Η κλιμάκωση της ουκρανικής κρίσης, μετά την εισβολή της Ρωσίας, φέρνουν τον πόλεμο στην καρδιά της Ευρώπης. Με την κίνηση αυτή η Ρωσία επιχειρεί δια της ισχύος να ανατρέψει τα τετελεσμένα που είχαν επιβληθεί από το 2014, με το πραξικόπημα και τη στροφή της Ουκρανίας προς τη Δύση, να αποτρέψει τα σχέδια περικύκλωσης της από το ΝΑΤΟ και να διασφαλίσει τον ζωτικό χώρο της και να αναβαθμίσει τη θέση της ως μεγαλοκρατική δύναμη. Ο νέος αυτός γύρος τροφοδοτείται και τροφοδοτεί με τη σειρά της τον ολοένα και μεγαλύτερο ανταγωνισμό μεταξύ ΗΠΑ/ΝΑΤΟ και Ρωσία/Κίνας, που εξελίσσεται σε πολλά μέτωπα σε πλανητική κλίμακα.
Μεγάλος χαμένος του νέου αυτού γύρου αντιπαράθεσης, πέρα από την ίδια την Ουκρανία –η κρατική υπόσταση της οποίας τινάζεται στον αέρα–, είναι η Ευρώπη, στο έδαφος της οποίας μεταφέρεται ένα σημαντικό επεισόδιο της πολύμορφης κρίσης. Η Ευρώπη, στηρίζοντας ενεργά τον εμπρηστικό ρόλο του ΝΑΤΟ στην περιοχή, έστρωσε το έδαφος για τη σημερινή κρίση. Κατώτερη των περιστάσεων, με έντονες αντιθέσεις μεταξύ των διαφορετικών χωρών, η ηγεσία της Ευρώπης, δεν μπόρεσε να δώσει διπλωματική διέξοδο, στήριξε την αντιρωσική ψυχροπολεμική ρητορική του ΝΑΤΟ, αρνήθηκε κάθε συζήτηση για τις εγγυήσεις ασφαλείας που ζήτησε η Ρωσία, και μοιάζει να συνθλίβεται μεταξύ της ευρωατλαντικής και ευρασιατικής στρατηγικής, έχοντας χάσει την όποια αυτονομία κινήσεων.
Μεγάλος χαμένος του νέου γύρου αντιπαράθεσης, πέρα από την ίδια την Ουκρανία –η κρατική υπόσταση της οποίας τινάζεται στον αέρα–, είναι η Ευρώπη, στο έδαφος της οποίας μεταφέρεται ένα σημαντικό επεισόδιο της πολύμορφης κρίσης
Τώρα όλοι μετρούν λόγια και πράξεις, υπολογίζοντας κόστη και οφέλη. Η Ουκρανία και το καθεστώς Ζελένσκι παρά τις περί του αντιθέτου διαβεβαιώσεις και υποσχέσεις, αφήνεται χωρίς ασπίδα προστασίας από το ΝΑΤΟ και την Ευρώπη, αποδεικνύοντας ότι η πολιτική των προστατών μεγάλων δυνάμεων είναι μια αυταπάτη, που δημιουργεί επιπλέον κινδύνους για τις μικρές και ενδιάμεσες χώρες που την επιλέγουν ως μονόδρομο. Ο πόλεμος μετατρέπεται από τις ΗΠΑ, σε εργαλείο ανασύστασης των ψυχροπολεμικών στρατοπέδων, καλώντας τις χώρες της Ευρώπης να αξονιστούν στην αντιπαράθεση με τη Ρωσία. Όμως όλοι γνωρίζουν πως μια πολιτική σκληρότερων οικονομικών και διπλωματικών κυρώσεων προς την Μόσχα, θα γυρίσει μπούμερανγκ στην Ευρώπη, λόγο της ενεργειακής εξάρτησής της από τη Ρωσία.
Η γεωπολιτική κρίση, είναι στενά δεμένη με την οικονομική και ενεργειακή κρίση, ενώ αλληλεπιδρά με τις πολιτικές αντιθέσεις και το στρατηγικό αδιέξοδο στην Ευρώπη. Μια περίοδος ενεργειακής κρίσης και περαιτέρω φτωχοποίησης, ανοίγεται για την Ευρώπη, και όλοι σπεύδουν να προσαρμοστούν στην πραγματικότητα αυτή. Την ίδια στιγμή η ίδια η ευρωπαϊκή στρατηγική ασφαλείας τίθεται σε αμφισβήτηση από τις πρόσφατες εξελίξεις. Η εμμονή στην ευρωατλαντική πολιτική, υπονομεύει σταδιακά κάθε δεσμό με τη Ρωσία, ενισχύοντας τις ευρασιατικές τάσεις τις δεύτερης, μετατρέποντας την Ευρώπη από κέντρο συνεργασίας σε σύνορο αντιπαράθεσης μεταξύ Δύσης και Ανατολής. Καταστατικά όμως και ιστορικά δεν είναι εφικτό να υπάρξει και να μακροημερεύσει η αρχιτεκτονική ασφάλειας της Ευρώπης που δεν περιλαμβάνει και τη Ρωσία, και μια τέτοια επιλογή ευνοεί προοπτικά μόνο τις ΗΠΑ, που θέλουν μια ελεγχόμενη και πιο «κοντή» Ευρώπη.
Σε κάθε περίπτωση έχουμε ήδη μπει σε μια νέα εποχή, επαναχάραξης συνόρων και σφαιρών επιρροής που πλέον δεν αφορά μόνο τις χώρες της περιφέρειας του κόσμου μας. Η κρατική κυριαρχία των μικρών και μεσαίων χωρών τίθεται σε αμφισβήτηση στο όνομα τις ασφάλειας και των συμφερόντων των μεγάλων δυνάμεων, ενώ πληθυσμοί, μειονότητες και άλυτα εθνικά ζητήματα εργαλειοποιούνται στις μεγάλες αντιπαραθέσεις. Μέσα σε αυτό το περιβάλλον καμιά δύναμη δεν μπορεί να σταθεί χωρίς να αναπτύξει μια στρατηγική βασισμένη στις δικές της ανάγκες και συμφέροντα, διεκδικώντας βαθμούς αυτονομίας από τις μεγάλες δυνάμεις και τους άξονες που αυτές οικοδομούν. Αυτή η πρόκληση αφορά πλέον ξεκάθαρα την Ευρώπη και κάθε χώρα της ξεχωριστά.
Τουρκία σε ρόλο ρυθμιστή
Η Τουρκία εμπλέκεται ενεργά στο νέο γύρο της ουκρανικής κρίσης. Δεν είναι τυχαίο πως στον εναέριο χώρο της Ουκρανίας, πέρα από ρωσικά μαχητικά και κατασκοπευτικά αεροσκάφη των ΗΠΑ, πετούν και αεροσκάφη της Τουρκίας, δείχνοντας το ειδικό ενδιαφέρον και την ενεργό εμπλοκή της χώρας στη νέα πολεμική όξυνση.
Η ίδια η γεωγραφική θέση της Τουρκίας εξηγεί σε μεγάλο βαθμό την εμπλοκή αυτή. Η Τουρκία συνορεύει από θαλάσσης τόσο με την Ρωσία όσο και με την Ουκρανία, ενώ ο έλεγχος των Στενών του Βοσπόρου, και η συμβατική της δυνατότητα, να αποκλείσει τη διέλευση στρατιωτικών πλοίων εν καιρώ πολέμου από και προς τη Μαύρη Θάλασσα, αναβαθμίζει τη γεωστρατηγική της δυναμική. Δεν είναι τυχαίο πως από την πρώτη στιγμή της σύγκρουσης, η Ουκρανία έσπευσε να ζητήσει από την Τουρκία να κλείσει τα στενά για τα ρωσικά πλοία, αίτημα που παρά την καταγγελία από πλευράς της Τουρκίας της ρωσικής εισβολής, δεν έχει γίνει δεκτό μέχρι στιγμής αφού όπως δήλωσε ο Τούρκος ΥΠΕΞ κ. Τσαβούσογλου «δεν έχει κηρυχτεί επίσημα μια κατάσταση πολέμου».
Η Τουρκία επιμένει να κρατά ανοιχτό το παζάρι τόσο με τη Δύση όσο και με τη Ρωσία. Με τον τρόπο αυτό τα τελευταία χρόνια έχει καταστεί βασικός εταίρος του Πούτιν στα ευρασιατικά σχέδια, την ίδια στιγμή που οι μεταξύ τους αντιθέσεις και αντιπαραθέσεις είναι πολλές, συχνά ένοπλες και σε πολλά μέτωπα (Λιβύη, Καύκασος, Συρία), αποδεικνύοντας πως η δεύτερη μεγαλύτερη στρατιωτική δύναμη του ΝΑΤΟ είναι η μόνη που μπορεί να του βάλει εμπόδια επί του εδάφους στην ευρύτερη γειτονιά. Ένα τέτοιο πεδίο αντιπαράθεσης αλλά και ασταθούς στρατηγικής συμμαχίας είναι και η Ουκρανία. Ας μη ξεχνάμε πως ο ουκρανικός στρατός πολεμά με τουρκικά μη επανδρωμένα αεροσκάφη, ενώ η δυνατότητα της Τουρκίας να κινητοποιεί κατά το δοκούν τουρκογενείς και μουσουλμανικούς πληθυσμούς (όπως οι Τατάροι της Κριμαίας) λαμβάνεται από τη Ρωσία ως μείζονα απειλή για την ασφάλειά της.
Η Άγκυρα δεν προσαρμόζει τη στρατηγική της με βάση τις εξελίξεις και τις επιδιώξεις των Μεγάλων Δυνάμεων, αντιθέτως μένοντας σταθερή στον στρατηγικό στόχο της, επιδιώκει πάντα στην κόψη του ξυραφιού να αξιοποιήσει τις κάθε φορά εξελίξεις
Για όλους τους παραπάνω λόγους η Τουρκία εμπεδώνεται ως βασικός περιφερειακός παίκτης και επιδιώκει να κεφαλαιοποιήσει τον ρόλο αυτό στα επεκτατικά της σχέδια. Δεν προσαρμόζει τη στρατηγική της με βάση τις εξελίξεις και τις επιδιώξεις των Μεγάλων Δυνάμεων, αντιθέτως μένοντας σταθερή στον στρατηγικό στόχο της, επιδιώκει πάντα στην κόψη του ξυραφιού να αξιοποιήσει τις κάθε φορά εξελίξεις.
Με τη στάση της αυτή ζητά και συχνά αποσπά σημαντικά ανταλλάγματα απ’ όλες τις πλευρές. Δεν θα μπορούσε να αναγνωστεί διαφορετικά το «φραστικό ατόπημα» του Ρώσου ΥΠΕΞ, κ. Λαβρόφ, που στην προσπάθεια του να ψέξει την Ουκρανία και τη Δύση για την μη αναγνώριση του αποσχισθέντων εδαφών του Ντονέτσκ και του Λουγκανσκ, έφερε σαν παράδειγμα τη διπλωματική αναγνώριση που απολαμβάνει η «Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου», όπως είπε, αναφερόμενος στο ψευδοκράτος μαριονέτα της Τουρκίας στα κατεχόμενα.
Τα παραπάνω μόνο ως σημαντικός κίνδυνος μπορούν να διαβαστούν από την πλευρά της Ελλάδας. Ενώ αναδεικνύεται ακόμη μια φορά και με μεγάλη ένταση η ανάγκη να υπάρξουν αντισταθμίσματα ισχύος απέναντι στην τουρκική αναβάθμιση, μέσω μιας πιο ενεργητικής και πολυδιάστατης διπλωματικής που δεν θα αποδέχεται τον ρόλο ουράς των δυτικών συμμάχων, και θα κρίνει τους συμμάχους και αντιπάλους με επίκεντρο το εθνικό συμφέρον.
Υποκρισία και παλιές αμαρτίες
Οι Δυτικοί μιλούν για τον πρώτο πόλεμο σε ευρωπαϊκό έδαφος και ορκίζονται στο διεθνές δίκαιο που καταπατά ο «δικτάτορας Πούτιν». Την ίδια στιγμή η Ρωσία φτάνει στο Κίεβο, διεξάγοντας έναν πόλεμο κατοχύρωσης της μεγαλοκρατικής της θέσης, στο όνομα υποτίθεται του δικαιώματος της αυτοδιάθεσης των Ρώσων της Αν. Ουκρανίας.
Η υποκρισία ξεχειλίζει. Ξεχνούν οι Δυτικοί, τις ανθρωπιστικές βόμβες που έριξε το ΝΑΤΟ στην Γιουγκοσλαβία (η οποία μάλλον δεν είναι ευρωπαϊκό έδαφος), τινάζοντας στον αέρα τα Βαλκάνια επαναχαράσσοντας σύνορα και αφαιρώντας ζωτικό χώρο από τη Ρωσία. Τη μνήμη αυτή ήρθε να ξαναζεστάνει ο Σέρβος πρόεδρος Αλ. Βούτσιτς, που έθεσε ως όρο την καταδίκη του πολέμου του 1999 για να καταδικάσει με την σειρά του την αναγνώριση των αποσχισθέντων περιοχών από την Ρωσία.
Ξεχνούν ακόμη πως η ειρήνη στην περιοχή της Ουκρανίας, είναι μια αιματοβαμμένη ειρήνη, τουλάχιστον από το 2014, όταν το δυτικόφιλο πραξικόπημα εγκαθίδρυσε ένα καθεστώς διωγμών, καταπίεσης και φονικών επιθέσεων στους μη ουκρανικούς πληθυσμούς (κυρίως ρωσογενείς) της χώρας από ανεξέλεγκτες (ελεγχόμενες και χρηματοδοτούμενες από την Δύση) παραστρατιωτικές ομάδες.
Ξεχνούν, τέλος, τόσο οι Δυτικοί όσο και οι Ρώσοι, την καταπάτηση του διεθνούς δικαίου στην κατεχόμενη Κύπρο (μάλλον ούτε κι αυτή είναι ευρωπαϊκό έδαφος), όπου η κατοχή, ο εποικισμός, η διαρκής απειλή πολέμου από την Τουρκία επιβάλλονται ως νομιμοποιημένη δια της ισχύος κανονικότητα.
Η αναφορά στο διεθνές δίκαιο με δύο μέτρα και δύο σταθμά, είναι μια υποκριτική και καλυμμένη υποστήριξη στο δίκαιο του ισχυρού.