του Στάθη
Η κατοχή κράτησε σκάρτα τέσσερα χρόνια. Τα μνημόνια κρατούν ήδη οκτώ και πάνε στα εννιά. Η Ελλάδα βγήκε κατεστραμμένη απ’ τον Πόλεμο και ρημαγμένη απ’ τον Εμφύλιο, το 1949. Το 1955 είχε σταθεί στα πόδια της. Και η προοπτική για το αύριο ήταν καλύτερη απ’ το χθες.
Η Χούντα κράτησε εφτά χρόνια, η οικονομική δικτατορία των Μνημονίων κρατάει ήδη εννιά χρόνια, με προοπτική να κρατήσει για πολύ περισσότερο. Τη δεκαετία του 1960 η Ελλάδα υπέφερε απ’ τη μετανάστευση – η μετανάστευση σήμερα δείχνει να έχει μη ανατάξιμα αποτελέσματα. Προσέτι, τις δύο μεταπολεμικές δεκαετίες η χώρα απεκατέστησε τη δημογραφική της ισορροπία, μάλιστα προς θετική κατεύθυνση, ενώ σήμερα το δημογραφικό πρόβλημα είναι πιο θανάσιμο απ’ το χρέος.
ΕΙΝΑΙ ΦΑΝΕΡΟ ότι η χώρα έχασε πόλεμο σε καιρό ειρήνης, ενώ φαίνεται να μας διαφεύγει ότι ο τρόπος της ειρήνης, έτσι όπως αυτή διαμορφώθηκε, είναι πολεμικός. Και εναντίον των εργαζόμενων τάξεων, και εναντίον του έθνους μέσα στο οποίο αυτές λειτουργούν.
Η Ελλάδα υφίσταται ένα Καθεστώς Εντολής που σκλαβώνει τις εργαζόμενες τάξεις και απειλεί την εθνική ακεραιότητα. Είναι μια Αποικία Χρέους (και θα είναι επί μακρόν) που, αντί Συντάγματος διαθέτει Μνημόνια, όπου δεν τίθεται θέμα λαϊκής κυριαρχίας και ούτε, βεβαίως, εθνικής ανεξαρτησίας, με συνέπειες καταλυτικές εις όσα αφορούν τη σύνθεση μιας εθνικής στρατηγικής και την κατά το δυνατόν δίκαιη κατανομή του εθνικού προϊόντος.
Με έναν λόγο η Ελλάδα βαδίζει με τη σπάθη του Δαμοκλέους πάνω από το κεφάλι της, υπό αυστηρή εποπτεία, χωρίς ασυλία της εθνικής περιουσίας, με τους πόρους της υπό λεηλασίαν και τους ανθρώπους της υπό αιχμαλωσίαν.
Η Ελλάδα βαδίζει με τη σπάθη του Δαμοκλέους πάνω από το κεφάλι της, υπό αυστηρή εποπτεία, χωρίς ασυλία της εθνικής περιουσίας, με τους πόρους της υπό λεηλασίαν και τους ανθρώπους της υπό αιχμαλωσίαν
Ποτέ άλλοτε η Ελλάδα στα 200 χρόνια του νεώτερου κράτους (περίπου όσο κράτησε η δυναστεία των Κομνηνών) δεν βρέθηκε σε τόσο άθλια κατάσταση ύπαρξης. Το νεώτερο κράτος υπήρξε πάντα κολοβό, ακόμα και κατά περιόδους υποτελές, αλλά ποτέ άλλοτε σε κατάσταση κινδύνου εθνικής αποδρομής. Αντιθέτως, ο ελληνικός λαός ίδρυσε αυτό το κράτος με Επανάσταση και πολλές φορές στη σύντομη νεώτερη ιστορία μας έδρασε επαναστατικά χάριν του αυτεξούσιου, με αποτέλεσμα τη δημιουργία του νεώτερου (και λαμπρού) λαϊκού μας πολιτισμού. Ενός πολιτισμού που διά της λαϊκής παράδοσης αλλά και του μόχθου των λογίων αποτελεί το συνεχές μιας τρισχιλιετούς παράδοσης (όπως θρηνεί το σπάσιμό της ο Χοφσμπάουμ, όταν στο «Έθνος και Εθνικισμός» περιγράφει τον ξεριζωμό των Ελλήνων από τη Μικρασία «μετά 3.000 χρόνια αδιάλειπτης παρουσίας»).
Δεν είναι τυχαίο ότι η καρδιά της προσπάθειας των εθνομηδενιστών βρίσκεται στο σπάσιμο αυτού του συνεχούς, αποδίδοντάς το σε σοφιστείες «τύπου Παπαρηγόπουλου», ξεχνώντας οι άμοιροι μέσα στην αμορφωσιά τους ότι το ίδιο συνεχές περιγράφει απ’ τη μαρξιστική σκοπιά και ο Κορδάτος (συν χίλιοι και χίλιοι και χίλιοι ακόμα μαρξιστές). Πλην όμως αυτή η ανηλεής (για τη νοημοσύνη μας) έριδα περί το ασυνεχές έχει γίνει, τριάντα χρόνια τώρα, το επίδικο της ταυτότητάς μας – μεγαλύτερη παρακμή ούτε έχουμε ζήσει, ούτε ποτέ άλλοτε μια μπούρδα έχει αναχθεί σε ομηρικό ζήτημα.
Μπούρδα μεν, χρυσοφόρο ζητούμενο δε. Διότι με υπονομευμένη ταυτότητα ο άνθρωπος υποτάσσεται ευκολότερα. Στην Κατοχή η Αριστερά έστερξε στην ανάγκη της αντίστασης για τη σωτηρία του λαού, όπως και άλλες εξ ίσου πατριωτικές δυνάμεις που εντάχθηκαν στο ΕΑΜ. Το ίδιο και μετά το τέλος του Εμφυλίου, η Αριστερά έστερξε στους ταξικούς αγώνες που κράτησαν όρθια την κοινωνία, διότι ο λαός σε αντίθεση με το κράτος του ήθελε πάντα την ολοκλήρωση των προσπαθειών του για τη δικαιοσύνη και την ελευθερία.
Στη συνέχεια αυτής της παράδοσης, όταν η χώρα αιχμαλωτίσθηκε, ο λαός στράφηκε προς την Αριστερά που όμως αυτή τη φορά γονάτισε. Γονάτισε σαν έτοιμη από καιρό. Και αντί να λειτουργήσει ως πρόμαχος του λαού, λειτούργησε ως εντολοδόχος και συνεργάτης των τυράννων. Βεβαίως και πρόκειται περί προδοσίας. Με αποτέλεσμα αυτή η «Αριστερά» να κινείται πλέον πιο δεξιά απ’ τη Δεξιά. Χωρίς να μπορεί να κάνει αλλιώς.
ΤΟ ΕΡΩΤΗΜΑ είναι αν μπορεί να κάνει αλλιώς ο λαός. Και πώς; Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα είναι η εποχή μας. Η Αριστερά της σοφιστείας, της αφόρητης προπαγάνδας και του αμοραλισμού, πέθανε. Αφού πρώτα την ενσωμάτωσε το σύστημα (με δική της ευθύνη και πρωτοβουλία) τώρα τη φτύνει και τη μεταμορφώνει στον «άλλο πόλο» του δικομματικού μονοκομματισμού.
Όμως ακόμα κι αυτή η μεταμόρφωση με την αστική δημοκρατία στο μεταξύ να απισχνάζεται, φτάνει στο όριό της και μετ’ ου πολύ θα είναι ατελέσφορη ακόμα και για υποθέσεις ήσσονος σημασίας.
Οι καιροί άνοιξαν. Δεν ξέρει κανείς αν τα κίτρινα γιλέκα θα γίνουν κάποια στιγμή κόκκινα, ή αν –κατ’ αντίθεσιν– τα άσπρα κολάρα θα γίνουν (ή έχουν γίνει) μελανοί χιτώνες, όμως εκείνο που είναι βέβαιον είναι ότι η ειρήνη έχει γίνει πόλεμος κι ότι αυτό δεν αφορά πλέον μόνον στα μέσα με τα οποία ασκείται η πολιτική, αλλά στον τρόπο με τον οποίον υπάρχουμε…