της Δήμητρας Γαβριηλίδου
Τον Αύγουστο συνέβη η 9η για φέτος γυναικοκτονία. Μια γυναίκα 50 χρονών στη Θεσσαλονίκη δολοφονείται από το σύντροφό της. Ενώ μέσα στο καλοκαίρι είχαμε τη δολοφονία της Γαρυφαλλιάς από το σύντροφό της κατά τη διάρκεια των διακοπών τους, της γυναίκας στη Λάρισα που πυροβολήθηκε μέσα στο καφενείο που εργαζόταν και της 31χρονης γυναίκας στη Δάφνη. Η λίστα με τα ονόματα μεγαλώνει και το ερώτημα απλό και ξεκάθαρο: πόσες ακόμη; Πόσες γυναίκες ακόμη δολοφονημένες από τους συζύγους ή τους συντρόφους τους;
Μπορεί σε σύγκριση με το παρελθόν πλέον το ζήτημα της γυναικοκτονίας να αναδεικνύεται, αλλά στην πραγματικότητα δεν έχει υπάρξει καμία πολιτική σχετικά με το ζήτημα, ούτε κάποιο ανάλογο σχέδιο. Στο ερώτημα πόσες ακόμη δεν δίνεται καμία απάντηση, έστω προσχηματική. Τι κι αν φεμινιστικές οργανώσεις και φορείς φωνάζουν για την αναγνώριση της γυναικοκτονίας νομικά και για ουσιαστικές παρεμβάσεις στην έμφυλη βία. Καμία απόκριση. Καμιά απάντηση από επίσημα χείλη. Καμία ουσιαστική θέση, καμία σοβαρή πολιτική πρόταση. Η διαπίστωση της θλίψης δεν είναι αρκετή. Από την άλλη, τα επίσημα ΜΜΕ συνεχίζουν ανενόχλητα το γνωστό αφήγημα σε όλες του τις παραλλαγές: έγκλημα πάθους, τη σκότωσε γιατί την αγαπούσε, ήταν η κακιά στιγμή.
Οι γυναικοκτονίες, δηλαδή οι δολοφονίες γυναικών βάσει του φύλου τους, δεν μπορούν και δεν πρέπει να γίνουν κάτι στο οποίο θα συνηθίσουμε
Είναι οργιστικό το γεγονός ότι γυναίκες κακοποιούνται και βιάζονται καθημερινά, ενώ οι γυναικοκτονίες συμβαίνουν πια σχεδόν ως κανονικότητα και το ζήτημα συνεχίζει να βρίσκεται τόσο χαμηλά στην πολιτική ατζέντα. Η αλήθεια είναι ότι αυτό δε μας εκπλήσσει από την παρούσα κυβέρνηση. Φυσικά, η πολιτική που χρειάζεται αφορά εν γένει την έμφυλη βία. Αφορά την ενίσχυση των υποστηρικτικών δομών, αφορά την κατάλληλη εκπαίδευση της αστυνομίας και όσων έρχονται σε άμεση επαφή με μια καταγγέλλουσα ένα περιστατικό έμφυλης βίας, αφορά την αναγνώριση της γυναικοκτονίας και αρκετά άλλα. Χρειάζεται μια γυναίκα που καταγγέλλει την κακοποίηση της να αντιμετωπίζεται ουσιαστικά και να υποστηρίζεται. Είναι ενδεικτικό ότι στην περίπτωση της γυναικοκτονίας της 31χρονης στη Δάφνη λίγες ημέρες νωρίτερα μια γειτόνισσα είχε καλέσει την αστυνομία για να αναφέρει περιστατικό ενδοοικογενειακής βίας, χωρίς τελικά να υπάρξει κάποια ουσιαστική παρέμβαση.
Χρειάζεται, επιπλέον, να αναγνωριστούν και όλα τα θεσμικά εμπόδια που υπάρχουν και δυσκολεύουν τις γυναίκες να καταγγείλουν τους κακοποιητές τους. Από το πρόσφατο νομοσχέδιο για την υποχρεωτική συνεπιμέλεια, ως τη γραφειοκρατία για τη λήψη μιας ιατροδικαστικής εξέτασης. Η έμφυλη βία και η διευκόλυνση ή η θεσμική συγκάλυψή της είναι το πλαίσιο μέσα στο οποίο συμβαίνουν οι γυναικοκτονίες. Η νομική αναγνώριση του φαινομένου και η επίσημη καταγραφή των ανάλογων περιστατικών είναι ένα μόνο, αλλά απαραίτητο, βήμα.
Τέλος, ίσως θα πρέπει κάποια στιγμή να συζητήσουμε και κάτι που οι γυναίκες σκέφτονται και συζητούν μεταξύ τους. Αρχίζει να μαζεύεται ένας φόβος και ένας θυμός ο οποίος δεν βρίσκει χώρο να εκφραστεί. Η έμφυλη βία είναι πολύ κοντά μας και αυτό μας κάνει να κοιμόμαστε με το ένα μάτι μισάνοιχτο. Οι γυναικοκτονίες, δηλαδή οι δολοφονίες γυναικών βάσει του φύλου τους, δεν μπορούν και δεν πρέπει να γίνουν κάτι στο οποίο θα συνηθίσουμε.
***
Σημείωση: Γυναικοκτονία (femicide): Πρόκειται για ανθρωποκτονία γυναικών, από πρόθεση, επειδή είναι γυναίκες. Συνιστά ακραία μορφή έμφυλης και σεξιστικής βίας. Διαπράττεται με κίνητρο την άσκηση κοινωνικού ελέγχου στα σώματα, αλλά και τις επιλογές των γυναικών. Στην ουσία οι γυναικοκτονίες είναι εγκλήματα που στηρίζονται στις βαθιά εμπεδωμένες κοινωνικές αντιλήψεις, σύμφωνα με τις οποίες οι γυναίκες πρέπει να είναι υποτελείς στην ανδρική εξουσία, ενώ δυνητικά μπορούν να «τιμωρηθούν» και να «σωφρονιστούν» μέσω της βίας. Δράστης –στην πλειοψηφία των περιπτώσεων– είναι ο (πρώην ή νυν) σύζυγος ή σύντροφος. Συνήθως ο δράστης είχε μακροχρόνια κακοποιητική συμπεριφορά απέναντι στη σύζυγο, που είναι συχνά σε θέση οικονομικής αδυναμίας.
Πηγή: Κέντρο Γυναικείων Μελετών και Ερευνών-Διοτίμα (diotima.org.gr)