Αναγκαίες επισημάνσεις για μια συζήτηση που «ξαναζεσταίνεται». Του Γιώργου Τσίπρα
Η ιδέα ότι ο ευρωσκεπτικισμός που έχει δυναμώσει σημαντικά μέσα σε λίγα χρόνια σε Ευρώπη και Ελλάδα έχει ένα και μόνο πρόσημο, συντηρητικό ή προοδευτικό, δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα ούτε στην Ιστορία.
Ιστορικά ο ευρωσκεπτικισμός στη Δυτική Ευρώπη, μέχρι να ξεσπάσει η σημερινή παγκόσμια και ευρωπαϊκή κρίση, συνδέθηκε με πολλά διαφορετικά ρεύματα και αντίρροπες πολιτικές ταυτότητες. Από τον αντιδυτικό αντι-ΕΟΚισμό μέρους της κομμουνιστικής Αριστεράς στο μεσογειακό Νότο, αλλά και του ΠΑΣΟΚ παλιότερα στην Ελλάδα, μέχρι το σκανδιναβικό προοδευτικό ρεύμα αυτοδιάθεσης και αυτόνομης ένταξης στις διαδικασίες διεθνοποίησης, στο οποίο θα αποτελούσε ανιστόρητη αυθαιρεσία, αν του αποδώσουμε τάσεις εθνικής αναδίπλωσης. Από τον παραδοσιακό φιλο-ατλαντικό και προστατευτικό του Σίτι και της στερλίνας ευρωσκεπτικισμό της Βρετανίας, μέχρι τον αριστερόστροφο ευρωσκεπτικισμό του σοσιαλιστή Σεβενεμάν στη Γαλλία. Ο ακροδεξιός αντιευρωπαϊσμός, μέχρι πριν την κρίση αποτελούσε μια ιδιαίτερα μειοψηφική συνιστώσα του ευρωσκεπτικισμού.
Σε διάκριση από τον ευρωσκεπτικισμό της βρετανικής ελίτ που αποσκοπεί στην προστασία της μεσαίας ηγεμονικής θέσης της χώρας στο παγκόσμιο στερέωμα, πρέπει να ξεχωρίσουμε ιδιαίτερα το σκανδιναβικό ρεύμα. Οι δύο χαρακτηριστικότερες περιπτώσεις είναι της Νορβηγίας που παραμένει εκτός Ε.Ε., ενώ αποτελεί χώρα ενταγμένη στο διεθνές γίγνεσθαι με σημαίνοντα ρόλο, και της Δανίας που είναι μέλος της Ε.Ε., κατ’ επιλογήν εκτός Ευρωζώνης, εκτός ευρωστρατού, και με ιδιαίτερες πρόνοιες (μικρότερης) δέσμευσης από την εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας της Ε.Ε. Και οι δυο χώρες είναι μέλη του ΝΑΤΟ.
Συνήθεις αυθαιρεσίες
Ερχόμενοι στο σήμερα, παρά την προφανή άνοδο και του δεξιού και συντηρητικού ευρωσκεπτικισμού, η απόδοση συλλήβδην ενός τέτοιου προσήμου στον ανερχόμενο ευρωσκεπτικισμό είναι αυθαίρετη. Είναι το ίδιο αυθαίρετη όσο το να αποδίδει κανείς συλλήβδην την αντίθεση προς το διεφθαρμένο πολιτικό σύστημα, σε συντηρητικά και αντιδημοκρατικά κίνητρα και χαρακτηριστικά. Ή το να χαρίζει κανείς το ξύπνημα αντανακλαστικών εθνικής αξιοπρέπειας λόγω της τροϊκανής επιβολής, σε έναν ακροδεξιό εθνικισμό.
Ευρωσκεπτικισμός σήμερα δεν είναι η εθνική αναδίπλωση, η επιστροφή στο έθνος-κράτος, η απομάκρυνση από τις διεργασίες στο πεδίο της Ευρώπης. Είναι η καταρχήν πιο φυσιολογική αντίδραση, η απογοήτευση και εναντίωση σε μια πολιτική της Ε.Ε., της Κομισιόν, του Γιούρογκρουπ, της επικυρίαρχης Γερμανίας που απειλεί με εξοντωτική λιτότητα όλη την Ευρώπη, μα ιδιαίτερα τον Νότο, που απειλεί επίσης με καταστροφή ή μετατροπή σε αποικίες χρέους και με αποικιοποίηση τον Νότο. Ευρωσκεπτικισμός μπορεί να σημαίνει ίσα-ίσα μεγαλύτερη ενεργοποίηση λαών, χωρών και κυβερνήσεων σε ευρωπαϊκό επίπεδο για την ανατροπή αυτών των πολιτικών ή τη συσπείρωση και άμυνα όσων περισσότερο πλήττονται από αυτές τις πολιτικές. Μπορεί δηλαδή να σημαίνει περισσότερο «ευρωπαϊσμό» κατά μία έννοια. Μπορεί βέβαια εξίσου να συνδεθεί με ένα ακροδεξιό «κλείσιμο» απέναντι στην Ευρώπη. Για παράδειγμα, ο ευρωσκεπτικισμός στην Ελλάδα είναι περίπου ευθέως ανάλογος της τοποθέτησης απέναντι στο Μνημόνιο. Υψηλός στους ψηφοφόρους της Αριστεράς, των ΑΝΕΛ και της Χρυσής Αυγής, πολύ χαμηλότερος στους ψηφοφόρους των μνημονιακών κομμάτων. Όσο θα ήταν λάθος να αποδώσει κανείς στην απόρριψη του Μνημονίου συντηρητικά αντανακλαστικά, το ίδιο είναι λάθος να χρωματίζουμε τον ευρωσκεπτικισμό με συντηρητικά χρώματα. Στην Κύπρο τα πράγματα είναι πιο καθαρά. Τα κόμματα που περισσότερο «προβληματίζονται» για το μέλλον της σχέσης με την Ε.Ε. και το ευρώ βρίσκονται στα αριστερά του ΔΗΣΥ. Δεν είναι πολύ διαφορετικά τα πράγματα σχεδόν σε όλο τον ευρωπαϊκό Νότο. Πρόσφατα, ακόμη και ο Μελανσόν, σε μια ισχυρή χώρα όπως η Γαλλία, δήλωσε πως «εάν πρέπει να επιλέξουμε ανάμεσα στη λαϊκή κυριαρχία και σ’ αυτήν του ευρώ, πρέπει να επιλέξουμε το λαό».
Κυρίως από τα αριστερά
Πραγματολογικά, η άνοδος του ευρωσκεπτικισμού πανευρωπαϊκά είναι άνοδος κυρίως από τα αριστερά. Και θα ήταν περισσότερο αν η ευρωπαϊκή Αριστερά είχε πιο έγκαιρα αντιληφθεί το μέγεθος του αδιεξόδου της ευρωπαϊκής αρχιτεκτονικής. Ακόμη κι έτσι, ο ευρωσκεπτικισμός που εκφράζεται μέσα από «λευκούς» σχηματισμούς όπως του Μπέπε Γκρίλο δεν μπορεί να χαρίζεται στη Δεξιά ή τη συντήρηση.
Η απόδοση στον ευρωσκεπτικισμό που εκφράζει ο Γκρίλο στοιχείων εθνικής αναδίπλωσης είναι αυθαίρετη. Αντίθετα, θα έπρεπε να προβληματίσει ο «αντιευρωπαϊσμός» του Μπερλουσκόνι σε αντίθεση με τον ευρωπαϊσμό της Κεντροαριστεράς.
Θα υπάρξουν και άλλοι αντιευρωπαίοι Μπερλουσκόνι; Είναι ένα ενδεχόμενο. Θα υπάρξουν και άλλοι «απροσδιόριστοι» Γκρίλο; Όσο η Αριστερά αδυνατεί να εκφράσει αυτό που εξέφρασε ο Γκρίλο, είναι επίσης ένα ενδεχόμενο. Θα κατορθώσει η Αριστερά να αλλάξει τους συσχετισμούς στο πεδίο της Ευρωπαϊκής Ένωσης υπέρ μιας άλλης πολιτικής; Όσο το ενδεχόμενο αυτό αντικειμενικά απομακρύνεται –και απομακρύνεται γιατί η ηγεμονική Γερμανία τραβά το σχοινί προς την κατεύθυνση του «ή όπως θέλω εγώ ή γεια σας»– η εμμονή σε φανταστικά σενάρια από το φόβο του ευρωσκεπτικισμού, αφήνει ανεκμετάλλευτο το πεδίο πολλών άλλων επιλογών που καταγράφονται σήμερα σε ένα ευρύτερο πλαίσιο εντός κι εκτός «ευρωσκεπτικισμού».
Με μια κουβέντα, αυτό που πρέπει να κάνουμε σήμερα είναι να δώσουμε αριστερό περιεχόμενο και προσανατολισμό σε έναν ευρωσκεπτικισμό που όχι μόνο καλώς αναπτύσσεται, αλλά πρέπει να τον αναπτύξουμε παραπέρα, προς τα αριστερά και το διεθνισμό.