Ωστόσο, από τον Νοέμβριο του 2011 και μέχρι σήμερα καταγράφηκε μια σαφής υποχώρηση του εργατικού λαϊκού κινήματος απέναντι στα συνεχιζόμενα μέτρα της μνημονιακής πολιτικής των τρικομματικών κυβερνήσεων (Ν.Δ.-ΠΑΣΟΚ και ΛΑΟΣ με μετέπειτα την ΔΗΜΑΡ), και η κοινωνική αγανάκτηση και κινητοποίηση των εργαζομένων, των ανέργων, της νεολαίας, των συνταξιούχων και των αυτοαπασχολουμένων κατευθύνθηκε αντικειμενικά στις δύο τελευταίες εκλογικές αναμετρήσεις.
Σ’ αυτές, το κύριο χαρακτηριστικό που αναδείχθηκε ήταν προφανώς η εκτίναξη της πολιτικής επιρροής της Ριζοσπαστικής Αριστεράς σε πάνω από το ένα τέταρτο του εκλογικού σώματος, και των αριστερών δυνάμεων συνολικά στο ένα τρίτο των ψηφοφόρων. Ωστόσο, παρά την ανάδειξη του ΣΥΡΙΖΑ στη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης, και παρά την πλατειά αποδοκιμασία της μνημονιακής πολιτικής, που τροφοδοτήθηκαν από την μαζική μετακίνηση των δυνάμεων της εργατικής λαϊκής βάσης του ΠΑΣΟΚ προς τα αριστερά, εντούτοις οι πολιτικές δυνάμεις της μνημονιακής πολιτικής και του δεξιού προσανατολισμού, συνέχισαν να εκφράζουν εκλογικά την πολιτική πλειοψηφία. Έτσι, οι δυνάμεις του μνημονιακού συνασπισμού (ΠΑΣΟΚ-Ν.Δ.-ΔΗΜΑΡ) συγκεντρώνουν σχεδόν το 50% του εκλογικού σώματος και έχουν τη δυνατότητα να συνεχίζουν την εφαρμογή της πολιτικής που υπαγορεύεται από τον ΣΕΒ, την υπερεθνική τρόικα, το τραπεζικό σύστημα και τα ακραία νεοφιλελεύθερα βορειοευρωπαϊκά πολιτικά κέντρα.
Και παράλληλα οι δεξιές πολιτικές δυνάμεις, μνημονιακές και μη (Ν.Δ., Ανεξάρτητοι Έλληνες, Χρυσή Αυγή) συνεχίζουν να κινούνται αθροιστικά στο επίπεδο του 45%, ένα ποσοστό ιδιαίτερα υψηλό για την ελληνική Δεξιά, μετά την τελευταία κυβερνητική της εμπειρία (2004-09).
Ο εγκλωβισμός λαϊκών δυνάμεων στη δεξιά μνημονιακή πολιτική
Αυτό το γεγονός καταδεικνύει την ταξική πόλωση που πλέον διατρέχει όλα τα πεδία της κοινωνικής και πολιτικής ζωής, μεταξύ των δυνάμεων της Αριστεράς και της Δεξιάς, με δεδομένη πλέον την οριστική ιστορική περιθωριοποίηση του ΠΑΣΟΚ που αδυνατεί καταφανώς να ανακάμψει και να επανασυγκροτηθεί.
Άλλωστε και το διαφαινόμενο εγχείρημα συνένωσης των δυνάμεων της ΔΗΜΑΡ με το ΠΑΣΟΚ δεν μπορεί να λειτουργήσει συσπειρωτικά για τον εργατικό λαϊκό κόσμο που εγκατέλειψε την νεοφιλελεύθερη σοσιαλδημοκρατία χωρίς επιστροφή. Κι αυτό γιατί οι δυνάμεις που καλείται να εκπροσωπήσει αυτός ο κεντροαριστερός σχηματισμός εντοπίζονται αποκλειστικά στα μικροαστικά στρώματα και μάλιστα στις ανώτερες διαβαθμίσεις τους, πεδίο εκπροσώπησης ωστόσο σαφώς περιορισμένο, με δεδομένο άλλωστε το γεγονός ότι και η Ν.Δ. εκπροσωπεί ιστορικά τα μικρομεσαία στρώματα.
Τίθεται έτσι το ερώτημα, γιατί η αντιμνημονιακή κοινωνική πλειοψηφία που καταγράφηκε στις λαϊκές κινητοποιήσεις της τελευταίας διετίας (2010-12), αδυνατεί να μετασχηματιστεί σε σχετική πολιτική και κοινοβουλευτική πλειοψηφία των αριστερών ριζοσπαστικών δυνάμεων, ικανής να καταργήσει τα μνημόνια και προγράμματα λιτότητας και περικοπών και να διαμορφώσει όρους κοινωνικής ανάπτυξης, κατοχύρωσης της λαϊκής κυριαρχίας και ανεξαρτησίας, κοινωνικοποίησης των κοινωφελών επιχειρήσεων και του τραπεζικού συστήματος κ.ά.; Είναι φανερό ότι αυτό δεν μπορεί να γίνει παρά με την μετακίνηση εργατικών και κατώτερων μικροαστικών στρωμάτων από την λαϊκή βάση της Δεξιάς, και εντελώς δευτερευόντως πλέον σήμερα από τις δυνάμεις της μνημονιακής κεντροαριστεράς.
Η μετατόπιση πλέον αυτού του κρίσιμου ποσοστού του 10-12% από τα δεξιά προς τα αριστερά γίνεται ο κόμβος για την διαμόρφωση μιας ενωτικής αριστερής αντιμνημονιακής κυβερνητικής πλειοψηφίας, εφόσον το ΠΑΣΟΚ και η Ν.Δ. εξέφρασαν ποσοστά πολιτικής επιρροής της τάξης του 45% και άσκησαν την διακυβέρνηση της χώρας στις προηγούμενες 10ετίες της μεταπολίτευσης.
Το ζήτημα αυτό αναδεικνύεται σε νευραλγικό για τη σημερινή Ριζοσπαστική Αριστερά που διαδραματίζει τον ρόλο της δομικής αξιωματικής αντιπολίτευσης, στο βαθμό που είναι η απαραίτητη προϋπόθεση για τον μετασχηματισμό της σε πολιτική δύναμη κυβερνητικής εξουσίας. Πρόκειται ακριβώς για λαϊκά και μικροαστικά στρώματα τα οποία υφίστανται τις ολέθριες συνέπειες της μνημονιακής πολιτικής. Παρ’ όλα αυτά, ωστόσο, συνεχίζουν και τοποθετούνται στη σφαίρα της εκλογικής επιρροής της Δεξιάς (Ν.Δ. και Ανεξάρτητων Ελλήνων), εξαιτίας αφενός της ιδεολογικής τους τρομοκράτησης από τα ΜΜΕ (επιστροφή στη δραχμή, χρεοκοπία, απουσία φαρμάκων, τροφίμων κ.λπ.), και αφετέρου της πρόσδεσής τους σε μια θέση απασχόλησης (ιδιαίτερα στον ευρύτερο δημόσιο τομέα), που λειτουργεί προστατευτικά για τη ζωή τους έναντι της κοινωνικής κόλασης που καταβροχθίζει εκατοντάδες χιλιάδες ανέργους.
Ακόμη κι αν η σημερινή διακυβέρνηση της Ν.Δ., με την υποστήριξη της νεοφιλελεύθερης κεντροαριστεράς, αποδειχθεί ότι αδυνατεί να δρομολογήσει την όποια ανάκαμψη και αντιμετώπιση της βαθιάς οικονομικής ύφεσης (που δεν μπορεί να προέλθει προφανώς από τις όποιες ιδιωτικοποιήσεις του δημόσιου τομέα), τα κοινωνικά αυτά στρώματα δεν είναι δεδομένο ότι θα στραφούν οπωσδήποτε προς τα αριστερά.
Πώς άρα είναι πολιτικά δυνατή αυτή η προσέγγιση του ΣΥΡΙΖΑ και της ευρύτερης Αριστεράς μ’ αυτές τις κοινωνικές κατηγορίες που συνεχίζουν και αντιπροσωπεύουν ένα σημαντικό μέρος της λαϊκής της εκλογικής επιρροής; Ο κύριος τρόπος συνεύρεσης μ’ αυτό το λαϊκό δεξιό κόσμο είναι εκείνος της κοινωνικής καταστροφής που τον πλήττει εξίσου, στη βάση της μείωσης των μισθών, της αποψίλωσης των συντάξεων, του κλεισίματος των εμπορικών καταστημάτων των αυτοαπασχολουμένων, της ανεργίας οικογενειακών μελών, της συνεχιζόμενης φορολογικής υπερβάρυνσης και κατάργησης σημαντικών κοινωνικών δαπανών κ.λπ. Μόνον η ενωτική κοινωνική κινητοποίηση αυτού του κόσμου με τα εργατικά και λαϊκά στρώματα που έχουν ήδη μεταστραφεί προς τα αριστερά, είναι σε θέση να κλονίσει τις σχέσεις εκπροσώπησης που συνεχίζουν να έχουν με τους σχηματισμούς της ελληνικής Δεξιάς, και πρωτίστως της Ν.Δ. Αυτή η κοινωνικού χαρακτήρα διάρρηξη των σχέσεων εκπροσώπησης αυτών των στρωμάτων και η αντικειμενική στροφή τους προς τα αριστερά, είναι προϋπόθεση για την προσέγγιση των πολιτικών συνειδήσεων, σε συνδυασμό άλλωστε με την αντιπολιτευτική πολιτική αποδόμησης του κυρίαρχου μνημονιακού λόγου που ασκεί η Ριζοσπαστική Αριστερά.
* Ο Ανέστης Ταρπάγκος είναι μέλος της Γραμματείας Συντονιστικού Θεσσαλονίκης και του Πανελλαδικού Συντονιστικού του ΣΥΡΙΖΑ