Η εκλογική καταγραφή της ΑΝΤΑΡΣΥΑ με 1,19% και 75.449 ψήφους δεν ήταν τελικά αυτή που περίμεναν τα μέλη και οι φίλοι της.
Η ανακοίνωση του Πανελλαδικού Συντονιστικού κάνει λόγο για υπερτριπλασιασμό του ποσοστού σε σύγκριση με τις βουλευτικές εκλογές του 2009 και συμπεραίνει ότι «η επιτυχία των σχημάτων που υποστήριξε η ΑΝΤΑΡΣΥΑ στις αυτοδιοικητικές εκλογές του 2010 δεν ήταν παροδική, αλλά ανταποκρίνεται σε ένα πραγματικό ρεύμα ριζοσπαστικοποίησης μέσα στην κοινωνία».
Παράλληλα όμως αναγνωρίζει ότι «το αποτέλεσμα είναι τελικά κατώτερο των προσδοκιών και των δυνατοτήτων. Δεν έγινε κατορθωτό… να επηρεάσουμε ακόμα αποφασιστικότερα το τεράστιο ρεύμα αποσκίρτησης απ’ την επιρροή του αστικού δικομματισμού και να έχουμε ακόμα μεγαλύτερη άνοδο, καθώς τμήμα των εργαζόμενων που είχε την ΑΝΤΑΡΣΥΑ στην επιλογή του δεν έμεινε τελικά ανεπηρέαστο από κοινοβουλευτικές αυταπάτες για δημιουργία μιας “κυβέρνησης της Αριστεράς”, που θα δώσει άμεση και χωρίς συγκρούσεις και ανατροπή λύση στα προβλήματα».
Είναι βέβαιο ότι τα μέλη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ δούλεψαν με μεγάλη διάθεση στην προεκλογική περίοδο. Διακίνησαν για πρώτη φορά τόσο μεγάλη ποσότητα φυλλαδίων και αφισών.
Πραγματοποίησαν δεκάδες εκδηλώσεις σε όλη την Ελλάδα με σημαντική συμμετοχή, τουλάχιστον για τα δεδομένα της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς. Είχαν σημαντική παρέμβαση και στο Διαδίκτυο. Παράλληλα, υπήρξε μια ορισμένη προβολή ακόμη και από τα επίσημα ΜΜΕ. Ενώ ακόμη και το όνομα του συνδυασμού χρησιμοποιήθηκε έξυπνα («Ήρθε η ώρα να κάνουμε ΑΝΤΑΡΣΥΑ») και δεν ήταν τόσο απόμακρο από έναν ευρύτερο κόσμο.
Κι όμως, σε αυτές τις συνθήκες το αποτέλεσμα δεν ήταν το αναμενόμενο. Προφανώς το ζήτημα είναι πολιτικό, ο πολιτικός λόγος και η πολιτική στόχευση είναι που θα πρέπει να διερευνηθούν. Δηλαδή, αν και κατά πόσο ανταποκρινόντουσαν στις ανάγκες του μαζικού λαϊκού κινήματος. Εδώ η απάντηση που δίνεται από την ανακοίνωση του Π.Σ. του σχήματος είναι μάλλον ελλειμματική. Δεν μπορεί η αιτία να βρίσκεται στο ότι ένας ευρύτερος κόσμος πίστεψε ότι «η “κυβέρνησης της Αριστεράς” θα δώσει άμεση και χωρίς συγκρούσεις και ανατροπή λύση στα προβλήματα». Ούτε περιμένει ούτε επιζητά ο λαός άμεση και εύκολη λύση στα προβλήματα. Γιατί ξέρει ποιους έχει απέναντι του. Το έχει ζήσει στο πετσί του. Δεν μπορείς να λες σε αυτόν που έχει φάει τόσα δακρυγόνα και συνεχίζει να κατεβαίνει στο δρόμο ότι επιζητά «άμεση και χωρίς συγκρούσεις λύση στα προβλήματα».
Συνεπώς, η αιτία που ευρύτερος κόσμος προσανατολίστηκε στον ΣΥΡΙΖΑ είναι η πολιτική κατεύθυνση που εκφράστηκε από τον ΣΥΡΙΖΑ, η ανάγκη του κόσμου για συγκεκριμένη διέξοδο, ειδικότερα με την καταγγελία των μνημονίων και των δανειακών συμβάσεων και με την πρόταση για «κυβέρνηση της Αριστεράς». Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ είπε πολλά αγωνιστικά «όχι» και «έξω», πρόβαλε την ανάγκη αντίστασης και ανατροπής, αλλά δεν πρότεινε κάποια συγκεκριμένη και εφικτή πορεία διεξόδου, ενώ υποτίμησε την κρίσιμη πολιτική σημασία της ακύρωσης των Μνημονίων.
Στις επερχόμενες εκλογές η ΑΝΤΑΡΣΥΑ έχει επιλέξει την αυτόνομη κάθοδο, ενδεχομένως σε συνεργασία με άλλες μικρότερες οργανώσεις της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς. Σίγουρα για κάποιο κόσμο που τη στήριξε αυτή δεν είναι η καλύτερη επιλογή.
Για παράδειγμα, ήδη κυκλοφορεί μια πρόταση από μέλη της ΑΡΑΝ και ανένταχτους αγωνιστές με 50 υπογραφές που θέτει ζήτημα εκλογικής συνεργασίας ή ακόμη και στήριξης του ΣΥΡΙΖΑ. Στο σχετικό κείμενο αναφέρεται: «Στο βαθμό που το ΚΚΕ αρνηθεί την πολιτική συνεργασία στην προοπτική μιας κυβέρνησης της Αριστεράς, ακόμη και με την δέσμευση όλων των αριστερών δυνάμεων στην προοπτική «Καμιά θυσία για το ευρώ» – «Πρώτα ο λαός μετά το ευρώ», τότε είναι αναγκαίο η ΑΝΤΑΡΣΥΑ να προχωρήσει αποφασιστικά σε εκλογική συνεργασία με τον ΣΥΡΙΖΑ. Σε κάθε ενδεχόμενο η ΑΝΤΑΡΣΥΑ σήμερα καλείται να δει τη συγκεκριμένη εκλογική μάχη ως έναν κόμβο του παρατεταμένου λαϊκού πολέμου, όπου πρώτιστα αξιολογείται η δυνατότητα μιας πρώτης σημαντικής νίκης και ανατροπής των συσχετισμών προς όφελος του λαού. Στην κατεύθυνση αυτή δεν πρέπει να αποκλειστεί και το ενδεχόμενο της κριτικής στήριξης του ΣΥΡΙΖΑ, εκείνου του σχηματισμού δηλαδή που δείχνει σήμερα να ηγείται της έκφρασης της λαϊκής αμφισβήτησης».
Παράλληλα όμως αναγνωρίζει ότι «το αποτέλεσμα είναι τελικά κατώτερο των προσδοκιών και των δυνατοτήτων. Δεν έγινε κατορθωτό… να επηρεάσουμε ακόμα αποφασιστικότερα το τεράστιο ρεύμα αποσκίρτησης απ’ την επιρροή του αστικού δικομματισμού και να έχουμε ακόμα μεγαλύτερη άνοδο, καθώς τμήμα των εργαζόμενων που είχε την ΑΝΤΑΡΣΥΑ στην επιλογή του δεν έμεινε τελικά ανεπηρέαστο από κοινοβουλευτικές αυταπάτες για δημιουργία μιας “κυβέρνησης της Αριστεράς”, που θα δώσει άμεση και χωρίς συγκρούσεις και ανατροπή λύση στα προβλήματα».
Είναι βέβαιο ότι τα μέλη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ δούλεψαν με μεγάλη διάθεση στην προεκλογική περίοδο. Διακίνησαν για πρώτη φορά τόσο μεγάλη ποσότητα φυλλαδίων και αφισών.
Πραγματοποίησαν δεκάδες εκδηλώσεις σε όλη την Ελλάδα με σημαντική συμμετοχή, τουλάχιστον για τα δεδομένα της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς. Είχαν σημαντική παρέμβαση και στο Διαδίκτυο. Παράλληλα, υπήρξε μια ορισμένη προβολή ακόμη και από τα επίσημα ΜΜΕ. Ενώ ακόμη και το όνομα του συνδυασμού χρησιμοποιήθηκε έξυπνα («Ήρθε η ώρα να κάνουμε ΑΝΤΑΡΣΥΑ») και δεν ήταν τόσο απόμακρο από έναν ευρύτερο κόσμο.
Κι όμως, σε αυτές τις συνθήκες το αποτέλεσμα δεν ήταν το αναμενόμενο. Προφανώς το ζήτημα είναι πολιτικό, ο πολιτικός λόγος και η πολιτική στόχευση είναι που θα πρέπει να διερευνηθούν. Δηλαδή, αν και κατά πόσο ανταποκρινόντουσαν στις ανάγκες του μαζικού λαϊκού κινήματος. Εδώ η απάντηση που δίνεται από την ανακοίνωση του Π.Σ. του σχήματος είναι μάλλον ελλειμματική. Δεν μπορεί η αιτία να βρίσκεται στο ότι ένας ευρύτερος κόσμος πίστεψε ότι «η “κυβέρνησης της Αριστεράς” θα δώσει άμεση και χωρίς συγκρούσεις και ανατροπή λύση στα προβλήματα». Ούτε περιμένει ούτε επιζητά ο λαός άμεση και εύκολη λύση στα προβλήματα. Γιατί ξέρει ποιους έχει απέναντι του. Το έχει ζήσει στο πετσί του. Δεν μπορείς να λες σε αυτόν που έχει φάει τόσα δακρυγόνα και συνεχίζει να κατεβαίνει στο δρόμο ότι επιζητά «άμεση και χωρίς συγκρούσεις λύση στα προβλήματα».
Συνεπώς, η αιτία που ευρύτερος κόσμος προσανατολίστηκε στον ΣΥΡΙΖΑ είναι η πολιτική κατεύθυνση που εκφράστηκε από τον ΣΥΡΙΖΑ, η ανάγκη του κόσμου για συγκεκριμένη διέξοδο, ειδικότερα με την καταγγελία των μνημονίων και των δανειακών συμβάσεων και με την πρόταση για «κυβέρνηση της Αριστεράς». Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ είπε πολλά αγωνιστικά «όχι» και «έξω», πρόβαλε την ανάγκη αντίστασης και ανατροπής, αλλά δεν πρότεινε κάποια συγκεκριμένη και εφικτή πορεία διεξόδου, ενώ υποτίμησε την κρίσιμη πολιτική σημασία της ακύρωσης των Μνημονίων.
Στις επερχόμενες εκλογές η ΑΝΤΑΡΣΥΑ έχει επιλέξει την αυτόνομη κάθοδο, ενδεχομένως σε συνεργασία με άλλες μικρότερες οργανώσεις της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς. Σίγουρα για κάποιο κόσμο που τη στήριξε αυτή δεν είναι η καλύτερη επιλογή.
Για παράδειγμα, ήδη κυκλοφορεί μια πρόταση από μέλη της ΑΡΑΝ και ανένταχτους αγωνιστές με 50 υπογραφές που θέτει ζήτημα εκλογικής συνεργασίας ή ακόμη και στήριξης του ΣΥΡΙΖΑ. Στο σχετικό κείμενο αναφέρεται: «Στο βαθμό που το ΚΚΕ αρνηθεί την πολιτική συνεργασία στην προοπτική μιας κυβέρνησης της Αριστεράς, ακόμη και με την δέσμευση όλων των αριστερών δυνάμεων στην προοπτική «Καμιά θυσία για το ευρώ» – «Πρώτα ο λαός μετά το ευρώ», τότε είναι αναγκαίο η ΑΝΤΑΡΣΥΑ να προχωρήσει αποφασιστικά σε εκλογική συνεργασία με τον ΣΥΡΙΖΑ. Σε κάθε ενδεχόμενο η ΑΝΤΑΡΣΥΑ σήμερα καλείται να δει τη συγκεκριμένη εκλογική μάχη ως έναν κόμβο του παρατεταμένου λαϊκού πολέμου, όπου πρώτιστα αξιολογείται η δυνατότητα μιας πρώτης σημαντικής νίκης και ανατροπής των συσχετισμών προς όφελος του λαού. Στην κατεύθυνση αυτή δεν πρέπει να αποκλειστεί και το ενδεχόμενο της κριτικής στήριξης του ΣΥΡΙΖΑ, εκείνου του σχηματισμού δηλαδή που δείχνει σήμερα να ηγείται της έκφρασης της λαϊκής αμφισβήτησης».
Χ.Κ.
Σχόλια