του Μάρκου Δεληγιάννη
Χρόνια τώρα ταξιδεύουμε. Αφήνουμε πίσω μας λιμάνια που μας κούρασαν, λέξεις θαμμένες σε υπόγεια, εκεί, που καμιά ηφαιστειακή έκρηξη δεν θα τις ξαναζωντανέψει. Χρόνια τώρα ταξιδεύουμε με δίψα άσβεστη στα χείλη, με φλόγα ανίκητη τη ματιά να κατακαίει. Ταξιδεύουμε και κάθε ξημέρωμα το βλέμμα μας στυλώνουμε κατά την Ανατολή, εκείνη την αυγή που μας έταξαν όταν μπαρκάραμε σ’ αυτό εδώ το πλοίο, ν’ αντικρύσουμε. Τα μάτια μας, ο ήλιος ο θαλασσινός, τάχει πυρπολήσει. Κι εμείς, καιρό τώρα το ξέρουμε, πως τα τραγούδια τα νοσταλγικά πάντα τ’ αφτιά μας θα χαϊδεύουν, όταν αρμενίζουμε σε θάλασσες αχαρτογράφητες. Κι ύστερα, το μάθαμε κι αυτό, πως κανένα σαλπάρισμα δεν γίνεται χωρίς τη συνοδεία πίκρας και δακρύων. Μόνο που ο χρόνος ο αδυσώπητος στρίμωχνε τη ματαιωμένη μας νεότητα σε μια γωνιά σκιερή της πικραμένης μας καρδιάς. Σταθήκαμε θαρραλέα στη γέφυρα του καραβιού, το τιμόνι με χέρια στιβαρά αδράξαμε, «τραβέρσο ανάποδα πορεία κατά το βοριά», ο καπετάνιος πρόσταζε. Κι εμείς γυρίζαμε τις πλάτες μας στα κουρασμένα λιμάνια.
Καιρός ρότα ν’ αλλάξουμε για λιμάνια καινούργια, πρωτοείδοτα, που θα ‘ναι αποκαθαρμένα απ’ το δηλητήριο της εκμετάλλευσης, των ανταγωνισμών, της εξάρτησης, των μνημονίων, των αρπάγων, των πολέμων κι εκεί να χτίσουμε με σπουδή, μα και με πάθος τις καινούργιες πολιτείες. Μα για να χτίσεις τον ποθούμενο νέο κόσμο δεν φτάνει μόνο τους κανόνες της παλιάς αρχιτεκτονικής να ξεχάσεις. Οι καινούργιες πολιτείες οικοδομούνται με υλικό ξεχωριστό: πνεύμα κι αξίες αναβαπτισμένες στα νάματα του αύριο. Κι όμως η λύση βρίσκεται στην καρδιά μας. Χρόνια τώρα χανόμαστε μες στο λαβύρινθο των αντιφάσεων, των διχογνωμιών, των συνθημάτων, των αναπεπταμένων σημαιών, των συγκρούσεων ανάμεσα σε αμφίβολες αλήθειες.
Ταξιδεύουμε σε θάλασσες ονείρων. Ψάχνουμε εναγώνια, απαντήσεις σε λαθεμένα ερωτήματα, να βρούμε. Τι γυρεύουμε, το ξέρουμε καλά, μόνο που το αναζητάμε σε λάθος θάλασσες. Καιρός απ’ τα σκοτάδια να βγούμε, την πραγματικότητα κατάμουτρα ν’ ατενίσουμε. Ας βγούμε και πάλι στον καθάριο και ζωογόνο αγέρα του δρόμου κι ας κοιτάξουμε ολόρθοι το φως απαλλαγμένοι απ’ το φόβο κι απ’ το σύνδρομο της φυγής.
Δεν ωφελούν οι έρωτες με καινούργιες τρικυμίες, ούτε των ναυαγισμένων ονείρων η καταμέτρηση, ούτε των ωρών της αναμονής η καταγραφή. Ας διαγράψουμε επιτέλους απ’ τα ημερολόγια τις μέρες που λεηλάτησαν τη ζωή μας.
Σύντροφοι, βρεθήκαμε σε δύσκολα θαλασσινά σταυροδρόμια. Απωλέσαμε τον προσανατολισμό μας. Πριονίσαμε και κόψαμε τα κλωνάρια που πρόσφεραν τις σάρκες τους για να μπορούμε να καθόμαστε. Καθήκον μας ήτανε αυτούς τους κλώνους να ποτίζουμε, να λιπαίνουμε, για να ανθίσουν γρήγορα και τους χυμούς των καρπών να χαρούμε. Μα τα κλαδιά έπεσαν και παρέσυραν κι αυτούς που κάθονταν πάνω τους. Η απελπισία μας βρήκε παρηγοριά στο να φτύνουμε λέξεις και να εκτοξεύουμε πυροτεχνήματα που μόλις σβήνουν μοιάζουν αποτσίγαρα ζουλιγμένα στου σταχτοδοχείου τα τοιχώματα.
Ταξιδεύουμε κι εμείς με το ίδιο πλοίο. Μπαρκάραμε σε τούτο δω το τρικάταρτο με σκοπό το λιμάνι το ποθούμενο της Αριστεράς να προσεγγίσουμε. Το φτάσιμο εκεί, είναι ο προορισμός μας. Καιρός να χαρούμε τα καλαίσθητα δρομάκια της, τα ήρεμα ακρογιάλια. Μόνο, πιστέψτε με, ανάγκη από άλλες Ιφιγένειες δεν έχουμε. Αρκετούς ήρωες αποκτήσαμε. Μιαν αυγή τώρα προσδοκάμε.