του Βαγγέλη Καινούργιου 

Τα καλοκαιρινά απογεύματα της δεκαετίας του ‘70 στην Πρέβεζα, την ώρα που σουρούπωνε, γινόταν η υποστολή της σημαίας στο κάστρο του Αγίου Ανδρέα. Τότε ο χρόνος πάγωνε –θυμάμαι– και τα δάχτυλά μου ίδρωναν και κολλούσαν μέσα στην παλάμη του πατέρα. Τα πάντα ακινητούσαν και στο λυκόφως η υπερβατική πατρίδα πετούσε θαρρείς πάνω από την πόλη. Μετά, άναβαν τα λαμπιόνια που φώτιζαν το «πουλί» έξω από την λέσχη των αξιωματικών κι ο κόσμος άρχιζε τη βραδινή του βόλτα.

Ο Ιούλιος του 1974 αποκάλυψε την αυταπάτη εκείνης της εικόνας ισχύος, με τον πιο σκληρό τρόπο. Η εισβολή των Τούρκων στην Κύπρο και η αδυναμία της Ελλάδας να την βοηθήσει δημιούργησαν νέα δεδομένα. Η χώρα έπρεπε να επιδιώξει την εξασφάλιση των αντικειμενικών όρων οι οποίοι θα καθιστούσαν δυνατή την υπέρβαση των νέων συνθηκών. Στο πλαίσιο αυτό, η ένταξη στην ΕΟΚ έγινε η νέα «Μεγάλη Ιδέα». Η Ελλάδα θα κατοχύρωνε μια θέση ανάμεσα στις μεγάλες καπιταλιστικές χώρες και θα έπαιρνε ένα σημαντικό πλεονέκτημα στη διαμόρφωση του συσχετισμού δυνάμεων με την Τουρκία.

Μήπως ήρθε η ώρα να ξαναμιλήσουμε για το ΕΑΜμικό τρίπτυχο: εθνική ανεξαρτησία, λαϊκή κυριαρχία και κοινωνική δικαιοσύνη; Μήπως ήρθε η ώρα, η όποια ανεξάρτητη και ασυμβίβαστη Αριστερά έχει απομείνει να συναντηθεί και να αναλάβει αυτή την ιστορική για την επιβίωση του τόπου πρωτοβουλία, πριν να είναι πολύ αργά;

H Χούντα, που μεταμόρφωσε σε καρικατούρα την έννοια της πατρίδας, έφυγε και στη θέση της ήρθε η μεταπολίτευση για να καλλιεργήσει τη μειονεξία της ψωροκώσταινας, που έπρεπε στανικά να γίνει Ευρώπη. Η «εθνικοφροσύνη», η ιδεολογία του τρόμου και της ενοχοποίησης, όπως έγραψε κάποτε ο Α. Ελεφάντης, έδωσε τη θέση της στον «εκσυγχρονισμό», την ιδεολογία της εσωτερίκευσης της διαχρονικής εξάρτησης της χώρας από τα ξένα κέντρα και της ενοχοποίησης όσων αντιδρούσαν σ’ αυτήν. Σαράντα χρόνια κράτησε αυτή η ιστορία, που οδήγησε τελικά στο ναυάγιο του σχεδίου των ελληνικών ελίτ της δεκαετίας του ‘70. Η οικονομική χρεοκοπία των δύο κρατικών υποστάσεων του ελληνισμού και η γυμνή απειλή του τουρκικού επεκτατισμού κατά των κυριαρχικών δικαιωμάτων τους δεν αφήνουν περιθώρια αμφισβήτησης αυτής της αποτυχίας.

Στα δύσκολα που ήρθαν, το πολιτικό προσωπικό ανασύρει την πατρίδα από τα αζήτητα με πολλούς τρόπους. Εμφανίζει ως πατριωτικό καθήκον την έξοδο από τα μνημόνια, τα οποία το ίδιο υπέγραψε, ή παρουσιάζει ως πατριωτισμό και εθνική αυτοπεποίθηση την εκχώρηση κυριαρχικών δικαιωμάτων, υπό την πίεση της Ε.Ε. και του ΝΑΤΟ. Η χρήση αυτής της φρασεολογίας ακόμα κι από την ενσωματωμένη κυβερνώσα Αριστερά –που υπήρξε για δεκαετίες ο ιδεολογικός βραχίονας του ψευδεπίγραφου «εκσυγχρονισμού»– αναδεικνύει ακόμα περισσότερο τη χρεοκοπία του ΕΟΚικού αφηγήματος της μεταπολίτευσης.

Ωστόσο, μέσα στην πολύπλευρη κρίση που ζούμε, ο πατριωτισμός φαντάζει ως ο μόνος κοινός τόπος ο οποίος θα μπορούσε να ενώσει τη βαθιά διαιρεμένη από τα μνημόνια ελληνική κοινωνία. Για ποια πατρίδα όμως; Την ταπεινωμένη πατρίδα της κομματοκρατίας, που βγάζει και τα τελευταία κομμάτια της χώρας στο σφυρί για να διατηρήσει τη θέση του ανθύπατου της Ε.Ε. ή μήπως την φασματική πατρίδα του εθνικισμού των πατριδεμπόρων; Μήπως ήρθε η ώρα να ξαναμιλήσουμε για το ΕΑΜμικό τρίπτυχο: εθνική ανεξαρτησία, λαϊκή κυριαρχία και κοινωνική δικαιοσύνη; Κι αν δεν μιλάμε γι’ αυτό, λόγω του φόβου ότι για μια ακόμα φορά ο αστισμός θα δώσει μια σκληρά ταξική απάντηση στην προσπάθεια να λυθούν τα μεγάλα προβλήματα του τόπου με όρους εθνικής ενότητας, μήπως ήρθε η ώρα να κουβεντιάσουμε την απάντηση σ’ αυτό το ενδεχόμενο αντί να αφήνουμε την υπεράσπιση της εθνικής ανεξαρτησίας στην Ακροδεξιά; Ως πότε θα συζητάμε για το τι έγινε πριν από 70 χρόνια, την ώρα που τα μεγάλα προβλήματα του σήμερα ζητάνε λύσεις; Μήπως ήρθε η ώρα, η όποια ανεξάρτητη και ασυμβίβαστη Αριστερά έχει απομείνει να συναντηθεί και να αναλάβει αυτή την ιστορική για την επιβίωση του τόπου πρωτοβουλία, πριν να είναι πολύ αργά;

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!