Οι γυναίκες παραμένουν διπλά καταπιεσμένες

Κι ας ακούγονται πολλές παχιές κουβέντες κάθε που βγαίνουν στην επιφάνεια ηχηρές καταγγελίες για σεξουαλική βία και εκμετάλλευση μιας επώνυμης γυναίκας. Πολύ περισσότερο όταν ακούγεται αυτή η εν χορώ υποκριτική προτροπή των εκπροσώπων του πολιτικού και κοινωνικού κατεστημένου προς τα θύματα των βιασμών και της κάθε λογής κακομεταχείρισης, να καταγγείλουν τους θύτες, που μόνο οργή μπορεί να προκαλεί. Εφόσον οι ίδιοι αυτοί παράγοντες και θεσμοί διατηρούν ατόφια όλα τα τρομακτικά εμπόδια που στέκονται στο δρόμο οποιασδήποτε γυναίκας σκεφτεί να καταγγείλει τη βία που ασκήθηκε σε βάρος της. Όταν όλο το πλέγμα των κοινωνικών σχέσεων που αυτοί είναι οι θεματοφύλακες και υπερασπιστές του, είναι φτιαγμένο για να υπονομεύει τη δυνατότητα των γυναικών να υπερασπιστούν τη ζωή και την αξιοπρέπειά τους.

Και αν αυτό παραμένει αλήθεια –όπως δείχνουν και οι τελευταίες εξελίξεις– ακόμα και για σχετικά προβεβλημένες γυναίκες που η κοινωνική τους θέση τους δίνει μεγαλύτερες ευχέρειες, πολύ περισσότερο ο πυρήνας του προβλήματος βρίσκεται στο τεράστιο πλήθος των ανώνυμων γυναικών που δεν έχουν ούτε φωνή, ούτε μετράνε.

Αρκεί να παρατηρήσει κανείς την έξαρση της βίας και το ενδημικό φαινόμενο των φόνων γυναικών, ιδιαίτερα στα περιθωριοποιημένα αποκλεισμένα στρώματα της κοινωνίας – άλλη μια αθέατη και επιμελώς αποκρυπτόμενη πλευρά του τύπου της κοινωνικής κρίσης που έφερε η συγκεκριμένη διαχείριση της πανδημίας από τις ελίτ.

Γι’ αυτό πριν απ’ όλα χρειάζεται σήμερα καθαρή στάση: Ο αγώνας για την κοινωνική απελευθέρωση, για τη μετάβαση σε μια κοινωνία χειραφέτησης, δεν μπορεί να προχωρήσει χωρίς την απελευθέρωση των γυναικών από τα δεσμά της πατριαρχίας. Αυτός ο αγώνας αφορά το ίδιο άντρες και γυναίκες. Οι άντρες όμως οφείλουν να διανύσουν μεγαλύτερο δρόμο. Έχουν να ξεπεράσουν τον ρόλο τους των φορέων του καθεστώτος της πατριαρχίας. Δεν μπορεί να περνάει απαρατήρητη η βαθιά ριζωμένη υποτίμηση (από χίλιους δρόμους και «εκλογικεύσεις») του φεμινιστικού κινήματος σαν δευτερεύοντος υποκεφάλαιου μέσα στη συνολική κίνηση για την κοινωνική χειραφέτηση. Ακόμα περισσότερο δεν μπορεί να βρίσκει έδαφος η ανοχή μιας κουλτούρας και ενός πλέγματος στερεοτυπικών εικόνων και συμπεριφορών που επαναφέρει διαρκώς παραλλαγές του μοτίβου «τα ήθελε και το θύμα». Τελικά (και έχει σημασία αυτό το τελικά γιατί επηρεάζονται ασύμμετρα άντρες και γυναίκες) η πατριαρχία καταλήγει να δηλητηριάζει –και η εποχή μας το δείχνει με πολύ πρωτότυπους τρόπους– το σύνολο των κοινωνικών σχέσεων. Ανάμεσά τους και όλο το φάσμα των σχέσεων των δύο φύλων.


Υποκρισία και σκοπιμότητες του πολιτικοκοινωνικού κατεστημένου απέναντι στο κύμα καταγγελιών των τελευταίων ημερών

Τα όσα ξετυλίγονται αυτές τις μέρες, ξεκινώντας τούτη τη φορά από τις καταγγελίες της Σ. Μπεκατώρου, σίγουρα δεν είναι κεραυνός εν αιθρία. Οργανωμένα κυκλώματα που ελέγχουν τους χώρους του αθλητισμού, και οι πολλαπλοί τους εναγκαλισμοί με το πολιτικό σύστημα και με επιχειρηματικά κέντρα, λειτουργούν με τους νόμους της σιγής, της ομερτά, που προκύπτει από την συγκάλυψη της συνενοχής. Ενώ «όλοι ξέρουν», δηλώνουν έκπληκτοι και αιφνιδιασμένοι μόνο όταν πια το πράγμα φτάσει στις αποκαλύψεις. Δεν είναι βέβαια ελληνικό αποκλειστικά αυτό το φαινόμενο. Έχει μια καθολικότητα (με τα «εθνικά» της χρώματα κάθε φορά ως προς τις λεπτομέρειες) και αφορά σχεδόν κάθε τομέα της κοινωνικής ζωής. Και είναι χαρακτηριστικό ότι προάγεται μια σειρά ιδεολογικών μοτίβων που επιδιώκουν να εθίσουν την κοινωνία σε μια «κανονικότητα» (αφού «αυτά συμβαίνουν παντού») διακοπτόμενη από επεισόδια δήθεν «κάθαρσης» που «τα αλλάζουν όλα» μόνο και μόνο «για να μην αλλάξει τίποτα».

Όμως τα όσα διαδραματίζονται, μέσα στη συγκεκριμένη σημερινή συγκυρία πολλαπλής κρίσης, κάνουν πιο σαφή την ανάγκη να σκεφτούμε με όρους ουσίας τις πολλαπλές πλευρές που φέρνουν μαζί τους τέτοια φαινόμενα.

Θύματα και εκμετάλλευση

Δεν υποστηρίζουμε κάτι καινούργιο λέγοντας ότι στα πιο διαφορετικά περιβάλλοντα, ιδιαίτερα στους χώρους των μεγάλων επιχειρήσεων, στο θέαμα ή στη διαφήμιση, τα καθεστώτα εκμετάλλευσης, καταπίεσης και εξουσιαστικής επιβολής κάθε λογής –συχνότατα και σεξουαλικής– είναι ο κανόνας. Αυτά συμβαίνουν μέσα σε ένα κυρίαρχο ιδεολογικό πλαίσιο, σε μια επιβαλλόμενη κουλτούρα του πιο αχαλίνωτου ανταγωνιστικού ατομισμού που «επιτρέπει τα πάντα» και το καυχιέται κιόλας εμπνέοντας ολόκληρο φάσμα προτύπων συμπεριφοράς. Και έχουν ξεπεράσει κάθε όριο μέσα στην κρίση των τελευταίων χρόνων. Σ’ αυτό το έδαφος φυτρώνουν τα απανωτά περιστατικά του επιθετικού αμοραλισμού των ημερών μας. Δεν αποτελούν εξαίρεση – όπως το παρουσιάζουν κάθε φορά που δημοσιοποιούνται. Είναι η άμεση συνέπεια της λογικής που κυριαρχεί. Όμως ο χώρος του αθλητισμού αλλά και της Παιδείας έχει να κάνει με τις πιο νέες και γι’ αυτό και πιο ευάλωτες ηλικίες, και το πράγμα παίρνει εφιαλτικές διαστάσεις. Και αν αυτή τη στιγμή γίνεται επίκαιρη η πλευρά της σεξουαλικής εξουσιαστικότητας και βίας –γιατί είναι από τις ειδεχθέστερες μορφές βίας το «παράδωσε το σώμα σου στις ορέξεις του καθενός που κρατάει τα κλειδιά, αν θες να μην σου κλείσουν οι πόρτες»– δεν πρέπει να ξεχάσουμε ότι βία στο σώμα και στο πνεύμα και στρέβλωση της προσωπικότητας είναι και πολλά άλλα πράγματα όπως για παράδειγμα μιας και αναφερόμαστε στα κυκλώματα που λυμαίνονται τον αθλητισμό, ο εθισμός στα αναβολικά. Στο ντοπάρισμα και στον υποβιβασμό του νέου ανθρώπου σε αντικείμενο πολλαπλών χρήσεων, μέσα σε ένα χωρίς φραγμούς εμπόριο που μετατρέπει σε θέαμα κάθε στιγμή και κάθε πλευρά της ζωής.

Ο αγώνας για την κοινωνική απελευθέρωση, για τη μετάβαση σε μια κοινωνία χειραφέτησης, δεν μπορεί να προχωρήσει χωρίς την απελευθέρωση των γυναικών από τα δεσμά της πατριαρχίας. Αυτός ο αγώνας αφορά το ίδιο άντρες και γυναίκες. Οι άντρες όμως οφείλουν να διανύσουν μεγαλύτερο δρόμο. Έχουν να ξεπεράσουν τον ρόλο τους των φορέων του καθεστώτος της πατριαρχίας

«Τείχος υποκρισίας» του πολιτικού συστήματος

Με τη δημοσιοποίηση των καταγγελιών της Σ. Μπεκατώρου, όλο το πολιτικό σύστημα έσπευσε να συντονιστεί τοποθετούμενο στο ίδιο μήκος κύματος, ακόμα και με τα ίδια κλισέ. Μέσα σε μια στιγμή το ζήτημα μπλέχτηκε στα παιχνίδια δημοσίων σχέσεων των διάφορων πλευρών της πολιτικής ζωής (πρώτα απ’ όλα της κυβερνητικής πτέρυγας) και στους ανταγωνισμούς τους στη «μάχη της εικόνας». Ο πολιτικός τους λόγος χαρακτηριστικά ρηχός, ξεσηκώνοντας τα ήθη και τις παιδαριώδεις απλουστεύσεις (τις «αμερικανιές») της πολιτικής ζωής των ΗΠΑ. Χωρίς ίχνος κοινωνικής αναφοράς για το πρόβλημα και με μια απλοϊκή και κίβδηλη αύρα «κάθαρσης» αναπαράγει τη χειρότερη εκδοχή ενός «δικαιωματικού» λόγου καθαρά ατομικιστικού και μιας επιθετικής οριοθέτησης περίκλειστων ταυτοτήτων που έχει κυριαρχήσει αρκετές στιγμές και στις αντίστοιχες εξάρσεις του #MeToo (ιδιαίτερο θέμα αυτό και με σημαντικές πολιτικές προεκτάσεις σε διεθνές επίπεδο, που θα απαιτούσε ένα ξεχωριστό σημείωμα). Ακριβώς λόγω του συγκεκριμένου χαρακτήρα του, αυτός ο πολιτικός λόγος φέρνει πάντα μια λογική σταυροφορίας που περιέχει τη διάχυτη απειλή να στραφεί αδιακρίτως ενάντια σε όποιον επιλεγεί σαν πολιτικός στόχος κατά περίπτωση. Το γεγονός ότι η αρχή γίνεται πάντοτε από καραμπινάτες περιπτώσεις ενοχής– η Ομοσπονδία Ιστιοπλοΐας φαίνεται ότι ήταν από πολλού πολύ γνωστή για τα «ήθη» της στους ευρύτερους κύκλους της εξουσίας– διευρύνει τη νομιμοποιητική του βάση. Επίσης η ταχύτητα διεύρυνσης και η διασπορά των καταγγελιών στους πιο διαφορετικούς χώρους –πράγμα αναμενόμενο όπως είναι φυσικό– ενισχύει και αυτή τις δυνατότητες πολιτικής χρήσης ενός τεράστιου κοινωνικού προβλήματος (σεξουαλική κακοποίηση γυναικών) με την ένταξή του σε παιχνίδια εξουσίας και κάθε είδους σκοπιμότητες.

«Κάθαρση» ή ξεκαθαρίσματα λογαριασμών;

Είναι εδραιωμένη πεποίθηση που προκύπτει από συσσωρευμένες πολύχρονες εμπειρίες, ότι σημαντικοί αθλητικοί θεσμοί έχουν υπάρξει εστίες εκτεταμένης και ποικιλόμορφης διαφθοράς και με τη φόρα και το θράσος που τους δίνει η πολυετής ατιμωρησία. Η ευρύτατη χρήση αναβολικών στην εθνική ομάδα της άρσης βαρών –που σημειωτέον οι «επιτυχίες» της μοχλεύτηκαν στο έπακρο πολιτικά υφαίνοντας ένα μεγάλο δίχτυ συνένοχης σιωπής μέχρι να σκάσει το σκάνδαλο– είναι μόνο ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα. Επίσης είναι επαναλαμβανόμενο μοτίβο της πολιτικής ζωής του τόπου ότι η «κάθαρση» και η τιμωρία της ανομίας δεν είναι παρά το κάθε φορά αποτέλεσμα αλλαγών στους συσχετισμούς ισχύος μεταξύ των κέντρων που λυμαίνονται την κοινωνική ζωή. Είναι το ψευδεπίγραφο όνομα για τα μεταξύ τους ξεκαθαρίσματα λογαριασμών. Σχεδόν πάντα οι εκπίπτοντες τσαλακώνονται τόσο ώστε να καταλάβουν τους νέους κανόνες του παιχνιδιού και κατά κανόνα παραμένουν ουσιαστικά ατιμώρητοι. Σκανδαλώδεις υποθέσεις άλλωστε συσσωρεύονται για όλους και αναλόγως ανασύρεται η κατάλληλη, με ξένα κέντρα πολύ συχνά να παίζουν το ρόλο του «διευθυντή ορχήστρας». Στην παρούσα φάση, αυτό που άρχισε σαν καταγγελία σεξουαλικής εκμετάλλευσης μιας αθλήτριας φαίνεται ότι γρήγορα βραχυκυκλώνεται περνώντας στην υπηρεσία σκοπιμοτήτων της κυβερνητικής πολιτικής. Με βάση τα μέχρις ώρας δεδομένα, μηνύματα προς διάφορες φατρίες εντός του δεξιού χώρου (ο πρώτος καταγγελθείς είναι στέλεχος της ΝΔ με σχέσεις με τον Βορίδη) και προειδοποιητικές βολές προς το περιβάλλον και άλλων Ομοσπονδιών (Ομοσπονδία Ιππασίας) με ανάλογες «περγαμηνές», δείχνουν να είναι κάποιες από τις επιδιώξεις. Η επίδειξη αποτελεσμάτων «κάθαρσης» εκτός των άλλων και για εκλογική χρήση σίγουρα είναι και αυτή στόχος, ενώ η χρήση του θέματος προκειμένου να γεμίζει την οθόνη των δελτίων ειδήσεων αποσπώντας κατά το δυνατόν την προσοχή από κρίσιμες δύσκολες εξελίξεις της περιόδου (εθνικά, χειρισμοί πανδημίας) σίγουρα μετράει στους υπολογισμούς.

Όμως πέρα απ’ όλα αυτά

Η εποχή μας έχει μια σημαντική ιδιομορφία. Σε σύγκριση με πρόσφατες ιστορικές περιόδους όπου κρίσιμα πεδία της κοινωνικής σύγκρουσης και της πάλης για την κοινωνική χειραφέτηση κυριαρχούνταν από τη ριζοσπαστική κριτική σκέψη ή εν πάση περιπτώσει αυτή διατηρούσε σημαντικές θέσεις εντός τους –γυναικεία χειραφέτηση, κοινωνικά δικαιώματα, οικολογία είναι μερικά τέτοια πεδία– σήμερα τα πεδία αυτά δείχνουν να έχουν «καταληφθεί» από την ιδιάζουσα επιθετική ιδεολογία της παγκοσμιοποίησης που οικειοποιούμενη μορφές αναποδογυρίζει περιεχόμενα.

Πέρα λοιπόν της ανάγκης διατύπωσης κριτικής (αντιπολίτευσης) σε όσα συμβαίνουν, απαιτείται μια «επανάσταση εννοιών» και η οικοδόμηση μιας αυτόνομης θέσης απέναντι στην κυρίαρχη ιδεολογία και τον κυρίαρχο τρόπο πολιτικής. Και αυτό εκτός από τη διανοητική του διάσταση είναι και υπόθεση αξιών και ηθικής. Εκτός από υπόθεση του μυαλού αφορά και την καρδιά, τον κόσμο των αισθημάτων και το φρόνημα.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!