταξύ φίλων, συναδέλφων και συγγενών. Εν ολίγοις, εάν είσαι ενεργός πολίτης και δεν έχεις πλήρως αποσυρθεί και αποτοξινωθεί από τη βλαβερή επίδραση των ΜΜΕ, δεν μένεις αμόλυντος από το περιεχόμενο της τηλεόρασης έστω κι αν αυτό γίνεται με μικρότερη δοσολογία. Επίσης, παρ’ όλο που σταδιακά αυξάνεται το ποσοστό των αποκλειστικών χρηστών του διαδικτύου, και στην Ελλάδα, η τηλεόραση διεθνώς εξακολουθεί να κρατάει τα σκήπτρα της άμεσης, πλατιάς και μεγάλης διεισδυτικότητας σε όλα τα κοινωνικά στρώματα, σε όλες τις χώρες του κόσμου, ακόμα και στην τεχνολογικά εξελιγμένη Αμερική. Και μ’ αυτό το δεδομένο, κανένας πολίτης με κοινωνική συνείδηση δεν μπορεί να αδιαφορεί για το «μέσο», τη χρήση του, το περιεχόμενό του, το ιδιοκτησιακό καθεστώς του και την επιρροή του σε όλα τα επίπεδα της ζωής. Πολύ περισσότερο ένας αριστερός πολίτης που αντιλαμβάνεται ότι η τηλεόραση με το ισχύον καθεστώς ελέγχου και λειτουργίας της υπηρετεί αποκλειστικά και μόνο την καθεστηκυία τάξη πραγμάτων, όποια κι αν είναι αυτή, όσο διεφθαρμένη και αντιλαϊκή κι αν είναι. Από τις πιο «πολιτισμένες» ως τις πιο «απολίτιστες» κοινωνίες, από τις πιο «δημοκρατικές» ως τις πιο «αυταρχικές» χώρες, οι τηλεοράσεις είναι αναπόσπαστο μέρος της κεντρικής εξουσίας και προάγουν και προφυλάσσουν τα καθεστώτα και τα συστήματα είτε με χονδροειδή είτε με εκλεπτυσμένο τρόπο. Και είναι πασίγνωστο ότι υπονομεύουν κάθε προσπάθεια για προοδευτική αλλαγή με τις πλάτες των διεθνών κέντρων εξουσίας, όπως συμβαίνει στη Βενεζουέλα κι όπως το βιώσαμε στην Ελλάδα.
Ο πλαστός κόσμος της τηλεόρασης
Είναι γνωστός ο ρόλος που έπαιξε η τηλεόραση, ανεμπόδιστη από σύνορα, στην υπονόμευση των καθεστώτων του υπαρκτού σοσιαλισμού, απαξιώνοντας κυρίως κοινωνικά και πολιτισμικά αυτά τα κράτη και προβάλλοντας σε αντιπαράθεση τον δυτικό κόσμο φιλτραρισμένο σαν να επρόκειτο για παράδεισο όπου η ζωή είναι χαρισάμενη. Τα αποτελέσματα είναι γνωστά. Εκατοντάδες εκατομμύρια άνθρωποι ανακάλυψαν ότι στη λαμπερή Δύση ούτε η εργασία είναι σίγουρη και καλοπληρωμένη, ούτε η στέγη δικαίωμα, ούτε όλοι οι πολίτες ίσοι οικονομικά, ούτε οι ευκαιρίες ίδιες για όλους, ούτε η δικαιοσύνη τυφλή. Έτσι, είτε με τη βούλησή τους είτε με την παθητικότητά τους, στη συντριπτική τους πλειονότητα, έπεσαν στην κυριολεξία από τα σύννεφα όταν άρχισαν να διαπιστώνουν πώς είναι η ζωή για τον απλό πολίτη στη Δύση, πίσω από τη βιτρίνα. Ότι ακόμα και τα βασικά για να ζει κανείς με αξιοπρέπεια, εργασία, σπίτι, υγεία, παιδεία, ισονομία κ.λπ., δεν είναι διασφαλισμένα και τα κατακτημένα απειλούνται καθημερινά. Όταν το αντιλήφθηκαν ήταν πλέον πολύ αργά. Το παλιό τους καθεστώς είχε αυτοκαταστραφεί και το καινούργιο τους αντιμετώπιζε σαν πολίτες βήτα και γάμα κατηγορίας. Εξού και τα εκφυλιστικά φαινόμενα που αναπτύσσονται σχεδόν σε όλες τις χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ όπου η διάψευση των πλούσιων και μαγευτικών εικόνων της τηλεόρασης για τον δυτικό τρόπο και το επίπεδο ζωής στο Παρίσι, το Βερολίνο και το Λονδίνο, έφεραν τους πολίτες των ανατολικοευρωπαϊκών χωρών σε πλήρες διανοητικό αδιέξοδο. Γιόρταζαν ή παρακολουθούσαν μέσα από τις τηλεοράσεις μια πανηγυρική γιορτή νίκης της ελευθερίας, της δημοκρατίας και της ευημερίας, ενώ στην πραγματική ζωή διαπίστωναν ότι αυτό που είχαν αποκομίσει σαν πραγματικότητα μέσα από τα τηλεοπτικά κανάλια της Δύσης ήταν σε πολύ μεγάλο βαθμό εικονικό, ήταν virtual reality και η αληθινή ζωή ήταν πάρα πολύ διαφορετική από τα τηλεοπτικά βίντεο. Κι αυτή η αίσθηση της αναντιστοιχίας και της διάψευσης δεν ήταν προσωρινή, μέχρι να εγκλιματισθούν. Έτσι, σήμερα, τριάντα σχεδόν χρόνια μετά την πτώση του «υπαρκτού», βιώνουν εντονότατα, σε σημείο ανυπόφορο, τον κοινωνικό αποκλεισμό, τη φτώχεια, την ανασφάλεια και τον ξεριζωμό της μετανάστευσης. Και πάλι, όμως, υπό τον αυστηρό επικοινωνιακό περιορισμό της τηλεόρασης που, σαν συλλογικός νους οργανωμένων συμφερόντων, ξέρει να προστατεύει το σύστημα, οι αντιδράσεις εκτροχιάζονται στη θρησκοληψία, τον αυταρχισμό, τη βία, το ρατσισμό και την ξενοφοβία. Εάν δεν ήταν φιλοδυτικά τα καθεστώτα της Πολωνίας, της Ουγγαρίας, της Ουκρανίας, της Λετονίας, της Βουλγαρίας, της Σλοβακίας κ.λπ., οι υπερασπιστές της αστικής δημοκρατίας στη Δύση θα τα θεωρούσαν ναζιστικά, ούτε καν προβληματικές δημοκρατίες αστικού τύπου. Αυτά τα καθεστώτα-τέρατα είναι υποπροϊόντα του πλαστού κόσμου της τηλεόρασης.
Η τηλεόραση τροφοδοτεί με φόβο τους Αμερικάνους
Στην Αμερική, χάρη στη συμβολή και τη δύναμη της τηλεόρασης στήθηκε μια ολόκληρη μηχανή, ένα πελώριο δίκτυο, παραγωγής φόβου γύρω από τον ισλαμισμό. Πριν απ’ αυτό, το φόβητρο ήταν ο κομμουνισμός, αλλά η λήξη του Ψυχρού Πολέμου λόγω της διάλυσης της Σοβιετικής Ένωσης, όπως είχε γράψει πριν από δέκα χρόνια ο Garrison Keillor «μας άφησε [τους Αμερικάνους] παραδόξως χαμένους, ώστε τώρα να αγκαλιάσουμε τον Πόλεμο εναντίον της Τρομοκρατίας, στον οποίο κανένας δεν πιστεύει –κανένας δεν τρέχει να καταταγεί στο στρατό- και εντούτοις τα τσιμεντένια οδοφράγματα και οι διμοιρίες ασφάλειας στο αεροδρόμιο μας δίνουν μια αίσθηση κινδύνου η οποία μας ικανοποιεί» (περιοδικό Time, 15 Φεβ. 2016).
Ο Peter Bergen στο καινούργιο βιβλίο του «Ηνωμένες Πολιτείες του Ιερού Πολέμου» (United States of Jihad) γράφει ότι, από τον Σεπτέμβρη του 2001, οι νεκροί από πράξεις που συνδέονται με την ισλαμική τρομοκρατία είναι λιγότεροι από τους 48 νεκρούς που προκάλεσαν οι πράξεις των εξτρεμιστών της Άκρας Δεξιάς.
Εντούτοις, σε όλες τις δημοσκοπήσεις, ο φόβος για την ισλαμική τρομοκρατία ανάμεσα στους πολίτες βρίσκεται στην κορυφή. Κι αυτό δεν είναι άσχετο με το γεγονός ότι τα τηλεοπτικά δίκτυα είναι γεμάτα με εκπομπές, ειδήσεις, ταινίες και σίριαλ που καλλιεργούν την ισλαμοφοβία. Όπως επισημαίνει ο Andrew Liepman, που ήταν δεύτερος στην ιεραρχία του Εθνικού Αντιτρομοκρατικού Κέντρου, στο ντοκιμαντέρ Homegrown, το οποίο βασίζεται στο βιβλίο του Bergen, η Αμερική αντιμετωπίζει πολύ μεγαλύτερες απειλές από την ισλαμική τρομοκρατία, όπως είναι η παχυσαρκία, ο καρκίνος και η βία από την οπλοχρησία. «Αλλά αυτά δεν ερεθίζουν τη φαντασία των Αμερικάνων όσο η απειλή από το Ισλαμικό Κράτος (ISIS)».
Με αυτή τη μέθοδο, της χειραγώγησης μέσα από τη συνεχή καλλιέργεια του φόβου γύρω από ένα πραγματικό αλλά κατώτερης σημασίας εχθρό, η εξουσία ασκεί την πολιτική της. Ο φοβισμένος πολίτης είναι ένας πολίτης που σκέφτεται ευρισκόμενος σε σύγχυση. Και ο φόβος διαδίδεται, συχνά και δημιουργείται πρωτογενώς, μέσα από την τηλεόραση. Το γεγονός ότι ο επικρατέστερος υποψήφιος για το χρίσμα των Ρεπουμπλικάνων Ντόναλντ Τραμπ έγινε διάσημος από τα δικά του reality show στην τηλεόραση και σήμερα υπερτερεί με συντριπτική διαφορά στην προβολή του από τα τηλεοπτικά δίκτυα έναντι όλων των άλλων υποψηφίων, σχετίζεται απολύτως με τους εμπρηστικούς του λόγους εναντίον των μουσουλμάνων, των Μεξικανών, των αναπήρων, των γυναικών κ.ά. που επιτείνουν το φόβο, το ρατσισμό, τον αποκλεισμό και την επιθετικότητα. Ο έλεγχος του μυαλού των πολιτών είναι σύμφυτος με την εξουσία που ασκείται μέσω της τηλεόρασης.