Γράφει η Έλενα Πατρικίου
Βεβαίως, από καταβολής κόσμου και με διάφορες αισθητικές ή «επιστημονικές» δικαιολογίες, οι γυναίκες τρώνε λιγότερο από τους άντρες και λιγότερο από όσο χρειάζεται για να χορτάσουν. Αλλά πίστευα πως το πρότυπο της θνήσκουσας κόρης, «με φυομένας πτέρυγας εις καταρρέον σώμα, σάβανον αντί εσθήτος σύρον», ήταν μία μορφή νεκροφιλίας, που βλάστησε μόνον στην ποίηση παρακμιακών ρωμαντικών ποιητών.
Στους Νεκρικούς Διαλόγους του Λουκιανού, ο Μένιππος, που μόλις έφτασε στον Άδη, ζητά να δει τις θρυλικές καλλονές του παρελθόντος.
ΕΡΜΗΣ: Κοίταξε εκεί, είναι ο Υάκινθος, ο Νάρκισσος, ο Νηρέας κι ο Αχιλλέας, η Τυρώ, η Ελένη, η Λήδα και όλα τα αρχαία κάλλη.
ΜΕΝΙΠΠΟΣ: Εγώ βλέπω μόνο οστά και κρανία γυμνωμένα από τις σάρκες, όμοια τα περισσότερα.
Ε.: Κι όμως αυτά τα οστά θαυμάζουν όλοι οι ποιητές, αυτά τα οστά που εσύ καταφρονείς.
Μ.: Δείξε μου τουλάχιστον την Ελένη. Μόνος μου δεν θα την ξεχωρίσω ποτέ.
Ε.: Ετούτο το κρανίο είναι η Ελένη.
Μ.: Και γι’ αυτό το κρανίο ξεκίνησαν χίλια καράβια απ’ όλη την Ελλάδα και τόσοι Έλληνες και βάρβαροι σκοτώθηκαν και τόσες πόλεις ξεθεμελιωθήκαν;
Ε.: Αχ, Μένιππε, δεν την είδες ζωντανή.
Η Ελένη δεν ήταν πουκάμισο αδειανό, ήταν ζωντανό πρόσωπο. Στον Άδη του Λουκιανού, που δεν είναι χριστιανικός παράδεισος αλλά ο ομαδικός τάφος της ιστορίας, τα οστά δεν είναι παραδεισένια, τα οστά έχουν χάσει τα προσωπικά χαρακτηριστικά τους. Αλλά η Αριστερά είναι κυρίως προσδοκία ανάστασης νεκρών, δηλαδή προσδοκία ανάκτησης των χαρακτηριστικών του προσώπου μας. Των ένσαρκων χαρακτηριστικών. Σ’ αυτήν την ζωή.
ΥΓ.: Σε έναν άκρως αντιφεμινιστικό αφορισμό του, ίσως τον μόνο αποτυχημένο του, ο Στάνισλας Λεκ αναρωτιέται: «Οι γυμνές γυναίκες είναι έξυπνες;». Ίσως δεν είχε προσέξει πόσο κουτοί μοιάζουν οι γυμνοί άντρες, ειδικά αν δεν έχουν βγάλει και τις κάλτσες τους.