Του Σταύρου Γεωργά. Το πιθανότερο είναι πως δεν έχω καταφέρει να αρθώ στο ύψος των περιστάσεων και να συλλάβω τη γενικευμένη δυστυχία ως εφιαλτικό πανόραμα – να δω τη γενική και αμέσως μετά αφηρημένη εικόνα.
Και μάλλον δεν θα τα καταφέρω ποτέ. Αντιθέτως, η κατάστασή μου επιδεινώνεται. Δυσκολεύομαι όλο και περισσότερο να πιστέψω πως έχει οποιαδήποτε σημασία η αυτοαναφορική διακήρυξη αρχών, που είναι το ρητορικό (ή και ηθικό) αντίστοιχο της πανοραμικής θέας.
Κατ’ αναλογίαν, έχω αναπτύξει τρόμο για τη χρήση της στατιστικής: Η έμφαση με την οποία διευκρινίζουμε προς πάσαν κατεύθυνσιν ότι η ανεργία θα αυξηθεί φέτος κατά 20,6%, δηλαδή 3,45 φορές περισσότερο από ό,τι αυξήθηκε πέρυσι, πλήττοντας κατά 77,39% τους νέους ηλικίας 27-29 ετών (τυχαία είναι τα νούμερα), μου φαίνεται πως αποδεικνύει όλο κι όλο ότι η πανουργία της Ιστορίας ή αυτό που αποκαλούμε απλώς «διαλεκτική» συμπαρέσυρε και τα όνειρα που έθρεψαν κάποτε οι ιδρυτές του Ινστιτούτου Κοινωνικών Ερευνών. Θέλω να πω: η προσφυγή σε αυτές τις μετρήσεις, που συγκροτήθηκε ως πλήρης γλώσσα σιγά-σιγά, ίσως τώρα να είναι απλώς άλλοθι ή και απόδειξη υποκρισίας – αν σταματάμε, εννοείται, εδώ. Δεν μου φαίνεται, πράγματι, πιθανό, κάποιος που λέει και ξαναλέει αυτά τα νούμερα κι αμέσως μετά ξεδιπλώνει και μια μεταξωτή κορδέλα με γραμμένες πάνω τις αρχές βάσει των οποίων αποδοκιμάζουμε την κατάσταση, να νοιάζεται στ’ αλήθεια για τη δυστυχία των άλλων. Ειδάλλως θα ήταν – πώς να το πω; συμφιλιωμένος με την κωμική πλευρά που παίρνει πότε-πότε αυτή η έγνοια, αν είναι γνήσια. Θα ήταν συμφιλιωμένος δηλαδή με τη μερικότητα, στην ακραία μορφή της συχνά. Κι ίσως να μη φούσκωνε τόσο πολύ από την εμπνοή των οραμάτων του, μια και συχνά-πυκνά θα αισθανόταν ο ίδιος γελοίος…
Μου διηγόταν ένας φίλος μου πόσο ντράπηκε που, ενώ ο κόσμος δυστυχούσε γύρω του, εκείνον για μέρες τον κατέτρυχε το βλέμμα του σκύλου του (τον κοιτούσε κατάματα, ώσπου βάρυναν τα βλέφαρά του, ο φουκαράς) όταν χρειάστηκε να του κάνει ευθανασία. Απ’ την άλλη – αν δεν συνέβαινε αυτή η γελοία, το αναγνωρίζω, στρέβλωση της αίσθησης του μέτρου, αν δεν ήταν δυνατόν να συμβεί, τι σημασία έχει να λέμε, παίρνοντας την κατάλληλη πόζα και εκφωνώντας τις φράσεις μας με ρυθμό, ότι ολοένα περισσότεροι άνθρωποι γύρω μας σπρώχνονται να ζήσουν σκυλίσια ζωή; Επιπλέον, η κωμική διαστολή του παραμικρού, του αδιόρατου και άνευ σημασίας σχεδόν, περιέχει διακωμωδημένη -όπως στις παλιές γελοιογραφίες τα κουσούρια των δημοσίων ανδρών (η μεγάλη μύτη κ.λπ.) δηλαδή ολοφάνερη πια, την απόγνωση: την επίγνωση ότι δεν μπορείς να κάνεις τίποτα για να το αποτρέψεις, γαμώ το. Ξεκαθαρίζει λοιπόν την όραση και αποκαθιστά την αίσθηση του μέτρου, κάνοντάς σε καχύποπτο: Βρε μπας και αυτό μου συμβαίνει απαράλλακτο, καθώς ανοίγει το πλάνο; Μπας και είναι η απόγνωση αυτό που απωθούσα αραδιάζοντας στατιστικές και αρχές; Η αδυναμία να κάνεις κάτι στ’ αλήθεια, στο μερικευμένο πεδίο σου, «ενί τούτων των αδελφών σου των ελαχίστων», λάμπει ξαφνικά σαν φτιαγμένη απ’ το μέταλλο με το οποίο κατασκευάστηκε το Πρότυπο Μέτρο…
Κατ’ αναλογίαν, έχω αναπτύξει τρόμο για τη χρήση της στατιστικής: Η έμφαση με την οποία διευκρινίζουμε προς πάσαν κατεύθυνσιν ότι η ανεργία θα αυξηθεί φέτος κατά 20,6%, δηλαδή 3,45 φορές περισσότερο από ό,τι αυξήθηκε πέρυσι, πλήττοντας κατά 77,39% τους νέους ηλικίας 27-29 ετών (τυχαία είναι τα νούμερα), μου φαίνεται πως αποδεικνύει όλο κι όλο ότι η πανουργία της Ιστορίας ή αυτό που αποκαλούμε απλώς «διαλεκτική» συμπαρέσυρε και τα όνειρα που έθρεψαν κάποτε οι ιδρυτές του Ινστιτούτου Κοινωνικών Ερευνών. Θέλω να πω: η προσφυγή σε αυτές τις μετρήσεις, που συγκροτήθηκε ως πλήρης γλώσσα σιγά-σιγά, ίσως τώρα να είναι απλώς άλλοθι ή και απόδειξη υποκρισίας – αν σταματάμε, εννοείται, εδώ. Δεν μου φαίνεται, πράγματι, πιθανό, κάποιος που λέει και ξαναλέει αυτά τα νούμερα κι αμέσως μετά ξεδιπλώνει και μια μεταξωτή κορδέλα με γραμμένες πάνω τις αρχές βάσει των οποίων αποδοκιμάζουμε την κατάσταση, να νοιάζεται στ’ αλήθεια για τη δυστυχία των άλλων. Ειδάλλως θα ήταν – πώς να το πω; συμφιλιωμένος με την κωμική πλευρά που παίρνει πότε-πότε αυτή η έγνοια, αν είναι γνήσια. Θα ήταν συμφιλιωμένος δηλαδή με τη μερικότητα, στην ακραία μορφή της συχνά. Κι ίσως να μη φούσκωνε τόσο πολύ από την εμπνοή των οραμάτων του, μια και συχνά-πυκνά θα αισθανόταν ο ίδιος γελοίος…
Μου διηγόταν ένας φίλος μου πόσο ντράπηκε που, ενώ ο κόσμος δυστυχούσε γύρω του, εκείνον για μέρες τον κατέτρυχε το βλέμμα του σκύλου του (τον κοιτούσε κατάματα, ώσπου βάρυναν τα βλέφαρά του, ο φουκαράς) όταν χρειάστηκε να του κάνει ευθανασία. Απ’ την άλλη – αν δεν συνέβαινε αυτή η γελοία, το αναγνωρίζω, στρέβλωση της αίσθησης του μέτρου, αν δεν ήταν δυνατόν να συμβεί, τι σημασία έχει να λέμε, παίρνοντας την κατάλληλη πόζα και εκφωνώντας τις φράσεις μας με ρυθμό, ότι ολοένα περισσότεροι άνθρωποι γύρω μας σπρώχνονται να ζήσουν σκυλίσια ζωή; Επιπλέον, η κωμική διαστολή του παραμικρού, του αδιόρατου και άνευ σημασίας σχεδόν, περιέχει διακωμωδημένη -όπως στις παλιές γελοιογραφίες τα κουσούρια των δημοσίων ανδρών (η μεγάλη μύτη κ.λπ.) δηλαδή ολοφάνερη πια, την απόγνωση: την επίγνωση ότι δεν μπορείς να κάνεις τίποτα για να το αποτρέψεις, γαμώ το. Ξεκαθαρίζει λοιπόν την όραση και αποκαθιστά την αίσθηση του μέτρου, κάνοντάς σε καχύποπτο: Βρε μπας και αυτό μου συμβαίνει απαράλλακτο, καθώς ανοίγει το πλάνο; Μπας και είναι η απόγνωση αυτό που απωθούσα αραδιάζοντας στατιστικές και αρχές; Η αδυναμία να κάνεις κάτι στ’ αλήθεια, στο μερικευμένο πεδίο σου, «ενί τούτων των αδελφών σου των ελαχίστων», λάμπει ξαφνικά σαν φτιαγμένη απ’ το μέταλλο με το οποίο κατασκευάστηκε το Πρότυπο Μέτρο…
Σχόλια