Απαιτείται συγκροτημένη απεύθυνση στο ριζοσπαστισμό και συγκρότηση ενός πολιτικού ρεύματος διεξόδου και σωτηρίας. Του Σπύρου Παναγιώτου
Η συντριπτική πλειοψηφία των πολιτών, κατοίκων αυτής της χώρας, έχουν βαθιά συναίσθηση ότι οι μνημονιακές πολιτικές και η τροϊκανή επιτροπεία οδηγούν τη χώρα στα βράχια. Κατ’ αναλογία, η μεγάλη πλειοψηφία των πολιτών έχει βαθιά πεποίθηση ότι οι υπεύθυνοι για την πορεία καταστροφής στο εσωτερικό της χώρας έχουν ονοματεπώνυμο. Έτσι, παρά την υπεροπλία σε Mέσα χειραγώγησης, διαστρέβλωσης και καλλιέργειας μιας ψεύτικης εικόνας, ο νεοφιλελεύθερος δικομματισμός δεν υπάρχει πια όπως τον γνωρίσαμε στα χρόνια της μεταπολίτευσης και οι μνημονιακοί εταίροι της συγκυβέρνησης, ενεργοί και «μετανιωμένοι», τιμωρούνται με απαξία και περιφρόνηση όχι μόνο δημοσκοπική.
Την ίδια στιγμή η εντεινόμενη αγωνία του κόσμου για την επιβίωση και η οργή και αγανάκτησή του είναι αναγκαίες αλλά όχι ικανές συνθήκες της ανατροπής των σημερινών αδιεξόδων και του ανοίγματος της μετάβασης σε ένα μετατροϊκανό τοπίο.
Κατά συνέπεια, η διατύπωση γενικών συνθημάτων για ανατροπές και ανένδοτους που εξαγγέλλονται και δεν πραγματοποιούνται, τα «Φύγετε» και οι κατακερματισμένοι συνδικαλιστικοί αγώνες, παρά το δίκαιο των αιτημάτων τους, δεν αρκούν πια, δεν παρακινούν. Για την ακρίβεια, η προβολή του αιτήματος της ανατροπής θα προϋπέθετε την ουσιαστικότερη συζήτηση-μελέτη των βαθύτερων διεργασιών που συντελούνται στο σώμα της κοινωνίας και οδηγούν στη φανερά αμήχανη θεώρηση του μέλλοντος από το λαό, παρά το τοπίο καταστροφής. Και άρα, στην υιοθέτηση πολιτικών και αιτημάτων, με οραματικά στοιχεία ικανά να ενεργοποιήσουν τη λαϊκή συμμετοχή, να αποδυναμώσουν τη σημερινή καθήλωση του κόσμου, να επιδράσουν χειραφετητικά στη λαϊκή συνείδηση και άρα στη πρακτική στάση.
Το εγχώριο πολιτικό σύστημα μπορεί να βρίσκεται απαξιωμένο στη συνείδηση του λαού αλλά δεν έχει χάσει τα στηρίγματά του διεθνώς και εσωτερικά. Η καθεστωτική ανασύνταξη επιχειρεί να δημιουργήσει μια μαζική ψυχολογία ήττας στον κόσμο. Ο στρατηγικός σχεδιασμός τους δεν αποβλέπει απλά στο να δημιουργήσει μια ψευδαίσθηση θετικών εξελίξεων στην οικονομική πορεία της χώρας. Γνωρίζουν όχι μόνο ότι τέτοια δεν υπάρχουν, αλλά και ότι σύντομα θα χρειασθεί να επιβληθούν νέα μέτρα. Ο στρατηγικός σχεδιασμός τους είναι να ενσταλάξουν στη λαϊκή συνείδηση την αίσθηση ότι δεν υπάρχει άλλος δρόμος, δεν υπάρχει άλλη συνταγή πέρα από την αποδοχή του δίκαιου των αγορών και των δανειστών.
Αυτό το «πάγωμα» της σκέψης και της ελπίδας υποβοηθείται από την καλλιέργεια της θεωρίας των «δύο άκρων» και κυρίως με την επιβολή ενός ιδιότυπου διπολισμού στη κοινωνία που επιχειρεί να διχάσει βαθιά το κοινωνικό σώμα που πλήττεται από τις μνημονιακές επιλογές. Τα διλήμματα «μνημόνιο-αντιμνημόνιο», «ευρώ-δραχμή», «με την Ε.Ε. και πειθαρχία στους ισχυρούς ή τριτοκοσμοποίηση» είναι ορισμένα από τα στοιχεία αυτής της διχαστικής επιλογής. Δίπλα σε αυτά η προβολή της «επέλασης» της Χρυσής Αυγής ως επιδοτούμενο φόβητρο της περιόδου.
Από τη στρατηγική του διπολισμού και του διχασμού δεν βγαίνει κερδισμένος ο ΣΥΡΙΖΑ. Ούτε στην -αναγκαία- προσπάθεια διεκδίκησης της διακυβέρνησης ούτε, πολύ περισσότερο, μπροστά στην επόμενη μέρα μιας ανάληψης της κυβέρνησης. Υπάρχει μια στοιχειώδης προϋπόθεση για να στηριχθεί το κυβερνητικό σχέδιο του ΣΥΡΙΖΑ και να έχει θετική έκβαση η πορεία των αναπόφευκτων ασυμβίβαστων ρήξεων με τα μνημόνια, την τρόικα και τους καταναγκασμούς των δανειστών: Μια νέα συγκροτημένη απεύθυνση στο λαϊκό ριζοσπαστισμό και η συγκρότηση ενός πολιτικού ρεύματος διεξόδου και σωτηρίας της χώρας.
Στις σημερινές συνθήκες, η υπέρβαση της λαϊκής αμηχανίας και καθήλωσης, η ανάκαμψη ελπιδοφόρων πολιτικών κοινωνικών και συνδικαλιστικών αγώνων περνά πρωτίστως μέσα από την προβολή και υπηρέτηση στη πράξη μιας συνεκτικής, πειστικής, ρεαλιστικής, ριζοσπαστικής -έναντι του παρελθόντος- πολιτικής πρότασης και από την ανάληψη πρωτοβουλιών ανάταξης του ριζοσπαστισμού και μαζικού επαναπροσανατολισμού του. Μέσα από τη διαμόρφωση ενός πολιτικού ρεύματος που θα στηρίζεται σε νέα αξιακά, ταυτοτικά στοιχεία. Αυτά θα πρέπει να δίνουν απαντήσεις και περιεχόμενο στα μεγάλα προβλήματα και τις ανάγκες του λαού και να συγκροτούν, μέσω της πολιτικής, το ίδιο το πολιτικό-κοινωνικό υποκείμενο.