Η παρουσία της αστυνομίας στα ελληνικά πανεπιστήμια αυξάνεται διαρκώς, με την έφοδο που συνέβη αυτή την εβδομάδα στις παλιές φοιτητικές εστίες της Πολυτεχνειούπολης να δίνει νέες διαστάσεις στην κυβερνητική προσπάθεια κατοχύρωσης του ρόλου της αστυνομίας σε αυτόν τον χώρο. Το περιστατικό αφορά την επιχείρηση πάνω από 10 ομάδων αστυνομικών από διάφορες υπηρεσίες, πολλοί εκ των οποίων οπλισμένοι, στις φοιτητικές εστίες με στόχο τη σύλληψη κακοποιών που εμπλέκονται με σωρεία ποινικών αδικημάτων. Κατά την διάρκεια των γεγονότων σημειώθηκαν 6 πυροβολισμοί, με αποτέλεσμα έναν τραυματία εντός του χώρου του Πολυτεχνείου, έγιναν έφοδοι σε διαμερίσματα φοιτητών με καταγγελίες για σημαντικές ζημιές ενώ κατασχέθηκαν ποσότητες ναρκωτικών, όπλων, πυρομαχικών, έως και αυτοκίνητα.
Είναι ίσως προφανές από τα παραπάνω ότι η εν λόγω εγκληματική ομάδα/ες αλλά και οι δραστηριότητές τους ήταν εκτεταμένη, κάτι που απαιτεί αρκετό χρόνο. Αυτό άλλωστε το επιβεβαίωσαν όλοι, από τις πανεπιστημιακές αρχές μέχρι και τον Τ. Θεοδωρικάκο, όλοι δήλωσαν πως γνωρίζουν τέτοια περιστατικά εδώ και χρόνια αλλά και ότι η συγκεκριμένη υπόθεση είχε ήδη προκαλέσει πολλές καταγγελίες από τη μεριά της πανεπιστημιακής κοινότητας. Όμως αν έτσι έχουν τα πράγματα γιατί η αστυνομία δεν παρενέβη νωρίτερα; Σίγουρα δεν φταίει το άσυλο, αφενός γιατί έχει τυπικά καταργηθεί, αφετέρου γιατί ακόμη και με το καθεστώς του ασύλου μια καταγγελία ή ένα τηλεφώνημα από τον πρύτανη ήταν αρκετό για να παρέμβει η αστυνομία σε ζητήματα που αφορούν τον κοινό ποινικό κώδικα. Άλλωστε, ακόμη και οι ανακοινώσεις των φοιτητικών οργανώσεων δείχνουν να συμφωνούν πως το συγκεκριμένο ζήτημα απαιτούσε κάποιου είδους αστυνομική παρέμβαση. Η πραγματικότητα όμως είναι πως τα περιστατικά αυτά και άλλα παρόμοια δεν βρίσκονται ψηλά στις ιεραρχήσεις των αρμόδιων. Επί της ουσίας αυτό που αφορά το πολιτικό σύστημα και ειδικά την κυβέρνηση δεν είναι η ασφάλεια των φοιτητών ή εν γένει η διατήρηση της νομιμότητας εντός του πανεπιστημίου. Το μοναδικό που τους ενδιαφέρει είναι η συρρίκνωση, η υποβάθμιση, η χρησιμοθηρική χρήση του και βέβαια η εκποίηση του πανεπιστημίου. Σε αυτά τα σχέδιο υπήρξε εμπόδιο το άσυλο γιατί έδινε χώρο σε αντιστάσεις εντός του πανεπιστημίου και όχι στην εγκληματική δραστηριότητα, η οποία αφήνεται για καιρό ανενόχλητη, με ή χωρίς άσυλο.
Επιπλέον, σημαντική είναι και η μορφή που πήρε η αστυνομική επιχείρηση. Η παρουσία ένοπλων αστυνομικών και οι πυροβολισμοί θυμίζουν περισσότερο σκηνικό από αστυνομική ταινία παρά αστυνομική επέμβαση στο χώρο του πανεπιστημίου, τη στιγμή μάλιστα που υπήρχαν τριγύρω φοιτητές, μόλις 30 μέτρα μακριά. Είναι αδύνατον να φανταστεί κανείς πως δεν υπήρχε ασφαλέστερος τρόπος για μια τέτοια επιχείρηση που εκ των πραγμάτων έθεσε σε κίνδυνο την σωματική ακεραιότητα –ίσως και τη ζωή– μελών της πανεπιστημιακής κοινότητας. Κάτι τέτοιο θα απαιτούσε την έγκαιρη ενημέρωση, τη συνεργασία αλλά και την επίβλεψη του έργου της αστυνομίας από τις πανεπιστημιακές αρχές, όμως ο τρόπος που τελικά επιλέχθηκε δίνει σαφέστατα το μήνυμα ότι κουμάντο στον χώρο του πανεπιστημίου κάνει η αστυνομία και η κρατικοί μηχανισμοί.
Πρόκειται για μια κίνηση που έχει σαν στόχο να καθιερώσει ακόμη και την πιο σκληρή αστυνομική παρέμβαση στα πανεπιστήμια. Σε αυτό συμβάλλουν και οι δηλώσεις κυβερνητικών στελεχών που τσουβαλιάζουν το συγκεκριμένο περιστατικό με κάθε είδους κατάληψη και δράση εντός των πανεπιστημίων, ανοίγοντας τον δρόμο στις επόμενες παρεμβάσεις.
Από αυτή την άποψη ακόμη και η στιγμή που επιλέχθηκε δεν είναι τυχαία, για μια υπόθεση που είναι γνωστή εδώ και καιρό. Από τη μια η ανάδειξη τέτοιων περιστατικών λειτουργεί ενισχυτικά στην επιχειρηματολογία που θέλει την πανεπιστημιακή αστυνομία απαραίτητη. Από την άλλη, η κυβέρνηση προσπαθεί να παράξει θελκτικό έργο για συντηρητικά ακροατήρια εν όψει εκλογών. Αυτό με την έννοια ότι προσπαθεί να αποδείξει πως δεν προχώρησε απλά στην τυπική τοποθέτηση αστυνομίας εντός των πανεπιστημίων αλλά πως αν της δοθεί χρόνος σκοπεύει να προχωρήσει στην επίλυση όλων των ζητημάτων που «χρονίζουν» και δεν κατάφερε να προχωρήσει σε αυτή τη θητεία. Αυτού του είδους η προεκλογική δράση φαίνεται πως αποτελεί μια βασική τακτική της κυβέρνησης, στην απόπειρά της να διαφοροποιηθεί από τα άλλα κόμματα, σε μια περίοδο όπου βασικά ζητήματα που αφορούν τη χώρα φαίνεται να βρίσκονται σε απόλυτη εξάρτηση με εξωτερικούς παράγοντες και σε αυτά να ομονοεί σε γενικές γραμμές όλο το πολιτικό σύστημα.