Η ταχύτητα ροής πληροφοριών το τελευταίο χρονικό διάστημα αυξάνεται διαρκώς. Ο ρυθμός αύξησης της ταχύτητας επίσης αυξάνει.
Κάθε βράδυ στα δελτία ειδήσεων, κάθε πρωί στις εκπομπές ενημέρωσης, οι άνθρωποι του καθεστώτος, «οι οργανικοί διανοούμενοι» του καθεστώτος, όπως έλεγε και ο Γκράμσι αναλαμβάνουν να μετατρέψουν τους «ιθαγενείς» σε φοβισμένο και μη δυνάμενο να σκεφτεί πολτό.
Τα εργαλεία της προπαγάνδας είναι δύο. Ο φόβος και ο φθόνος. Ο φόβος ο οποίος ενσταλάσσεται στις ψυχές των ανθρώπων σε μικρές, προσεκτικά υπολογισμένες, δόσεις και ο φθόνος για όλους τους υπόλοιπους, οι οποίοι κατά τεκμήριο φταίνε για την τωρινή του κατάσταση. Η στοχοποίηση αλλάζει ανάλογα με τη χρονική συγκυρία. Τη μία φταίνε οι υδραυλικοί γιατί δεν «κόβουν» αποδείξεις, την άλλη οι ελεύθεροι επαγγελματίες, οι υψηλόμισθοι δημόσιοι υπάλληλοι, οι ταξιτζήδες και ο κατάλογος είναι μακρύς. Επιδιώκεται έτσι ένας πόλεμος όλων εναντίον όλων. Οι μόνοι που δεν θα θιγούν από αυτόν είναι οι εργοδότες των προπαγανδιστών. Οι ιδιοκτήτες των τηλεοπτικών και ραδιοφωνικών σταθμών.
Αυτοί, οι οποίοι εκ παραλλήλου είναι βασικοί μέτοχοι τραπεζών, προμηθευτές του ελληνικού Δημοσίου, εφοπλιστές, ιδιοκτήτες χρηματιστηριακών εταιριών, χρηματοδότες των πολιτικών κομμάτων του καθεστώτος και των βουλευτών του και προνομιακοί συνομιλητές των διεθνών τοκογλύφων. Αυτοί που έχουν τη χρήση των τηλεοπτικών και ραδιοφωνικών συχνοτήτων, των συχνοτήτων που ανήκουν στον ελληνικό λαό και για τη χρήση των οποίων δεν πληρώνουν ούτε ένα ευρώ. Σε όλες τις χώρες η χρήση των τηλεοπτικών και ραδιοφωνικών συχνοτήτων γίνεται έναντι αντιτίμου. Αυτό δεν ισχύει στην Ελλάδα. Και δεν είναι μόνο αυτό.
Μεγάλο μέρος από τα έσοδα των σταθμών αφορούν κρατική διαφήμιση, ενώ παράλληλα σχεδόν όλοι οφείλουν στο δημόσιο φόρους, στους ασφαλιστικούς οργανισμούς εισφορές, στους εργαζόμενους μισθούς και γενικά χρωστάνε σε ό,τι περπατάει, πετάει και κολυμπάει.
Οι κύριοι μέτοχοι των τηλεοπτικών και ραδιοφωνικών σταθμών είναι πλούσιοι, «ευυπόληπτοι επιχειρηματίες» και ενίοτε οι ίδιοι ή οι γυναίκες τους ασκούν και φιλανθρωπικό έργο, το οποίο προβάλλεται αρμοδίως από τα τηλεοπτικά τους κανάλια.
Αυτοί οι «ευυπόληπτοι» κύριοι, είναι οι ίδιοι που έβαλαν το ελληνικό Δημόσιο να δανειστεί, με υπέρογκο τόκο, χρήματα για να κάνουν τις δουλειές τους, ως προνομιακοί προμηθευτές του ελληνικού Δημοσίου και να κερδοσκοπήσουν σε βάρος των «ιθαγενών».
Είναι χαρακτηριστικό ότι την προηγούμενη δεκαετία το ελληνικό Δημόσιο δανείστηκε σε ποσοστό 17% του ΑΕΠ για να έχει «ανάπτυξη» 4%. Το δάνειο αυτό μας λένε ότι πρέπει να το πληρώσουμε εμείς. Την ανάπτυξη την εισέπραξαν αυτοί.
Οι ίδιοι άνθρωποι, σήμερα, μαζί με τους ξένους τοκογλύφους σχεδιάζουν να τα πάρουν όλα. Θέλουν να πάρουν σχεδόν δωρεάν τη δημόσια περιουσία. Όμως αυτό δεν τους είναι αρκετό. Έχουν ξεκινήσει μία διαδικασία μετατροπής της ιδιωτικής περιουσίας σε δημόσια. Όλες οι αξίες κινητές ή ακίνητες που ανήκουν σε κάθε έναν από τους «ιθαγενείς» με τεχνικές «άγριας δύσης» θα μετατραπούν σε δημόσια περιουσία, μέσω των μηχανισμών του κράτους, το οποίο είναι πλέον ολοκληρωτικά στα χέρια τους. Το θέλουν μικρό και απόλυτα ελεγχόμενο. Σε αυτό το «νέο» κράτος δεν θα μείνουν οι καλύτεροι, αλλά αυτοί που ταιριάζουν. Αυτοί που δεν θα φέρνουν εμπόδια στη μεγάλη ληστεία του ελληνικού λαού. Αυτοί που θα μένουν αδιάφοροι μπροστά στην καταστροφή και την απόγνωση των ανθρώπων.
Ας έρθουμε λοιπόν στο ερώτημα που διατυπώνεται στον τίτλο του άρθρου. Πρέπει να δούμε το σύνολο της εικόνας, για να μην χαθούμε στη λεπτομέρεια. Πρέπει να εκτιμήσουμε γιατί γίνεται τόσο χονδροειδής διαστρέβλωση εννοιών όπως η δικαιοσύνη, η αξιοκρατία η ισονομία κ.λπ. Η γενική εικόνα είναι ταυτόχρονα σύνθετη και απλή. Η διαστρέβλωση των εννοιών είναι το εργαλείο για να επιτευχθεί ο στόχος. Ο εχθρός είναι το αστικό «πολιτικό προσωπικό», όμως κυρίως αυτοί που είναι πίσω από αυτό και κινούν τα νήματα. Είναι οι εργολάβοι-καναλάρχες-εφοπλιστές-χρηματιστές-τραπεζίτες. Είναι η στρατιά των εργατοπατέρων, που επιχειρούν να αποκοιμίσουν τους σημερινούς εργαζόμενους-αυριανούς ανέργους, οι οποίοι προσπαθούν να εκτονώσουν την αγανάκτηση των ανθρώπων με απεργίες μονοήμερες ή 48ωρες, άλλοθι και εγγραφή στα συνδικαλιστικά τους ημερολόγια.
Η κατάσταση είναι ποιοτικά διαφορετική. Έχουμε πόλεμο. Πόλεμο, όμως, με αυτούς. Όσο πιο γρήγορα το συνειδητοποιήσουμε, τόσο πιο αποτελεσματικός θα είναι ο αγώνας. Καθήκον του κινήματος είναι να οργανώσει τις αντίστοιχες κρατικές δομές που καταρρέουν. Να αλλάξει τον ατομικισμό σε έμπρακτη αλληλεγγύη. Να διεξάγει τον οικονομικό πόλεμο με αντίστοιχο οικονομικό πόλεμο. Να μιλήσει για το τώρα και για το μετά. Ένα μετά που θα είναι δύσκολο, πιθανόν πολύ δύσκολο, όμως με ανθρώπους χαρούμενους και αλληλέγγυους μεταξύ τους και κυρίως ελεύθερους.
Η κυβέρνηση δεν πρέπει να φύγει, πρέπει να πέσει. Να πέσει από τις λαϊκές κινητοποιήσεις και τον αγώνα των εργαζομένων. Πρέπει να πέσει όχι για να έρθει μία άλλη, την οποία με τη σειρά της θα τη διώξουν οι αγώνες του λαού. Τον αγώνα πρέπει να τον διεξάγουν οι εργαζόμενοι με την ευρύτερη έννοια του όρου, δηλαδή αυτοί που ζουν από την εργασία τους. Πρέπει να απομονώσουν διάφορες ιδιότυπες «φωνές» άεργων οι οποίοι θα προσπαθήσουν στο θολό τοπίο να εκτρέψουν τα πράγματα στον ολοκληρωτισμό. Η αντικατάσταση του πολιτικού προσωπικού και μόνο, πλέον δεν είναι αρκετή. Ο κόσμος, όλοι μας είμαστε φοβισμένοι, αναποφάσιστοι, μπερδεμένοι, προβληματισμένοι για το μέλλον το δικό μας και των παιδιών μας. Εάν δούμε όλη την εικόνα, εάν προσδιορίσουμε τον εχθρό, τότε και μόνον τότε θα γνωρίζουμε καθαρά τι πρέπει να κάνουμε.
* Ο Παντελής Ραδίσης είναι μέλος του Δ.Σ. του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης.