Γράφει ο Γιώργος Α. Λεονταρίτης
Θα περίμενε κανείς, την υπερήφανη στάση της Βρετανίας, που έσπασε τις αλυσίδες της γερμανοευρωπαϊκής ένωσης, να είχαν κάνει σημαία τους ιστορικά κομμουνιστικά κόμματα του ευρωπαϊκού χώρου. Γενικά η Αριστερά που θα έπρεπε να επαναστατήσει από την πρώτη στιγμή που η δικτατορία της ευρωπαϊκής ένωσης ξεκίνησε την εξαθλίωση των ανθρώπων, έμεινε απούσα. Θα επικεντρώσουμε το θέμα μας σήμερα μόνο στη Γαλλία επειδή είναι μια χώρα με τεράστια παράδοση Αριστερού κινήματος. Ο νους μας τρέχει πίσω στην Κομμούνα του 1871, σ’ εκείνη την πρώιμη επανάσταση των εργατών του Παρισιού, που ο Μαρξ τη θεώρησε «σημείο εκκίνησης» για τις μελλοντικές επαναστατικές εξουσίες. Στην εποχή μας, που οι πιο αντιδραστικές δυνάμεις του μεγάλου κεφαλαίου έγιναν «ευρωπαϊκή εξουσία» με έδρα τις Βρυξέλλες, περιμέναμε να δούμε αν η φλόγα του ιστορικού 1871 εξακολουθούσε να θερμαίνει τις καρδιές των Αριστερών. Σιγή κι απογοήτευση. Κι όμως, στις αρχές της δεκαετίας του 1970 στη Γαλλία, ανέμιζε η παντιέρα όχι μόνο ενός κόμματος, αλλά όλης της Αριστεράς, που σκόρπιζε ενθουσιασμό κι ελπίδα τους εργαζομένους. Ήταν η εποχή που Κομμουνιστές και σοσιαλιστές διαδραμάτιζαν πρωταγωνιστικό ρόλο. Και τα δύο κόμματα είχαν μακρά Ιστορία και διέθεταν κορυφαίους ηγέτες με διεθνή απήχηση. Οι συνδικαλιστές είχαν δύναμη. Η περίφημη Γενική Συνομοσπονδία Εργασίας, το CGT, ξαφνικά χάθηκε. Κι όμως, το 1972 όλα έδειχναν ότι με τη συμμαχία Κομμουνιστών-Σοσιαλιστών, η Αριστερά όχι μόνο ήταν πανίσχυρη, αλλά ανακοίνωσε κι ένα πρόγραμμα που προκάλεσε κύμα ενθουσιασμού σε όλους τους πολίτες. Η κόκκινη σημαία ανέμιζε περήφανα στους αιθέρες. Η ανάμνηση τους Ζωρές, του Λεόν Μπλουμ, του Μωρίς Τορέζ, του Μαρσέλ Κασέν και του Ζακ Ντυκλό, ήταν έντονη στη συνείδηση των εργαζομένων. Όλα φαίνονται ευνοϊκά για τη γαλλική Αριστερά του 1972. Διότι, από τα τέλη Ιουνίου του έτους εκείνου, μια σαφής εναλλακτική λύση απέναντι στη γκωλική εξουσία και στους συνεχιστές της, έκανε την εμφάνισή της. Εκείνες τις μέρες, υπογράφτηκε από το Σοσιαλιστικό και από το Κομμουνιστικό Κόμμα, η συμφωνία για ένα κοινό πρόγραμμα διακυβέρνησης της χώρας, που αποτελούσε πρόταση των δύο κομμάτων προς τον Γαλλικό λαό, εν όψει των γενικών εκλογών του Μαρτίου 1972. Στο κοινό πρόγραμμα, προσχώρησαν και οι Ριζοσπάστες της Αριστεράς – η πτέρυγα του Ριζοσπαστικού Κόμματος που αποσχίσθηκε και επέκρινε έντονα την «κεντρώα» γραμμή του Ζαν-Ζακ Σερβάν Σραιμπέρ.
Η ΑΠΗΧΗΣΗ ΟΜΩΣ αυτού του προγράμματος υπήρξε ευρύτερη μέσα στη γαλλική κοινωνία. Η Γενική Συνομοσπονδία Εργασίας (CGT), η μεγαλύτερη συνδικαλιστική οργάνωση της χώρας το υιοθέτησε, όπως και η Ένωση των δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτου. Ακόμα και στους εκκλησιαστικούς κύκλους, το πρόγραμμα βρήκε απήχηση. Για πρώτη φορά μετά το φιλολαϊκό Πρόγραμμα του «Λαϊκού Μετώπου» του Λεόν Μπλουμ το 1936, εμφανιζόταν ένα παρόμοιο σοσιαλιστικό πρόγραμμα προς όφελος όλων των εργαζομένων, της λαϊκής και μεσαίας τάξης. Εκατομμύρια Γάλλοι και Γαλλίδες συνενώθηκαν τότε στην απαίτηση να μην κυβερνώνται πλέον με τις ίδιες μεθόδους από την ομάδα των μεγάλων οικονομικών συμφερόντων. Με τη συμφωνία του Ιουνίου 1972, Σοσιαλιστές, Κομμουνιστές και Ριζοσπάστες της Αριστεράς έβαλαν στην άκρη τις διαφορές τους για ουσιαστικά ιδεολογικά θέματα, και συνεργάσθηκαν για να ανακουφίσουν τον λαό. Κάτι που θα πρέπει να επισημανθεί είναι ότι ολόκληρη η Ιστορία του Γαλλικού Κομμουνιστικού Κόμματος, ήταν σημαδεμένη από πρωτοβουλίες υπέρ της ενότητας. Έτσι έγινε το 1934 με το σύμφωνο για την ενότητα και δράση που συνήφθη ανάμεσα στους Κομμουνιστές και τους Σοσιαλιστές και αργότερα με τον σχηματισμό του Λαϊκού Μετώπου, που απέσπασε σημαντικές κοινωνικές κατακτήσεις.
Αυτή η επιτυχία της Αριστεράς τρόμαξε τις καπιταλιστικές δυνάμεις. Οι διεθνείς τραπεζίτες έβλεπαν ότι με τέτοια μέτρα, τα δικά τους συμφέροντα θα κινδύνευαν. Στα σκοτεινά άδυτα των μεγάλων οικονομικών παραγόντων, και των μυστικών υπηρεσιών της Αμερικής αλλά και άλλων δυτικών χωρών –κυρίως της Γερμανίας– ξεκίνησαν να συντάσσονται μακρόπνοα σχέδια για ανατροπή των φιλολαϊκών μέτρων, με βασική προϋπόθεση την υπονόμευση και προσπάθεια ανατροπής εκ των έσω του «υπαρκτού σοσιαλισμού» στη Ρωσία, και στις χώρες του «ανατολικού μπλοκ». Ο Μανουήλσκι, γραμματέας της Κ.Ε. της Κομμουνιστικής Διεθνούς, καταδίκαζε την απλουστευμένη εκτίμηση ότι ο φασισμός είναι αναπόφευκτη ιστορική βαθμίδα στην αποσύνθεση του Καπιταλισμού. Υποστήριζε ότι η ανάπτυξη του φασισμού προετοιμάζει τη νίκη του Κομμουνισμού. Και ότι ο φασισμός είναι και επίθεση και άμυνα του Κεφαλαίου. Δεν έγιναν έτσι τα πράγματα. Ο φασισμός –δηλαδή τώρα ο Καπιταλισμός των ευρωπαίων Τραπεζιτών– ανέτρεψε τον Κομμουνισμό. Ο φασισμός δεν επέφερε την αποσύνθεση του Καπιταλισμού. Απλά, οι δύο έννοιες ενώθηκαν. Ο «φασισμός» σαν όρος είχε πια ξεπεραστεί.
Η στυγνή νεοναζιστική Ευρωπαϊκή Ένωση, έδωσε εντολή να συνεχισθούν χωρίς καθυστερήσεις οι πλειστηριασμοί της πρώτης κατοικίας. Και κανείς εγχώριος «Αριστερός» δεν είπε λέξη. Κανείς δεν ύψωσε φωνή. Άλλα λόγιο ν’ αγαπιόμαστε
Εφόρεσε λοιπόν το προσωπείο του Καπιταλισμού υποσχόμενος πλούτο στο Κεφάλαιο και ανάλγητη πενία στους απλούς πολίτες. Αυτή είναι η πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Μας γύρισαν πίσω σε μια εποχή που περιγράφει ο μεγάλος αιρετικός του γαλλικού Κομμουνισμού, ο Ροζέ Γκαρωντύ, όπως τη θυμόταν στα παιδικά του χρόνια: «Στην καθημερινή πραγματικότητα όπου είχα γεννηθεί, και όπου δεν είχα γνωρίσει ακόμα ζωές αγωνιστών, έβλεπα κατά χιλιάδες, ζωές κοπανισμένες και ζωές χαμένες, ζωές συντριμμένες από τη δουλειά και την ανάγκη. Όσο απίστευτο κι αν μπορεί να φαίνεται σ’ εκείνους που δεν έχουν ζήσει αυτή την εμπειρία, το νόημα της ζωής επιβαλλόταν εκεί, απ’ έξω, με τη μοίρα που περιγράφει ο Μαρξ στο «Κεφάλαιο»: «Ο φόβος μήπως χάσει το ψωμί του και το ψωμί των παιδιών του, αλυσοδένει τον εργάτη στο άρμα του Κεφαλαίου, πιο γερά κι απ’ ό,τι κάρφωνε το σφυρί του Ήφαιστου τον Προμηθέα, στους βράχους του Καυκάσου… Αυτή η ανελέητη ανάγκη έκανε όλους να μη γυρεύουν διέξοδο στην εξέγερση…» Αυτή η κατάσταση που περιγράφει ο Γκαρωντύ, επικρατεί σήμερα. Οι Βρυξέλλες δεν θέλουν την εξέγερση για να μπορούν να εφαρμόζουν την απολυταρχία τους. Και χρειάζεται κάποιος να εμπνεύσει την εξέγερση στους λαούς της Ευρώπης. Ο Γκαρωντύ είχε βρει το ίνδαλμά του, στο πρόσωπο του ηγέτη του Κ.Κ., τον Μωρίς Τορέζ. Έγραφε: «Ο Μωρίς Τορέζ, επί ένα τέταρτο του αιώνα, έδωσε ένα πρόσωπο στην ελπίδα μου για τον Κομμουνισμό…». Σήμερα, δεν υπάρχει κανείς «Τορέζ» να δώσει ελπίδα, ούτε στους Γάλλους, ούτε σ’ εμάς εδώ. Υποκριτές και καιροσκόπου, εμφανίζονται σαν «Αριστεροί», αφού προσκύνησαν εγκαίρως το Ιερατείο των Βρυξελλών, κι εξακολουθούν να μας κοροϊδεύουν. Την εξέγερση ζητάμε για να σπάσουμε τις ευρωπαϊκές αλυσίδες, αλλά κανείς ηγέτης δεν εμφανίζεται να μας αποκαθηλώσει από τους «βράχους του Καυκάσου», όπως τον Προμηθέα. Η στυγνή νεοναζιστική Ευρωπαϊκή Ένωση, έδωσε εντολή να συνεχισθούν χωρίς καθυστερήσεις οι πλειστηριασμοί της πρώτης κατοικίας. Και κανείς εγχώριος «Αριστερός» δεν είπε λέξη. Κανείς δεν ύψωσε φωνή. Άλλα λόγιο ν’ αγαπιόμαστε. Και κάπου, σε κάποια θέματα, Τσίπρας και Μητσοτάκης τα βρίσκουν μεταξύ τους, όπως με την επιλογή του προσώπου για την Προεδρία της Δημοκρατίας.
ΟΣΟΙ ΘΕΛΟΥΝ να ανήκουν στην Αριστερά, θα όφειλαν να γνωρίζουν ότι για τη σημερινή επέλαση του Καπιταλισμού μας είχαν προειδοποιήσει εγκαίρως ο Λένιν και ο Κάουτσκι. Διότι ο καπιταλισμός παραμένει ο ίδιος μέσα στους αιώνες. Απλώς αλλάζει κάθε τόσο προσωπείο. Ο Βλαδίμηρος Ίλιτς, θεωρούσε τον ιμπεριαλισμός σαν μια φάση του Καπιταλισμού και είχε περιγράψει τη στρατηγική του Καπιταλισμού, που είναι α) η συγκέντρωση της παραγωγής και του κεφαλαίου, σε τέτοιο βαθμό ώστε να δημιουργούνται μονοπώλια, τα οποία θα παίζουν αποφασιστικό ρόλο στην οικονομική ζωή, β) συγχώνευση του τραπεζικού και βιομηχανικού κεφαλαίου, ώστε να κυβερνά το χρηματιστικό κεφάλαιο και γ) σχηματισμός διεθνών μονοπωλιακών οργανώσεων, που θα μοιράζονται στον κόσμο. Αλλά και ο Κάουτσκι υπογράμμιζε ότι ο καπιταλισμός είναι η πολιτική που προτιμά το χρηματιστικό κεφάλαιο. Όλα αυτά σήμερα αποτελούν την πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Πού βρίσκεται τώρα η γαλλική Αριστερά; Η Λουίζ Μισέλ, μια χαρισματική φιγούρα της Κομμούνας του 1871, έλεγε ότι: «Η Κομμούνα, κυκλωμένη απ’ όλες τις πλευρές, είχε μόνο ορίζοντα τον θάνατο». Είχε ωστόσο «ανοίξει ορθάνοιχτη την πόρτα προς το μέλλον…». Στις μέρες μας, η Αριστερά, κυκλώθηκε από τις μαύρες δυνάμεις των Βρυξελλών, που θέλουν τον θάνατό της. Το ερώτημα είναι: Έχει τη δυνατότητα αυτή η νικημένη Αριστερά, να ανοίξει «πόρτα για έξοδο» από την Ευρωπαϊκή Ένωση στο άμεσο μέλλον;