Μοιάζει αδύνατο να φανταστούμε τα χρόνια της μεταπολίτευσης, δίχως την εξέγερση του 1973. Αυτό που δεν σχεδιάστηκε από κανέναν, αυτό που δεν ήταν προϊόν παραγγελίας, όπως κάθε πραγματική εξέγερση, σημάδεψε πολλαπλώς μια ολόκληρη χώρα. Οι πόθοι του λαού, σε άλλο μήκος κύματος από αυτόν του πολιτικού κόσμου της εποχής, όχι μόνο εκφράστηκαν με τρόπο ορμητικό, αλλά καθόρισαν για χρόνια τις συνειδήσεις μιας κοινωνίας. Η Χούντα απομονώθηκε, οι νατοϊκοί προστάτες μπήκαν στο στόχαστρο. Μαζί και η προδοσία της Κύπρου έφεραν στο προσκήνιο έναν ριζοσπαστισμό που θα ήταν αδύνατο να υπάρξει χωρίς τον Νοέμβρη.
Το Πολυτεχνείο απέτρεψε την επαναφορά της «κανονικότητας» που ήταν στο συρτάρι. Τηρουμένων των αναλογιών, η σημερινή «μεταμνημονιακή εποχή», με όρους ήττας και «αριστερής» διαχείρισης, οδήγησε στην «κανονικότητα». Το πολιτικό σύστημα φαίνεται τώρα να ανασαίνει και επιδιώκει να παγιώσει ξανά την καθιερωμένη «πολιτική γεωγραφία» που για μια μεγάλη περίοδο αμφισβητήθηκε από στόχους, πρακτικές, ελπίδες, νοοτροπίες.
Το 1973 οι φοιτητές άνοιξαν έναν δρόμο. Ο πολιτικός αγώνας ενάντια στη χούντα και τους Αμερικάνους, εντόπισε το πολιτικό πρόβλημα της εποχής τους. Και το ερώτημα προκύπτει: Έχει σχέση ο σημερινός εορτασμός του Πολυτεχνείου με τα σύγχρονα προβλήματα της κοινωνίας και της χώρας; Δείχνει, έστω και αφηρημένα, κάποιον δρόμο για την επίλυσή τους;
Παρά τις κραυγές και τα μεγάλα λόγια για το αντίθετο, το Πολυτεχνείο μπαίνει σήμερα σε κάθε λογής «μουσεία». Και επειδή τα πράγματα δεν είναι «ουδέτερα», ο στόχος είναι εν προκειμένω απελπιστικά μίζερος και εξαιρετικά αποπροσανατολιστικός: Ο κεντροαριστερός «αντιδεξιός» πόλος ρουφάει, παγιδεύει και περιορίζει το όποιο πνεύμα απειθαρχίας και αμφισβήτησης. Είναι ο τρόπος μέσω του οποίου άνθρωποι, συνειδήσεις αλλά και σκιρτήματα επιδιώκεται να ενσωματωθούν στον συστημικό διπολισμό
Το Πολυτεχνείο εξακολουθεί και σήμερα να αποτελεί αναφορά για χιλιάδες ανθρώπους. Η μνήμη βρίσκει τρόπους να λειτουργήσει παρά τις προσπάθειες τόσων χρόνων να «ξεμπερδεύουν» με την εξέγερση και τα φορτία της. Οφείλουμε όμως να είμαστε ειλικρινείς: Ο καθιερωμένος τρόπος του εορτασμού και της διαδήλωσης, ο πολιτικός λόγος και τα συνθήματα, η «αλήθεια» του κάθε μπλοκ, οι περιφρουρήσεις και οι «στρατοί» κάθε είδους δεν συμβάλλουν σε μια ατμόσφαιρα πιο γόνιμη, πιο φρέσκια, πιο επίκαιρη.
Παρά τις κραυγές και τα μεγάλα λόγια για το αντίθετο, το Πολυτεχνείο μπαίνει σήμερα σε κάθε λογής «μουσεία». Και επειδή τα πράγματα δεν είναι «ουδέτερα», ο στόχος είναι εν προκειμένω απελπιστικά μίζερος και εξαιρετικά αποπροσανατολιστικός: Ο κεντροαριστερός «αντιδεξιός» πόλος ρουφάει, παγιδεύει και περιορίζει το όποιο πνεύμα απειθαρχίας και αμφισβήτησης. Είναι ο τρόπος μέσω του οποίου άνθρωποι, συνειδήσεις αλλά και σκιρτήματα επιδιώκεται να ενσωματωθούν στον συστημικό διπολισμό.
Την ώρα που το κοινωνικό ζήτημα και η διαπλοκή του με το εθνικό καθορίζει τις εξελίξεις, όταν το πολιτικό σύστημα προωθεί τη μεταδημοκρατία, με «αυταρχισμούς» ή με «μεταμοντέρνους» διαλυτισμούς, όταν οι γεωπολιτικές αναστατώσεις και οι απειλές από τους γείτονες αυξάνουν, όταν το προσφυγικό γίνεται εργαλείο γεωπολιτικής. Αν όλα αυτά συνθέτουν το συνολικό πλέγμα ζητημάτων, τότε η αντίσταση και η ανυπακοή οφείλουν με κάποιο τρόπο να τα συναντήσουν. Δε συμβαίνει αυτό. Κανείς δεν μπορεί να προβλέψει επακριβώς το πώς θα εκδηλωθούν δυσαρέσκειες και πόθοι. Κανείς όμως δεν πρέπει να κάνει και τον ανήξερο.